«Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία…» – Ταξιδεύοντας στο “Σταυρό του Νότου”
110 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καββαδία συμπληρώνονται σήμερα. Η μουσική του Θάνου Μικρούτσικου ήταν το «όχημα» για να φτάσει ο ποιητής θαλασσινός και να αγγίξει τις καρδιές χιλιάδων ανθρώπων που στη συνέχεια αναζήτησαν τα βιβλία του, για να βυθιστούν στον πολύχρωμο βυθό της ποίησής του.
110 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καββαδία συμπληρώνονται σήμερα. Γεννήθηκε μια μέρα σαν σήμερα, στις 11 του Γενάρη 1910 και έμελλε να γίνει από τους σημαντικότερους ποιητές μας. Παρά την αμφισβήτηση που δέχτηκε το έργο του από ομότεχνούς του και την κυρίαρχη κριτική, όσο ζούσε αλλά και μετά το θάνατό του (έφυγε από τη ζωή στις 10 του Φλεβάρη 1975), ο πλούτος και η δύναμή του ήταν τέτοια που καθιερώθηκε στη συνείδηση του κόσμου, αγαπήθηκε από ανθρώπους κάθε ηλικίας και συνεχίζει να συγκινεί και να αγαπιέται από τη σημερινή νεολαία. Αν κάτι σκιάζει την εποχή του, αυτό είναι ότι ο Καββαδίας δεν πρόλαβε να συναντήσει την αναγνώριση. Μια αναγνώριση που έστω κι αργά, μετά θάνατο, ήρθε με τρόπο θριαμβευτικό και σαρωτικό, να μπάσει τον ποιητή σε κάθε σπίτι. Σ’ αυτό συνετέλεσε σε μεγάλο βαθμό η μελοποίηση μέρους του έργου του από τον μεγάλο μας συνθέτη Θάνο Μικρούτσικο. Η μουσική του Θάνου ήταν το «όχημα» για να φτάσει ο ποιητής θαλασσινός και να αγγίξει τις καρδιές χιλιάδων ανθρώπων που στη συνέχεια αναζήτησαν τα βιβλία του, για να βυθιστούν στον πολύχρωμο βυθό της ποίησής του.
Τα πρώτα 11 ποιήματα του Νίκου Καββαδία που μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος περιλαμβάνονται στο δίσκο «Ο Σταυρός του Νότου». Δεν χρειάζεται να γράψω τίποτε περισσότερο από το ότι κυκλοφόρησε το 1979 και τα τραγούδια ερμηνεύουν ο Γιάννης Κούτρας, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Αιμιλία Σαρρή. Το ιστορικό της μελοποίησης των 11 τραγουδιών, της ηχογράφησης και τις αποκαρδιωτικές κριτικές που δέχτηκε το έργο αμέσως μετά την κυκλοφορία του, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο ο συνθέτης στο ένθετο και με πλάγια τονισμένα γράμματα κείμενο που παρατίθεται ανάμεσα στα ποιήματα και τα βίντεο των τραγουδιών της ανάρτησης. Το κείμενο προέρχεται από το μικρό βιβλιαράκι που συνοδεύει το CD «Σταυρός του Νότου – Γραμμές των Οριζόντων», ζωντανή ηχογράφηση από το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, που κυκλοφόρησε το 2005.
Όταν κυκλοφόρησε ο «Σταυρός του Νότου» τέλειωνα το δημοτικό. Όταν άκουσα τις πρώτες μαγικές άγνωστες λέξεις της ποίησης του Καββαδία είχαν περάσει μερικά χρόνια. Από τότε πέρασαν πολλά ακόμα και το φθαρμένο εξώφυλλο του «κουρασμένου» από το συχνό παίξιμο δίσκου, παραμένει θυμητάρι της πρώτης συνάντησης. Στις πλευρές του έχει τυπωμένους τους στίχους των 11 τραγουδιών, όμως προτίμησα να αντιγράψω τα ποιήματα από τις συλλογές του ποιητή (αναφέρονται στο τέλος), διότι κάποια τραγούδια διαφέρουν από τα ποιήματα των βιβλίων. Αυτό συμβαίνει επειδή ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποιώντας αυτά τα ποιήματα «απέκλεισε» στροφές, οι οποίες ξεχωρίζουν στην ανάρτηση ως ένθετες με πλάγια γράμματα. Στα περισσότερα τραγούδια επέλεξα να ακουστεί η πρώτη εκτέλεση, επειδή διατηρούν αναλλοίωτη τη μαγεία των εικόνων και των αρωμάτων εκείνης της πρώτης συνάντησης. Εξάλλου ο Θάνος έχει τη μοναδική, μαγική ικανότητα να «ανακατεύει» σαν τραπουλόχαρτα τις νότες του, να πειραματίζεται με τις ενορχηστρώσεις, να εκλύει ακατάπαυστα σαν ακοίμητο ηφαίστειο αυτοσχεδιασμούς και να εμπιστεύεται την ερμηνεία των τραγουδιών του – ποιημάτων του Καββαδία, σε διαλεχτούς ερμηνευτές και ερμηνεύτριες, παρουσιάζοντας κάθε φορά, όλα αυτά τα χρόνια – πέρασαν κιόλας 41 – ένα έργο ρωμαλέο και ζωντανό σαν παλλόμενη καρδιά εφήβου: το «Σταυρό του Νότου».
Όμως δε χρειάζονται άλλα λόγια. Είναι ώρα για ένα συναρπαστικό ταξίδι στην ποίηση και τις μελωδίες του «Σταυρού του Νότου»…
“Γύρω στο 1977 και ενώ έχω αρχίσει με γοργά βήματα την επαγγελματική μου σταδιοδρομία -έχουν ήδη εκδοθεί τα Πολιτικά τραγούδια, η Καντάτα για τη Μακρόνησο, τα Τροπάρια για φονιάδες και η Φουέντε Οβεχούνα- ο Γιώργος Παπαλιός, παραγωγός του Αγγελόπουλου, που είχε αποφασίσει να συνεργαστεί με την τηλεόραση σε μεγάλες παραγωγές, και ο σκηνοθέτης Τάσος Ψαρράς μου προτείνουν να γράψω τη μουσική σ’ ένα σίριαλ για την ΥΕΝΕΔ, με θέμα ναυτικό και τίτλο Πορεία 090. Θα γυριζόταν στον Ατλαντικό και τον Ειρηνικό Ωκεανό, μια μεγάλη και πλούσια παραγωγή. Ρώτησα αν προέβλεπαν τραγούδια. Μου λένε «γιατί να μην έχει;». «Ωραία», απαντάω «αλλά σε τι κείμενα, μήπως πρέπει να κοιτάξω κατά Καββαδία μεριά;». «Και δεν κοιτάς» μου απαντούν. Το δεύτερο έναυσμα. Ξεκάθαρα μη ρομαντικό, από άποψη δημιουργίας. Εμπορική παραγγελία ήταν! Και αρχίζω. Με τη διαφορά ότι ενώ επρόκειτο για παραγγελία ο τρόπος που δούλεψα μελοποιώντας εφτά ποιήματα του Καββαδία είχε ιδιαίτερο ρομαντισμό. Το θυμάμαι πεντακάθαρα. Η μελοποίησή τους έγινε εφτά διαφορετικές νύχτες, τρεις με τέσσερις το πρωί. Δεν θυμάμαι καμιά άλλη παραγγελία να υλοποιείται με αυτόν τον ιδιαίτερα ρομαντικό τρόπο.
KURO SIWO
Στο Γιώργο Παπά
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.
Πέρ’ απ’ τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου `πανε μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα.
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ’ ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μεσ’ το μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;»
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κι έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που `χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα!… η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το Κuro Siwo σαν μια ζώνη
κι συ κοιτάς ακόμη πάνω απ’ το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
∞
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Στο Γιώργο Κουμβακάλη
Ήτανε κείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την οργιά.
Σ’ έστειλε ο πρώτος τα νερά να πας για να γραδάρεις
μα εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την Καλαμαριά.
Ξέχασες κείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιάνοι.
-Άγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή.-
Τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Modigliani,
που τ’ αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο Μαρμαρινοί.
Νερό καλάρει το Fore Peak, νερό και τα πανιόλα,
μα εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.
Με στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η Σπανιόλα
ή το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί;
Απάνου στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η μαϊμού.
Εκτός από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε τούτο το τρομαχτικό ταξίδι του χαμού.
Ο ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής το ζάρι
κι αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει λοξά.
Θυμήσου κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και το κορίτσι που ΄κλαιγε πνιχτά μεσ’ το ρικσά.
Κάτου από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πριν δέκα χρόνια μεθυσμένη μου είπες «σ’ αγαπώ».
Αύριο, σαν τότε, και χωρίς χρυσάφι στο μανίκι,
μάταια θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το Depot.
Έτσι πλάστηκαν τα πρώτα εφτά τραγούδια. Τα φτιάχνω, μπαίνουν στο σίριαλ, ακούγονται, αρέσουν. Μια και ήτανε ήδη εφτά, έφτιαξα εύκολα και άλλα τέσσερα, έτσι ώστε να αποτελέσουν το υλικό ενός δίσκου. Τα μαζεύω, έντεκα πλέον και πηγαίνω στον αείμνηστο Αλέκο Πατσιφά, ιδρυτή και διευθυντή της εταιρίας Lyra. Ο Πατσιφάς, άνθρωπος σαφέστατα πνευματικός και ευφυής -επί Κατοχής ανέβαζε στο σπίτι του Μπέκετ, ως δείγμα πνευματικής αντίστασης προς τους Γερμανούς κατακτητές- το είδε λιγάκι περίεργα και μου λέει με τον χαρακτηριστικό απότομο και ρεαλιστικό του τρόπο: «Άκου να σου πω, ξέρεις πόσο σε αγαπώ! Αφού το θέλεις, θα σ’ το κάνω δώρο. Αλλά να ξέρεις ότι αυτοκτονείς! Δεν πρόκειται να πουλήσει πάνω από 2.000 αντίτυπα!». Θεώρησα την πρόβλεψή του λίγο υπερβολική, μα δεν είπα τίποτα.
ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ
Στο Γιώργο Θεοτοκά
Έβραζε το κύμα του γαρμπή.
Είμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη
γύρισες και μου `πες πως το Μάρτη
σ’ άλλους παραλλήλους θα `χεις μπει.
Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει.
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού.
Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.
Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλλινώριο πήρα κάτου.
Μου `πες με φωνή ετοιμοθανάτου:
-Να φοβάσαι τ’ άστρα του Νοτιά.
Άλλοτε απ’ τον ίδιον ουρανό
έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.
Σ’ ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι, δυο σελίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.
Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και το ωραίο γλυκό της Κυριακής.
∞
ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα μικρό αφρικανικόν ατσάλινο μαχαίρι
-όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες-
που από ένα γέρον έμπορο τ’ αγόρασα στ’ Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα να `τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μιαν παλιάν ελαιγραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:
«Ετούτο το μαχαίρι, εδώ, που θέλεις ν’ αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το `χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν, πως αυτοί που κάποια φορά το `χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο Δον Μπαζίλιο σκότωσε μ’ αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε.
Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, τον δύστυχο αδερφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας Αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι σε χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ’ αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μι’ άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
Είν’ αλαφρή, για πιάσε το, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν’ αγοράσεις.»
-Πόσο έχει;- Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις, πάρ’το.
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που η ιδιοτροπία μ’ έκαμε και το `καμα δικό μου
κι αφού κανένα δε μισώ στον κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου…
∞
ΓΥΝΑΙΚΑ
Στον Αντώνη Μωραΐτη
Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.
Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.
Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;
Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.
Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ’ είδες.
Στην άμμο πάνω σ’ είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.
Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ’ την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.Πέτρα θα του ‘ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου ‘φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.
Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.
Ινδικός Ωκεανός 1951
Μπήκα λοιπόν στη διαδικασία της δισκογράφησης. Και μόλις κυκλοφορεί ο δίσκος, το 1979, μοιάζει να δικαιώνονται οι προβλέψεις του Πατσιφά. Έτσι έδειχναν τουλάχιστον τα δημοσιεύματα των εφημερίδων. Οι προηγούμενοι δίσκοι μου είχαν πάρει υπερθετικές κριτικές από τη συντριπτική πλειονότητα των εφημερίδων και των περιοδικών. Με το καλημέρα σας, με πήρανε από νέο συνθέτη και αμέσως με βάλανε δίπλα στους μεγάλους. Όλος ο Τύπος εκείνη την εποχή ήτανε αναφανδόν υπέρ μου. Κάτι καινούριο η Καντάτα, η Μουσική Πράξη στον Μπρεχτ, το εντελώς καινούργιο, δεν ξέρω ακριβώς τι, είχαν δημιουργήσει ιδιαίτερη αίσθηση. Και με τον Καββαδία σχεδόν όλοι οι κριτικοί, μολονότι με όσα είχαν προηγηθεί ήταν καλοπροαίρετοι απέναντί μου -παίζει ρόλο αυτό- γράφουν: «Τι έπαθε αυτός ο σπουδαίος συνθέτης και έκανε την πιο άθλια μελοποίηση ποιητικού κειμένου;» ΒΗΜΑ-ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ «Πρέπει να αρρώστησε. Γρήγορα να τον ξεχάσει και αυτός και εμείς τον Καββαδία!». Άνθρωποι που με λάτρευαν. Φίλος μου, που έγραφε τότε κριτική με ψευδώνυμο δήλωσε: «Αγαπώ τον Θάνο Μικρούτσικο και τον θεωρώ τον καλύτερο Έλληνα συνθέτη. Όμως μη μας ξανακάνει τέτοιο πράγμα, όπως αυτό με το Σταυρό του Νότου, που δεν του δίνουμε περισσότερους από 5.000 δίσκους. Και τον παρακαλούμε στην επανέκδοση, αν υπάρξει κάτι τέτοιο, να βάλει και ένα λεξικό για να καταλαβαίνουμε τι γίνεται».
ΕΝΑΣ ΝΕΓΡΟΣ ΘΕΡΜΑΣΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟ ΤΖΙΜΠΟΥΤΙ
του Ι. Πικραμένου
Ο Γουίλλη, ο μαύρος θερμαστής από το Τζιμπουτί,
όταν από τη βάρδια του τη βραδινή σχολούσε,
στην κάμαρά μου ερχότανε, γελώντας, να με βρει,
κι ώρες πολλές για πράματα περίεργα μου μιλούσε.
Μου `λεγε πώς καπνίζουνε στο Αλγέρι το χασίς
και στο Άντεν πώς, χορεύοντας, πίνουν την άσπρη σκόνη,
κι έπειτα πώς φωνάζουνε και πώς μονολογούν,
όταν η ζάλη μ’ όνειρα περίεργα τους κυκλώνει.
Μου `λεγ’ ακόμα ότ’ είδ’ αυτός, μια νύχτα που `χε πιει,
πως πάνω σ’ άτι εκάλπαζε, στην πλάτη της θαλάσσης,
και πίσωθέ του ετρέχανε γοργόνες με φτερά.
-Σαν πάμε στο Άντεν, μου `λεγε, και σύ θα δοκιμάσεις.
Εγώ γλυκά του χάριζα και λάμες ξουραφιών
και του `λεγα πως το χασίς τον άνθρωπο σκοτώνει,
και τότε αυτός συνήθιζε, γελώντας τρανταχτά,
με το `να χέρι του ψηλά πολύ να με σηκώνει.
Μες στο τεράστιο σώμα του είχε μι’ αθώα καρδιά.
Κάποια νυχτιά, μέσα στο μπαρ Ρετζίνα – στη Μαρσίλια,
για να φυλάξει εμένανε από έναν Ισπανό,
έφαγε αυτός μιαν αδειανή στην κεφαλή μποτίλια.
Μια μέρα τον αφήσαμε στυγνό απ’ τον πυρετό,
πέρα στην Άπω Ανατολή, να φλέγεται, να λιώνει.
Θεέ των μαύρων, τον καλό συχώρεσε Γουίλ
και δώσ’ του εκεί που βρίσκεται, λίγη απ’ την άσπρη σκόνη.
∞
FEDERICO GARCIA LORCA
Στο Θανάση Καραβία
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ,
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι Σταυροφόροι.
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδιά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου.
Στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε ακαμάτης, τ’ αχαμνά του.
Του ταύρου ο Πικάσσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι.
Τραβέρσο ανάποδο – πορεία προς το Βοριά.
Τράβα μπροστά -ξοπίσω εμείς- και μη σε μέλει.
Κάτου απ’ τον ήλιο αναγαλλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια.
Τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ’ έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια.
Ατσίγγανε κι Αφέντη μου, με τι να σε στολίσω;
Φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό.
Στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα έν’ αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξίδι.
Κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ’ απ’ τα διψασμένα της χωράφια τ’ ανοιχτά.
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια να πετάν στην ερήμην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
Αγαπημένοι μου άνθρωποι τα έγραφαν αυτά. Ίσως να τους ξένισε, ως καινούργιος τρόπος αντιμετώπισης ενός ποιητικού κειμένου, ως καινούριος τρόπος μελοποίησης. Από όλη αυτή την ιστορία πάντως φάνηκε και κάτι άλλο το οποίο αξίζει να αναφερθεί. Η άποψή τους για τον Καββαδία, ανεξαρτήτως της μελοποίησης, δεν ήταν και η καλύτερη, η δικαιότερη. «Και τι τον έπιασε να μελοποιήσει έναν ποιητή ημερολογίου;». Άλλος: «Τι τον έπιασε να μελοποιήσει ένα ποιητή που γράφει για τους ναυτικούς και την καθημερινή ζωή τους;». Εδώ λοιπόν υπήρχαν η μη κατανόηση του τι πραγματικά έγινε, όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, αλλά και το γεγονός ότι επί 30-35 χρόνια η επίσημη κριτική, με ελάχιστες εξαιρέσεις, θεωρούσε τον Καββαδία αστείο ποιητή ημερολογίου ή ποιητή της ναυτοσύνης και της καθημερινότητας των ναυτικών. Δεν είχαν κατανοήσει -και νιώθω υπερήφανος, γιατί με τη μελοποίηση τοποθετήθηκε ο Καββαδίας εκεί που του αξίζει- ότι ο Καββαδίας δεν είχε ουσιαστικά καμία σχέση με αυτά.
ΑΡΜΙΔΑ
Στον Κώστα Βάρναλη
Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ’ αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κι έχει τα φανάρια του στην πρύμη.
Μήνες τώρα που `χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο που να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το ‘χουμε καπνίσει.
Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι.
Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
-που να ξοδευτήκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.
Ξεχασμένο τ’ άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.
Η πλωριά Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδειά
του Κολόμπου οι πέντε κολασμένοι.
Κι έπειτα στις ξέρες του Ακορά
τσούρμο τ’ άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.
∞
CAMBAY’S WATER
Στον Π. Π. Παναγιώτου
Φουντάραμε καραμοσάλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένο
«κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω»
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.
Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτά ρύζι με κάρι,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που `ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ’ απόψε –λέω- φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που `πες με θυμό: Θα ΄βγω άλλη μέρα…
Τη νύχτα σου `πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά: «φάλτσο η πορεία…»
Ξημέρωσε κι ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,
η Μαχαράνα του Μυζόρ δε φάνηκε όμως!…
Μ’ αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
Και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.
Σαλπάρουμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε το αγιάζι.
Ζεστόν αγέρα κατεβάζει το μπουγάζι,
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.
Ο Καββαδίας δεν είναι ο ποιητής που ασχολείται απλώς με την καθημερινότητα των ναυτικών. Πρόσχημα είναι η θάλασσα, πρόσχημα το πλοίο, πρόσχημα οι ναυτικοί. Δεν είναι ο ποιητής που ρεαλιστικά περιγράφει. Ο Καββαδίας ξεκινάει από το χώρο ρεαλιστικά, για να λειτουργήσει υπερρεαλιστικά. Για παράδειγμα, έχει καμία σχέση με τον καρχαρία ο στίχος: «Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία»; Έχει καμία σχέση με τη ναυτοσύνη η αφομοίωση στα ποιήματά του στοιχείων της παγκόσμιας λογοτεχνίας, κυρίως της γαλλικής του 19ου και 20ου αιώνα; Ο Σεφέρης το ‘πε και οφείλουμε να το επισημάνουμε: ο καλύτερος χειριστής του ελληνικού λόγου είναι ο Νίκος Καββαδίας. Είναι ο ένας από τους δύο που μίλησαν για τον Καββαδία, έστω και στο επίπεδο της τεχνικής του λόγου.
ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ
Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes.
Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ’ το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.
Ο παπαγάλος σου `στειλε στερνή φορά το «γεια σου»
κι απάντησε απ’ το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής,
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.
Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω «σε προδίνω»
κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το `πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;
Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ’ αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.
Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.
∞
ΠΙΚΡΙΑ
Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα,
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που εμέτραγε με πόντους την ταρίφα.Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιρισμένα,
για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.
Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμου που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.
Τον πυρετό στους Τροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μια νύχτα στο Μανάο.
Τη μαχαιριά που μου `δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και «Σε πονάει με τη νοτιά;» -Όχι, απ’ αλλού πονάω.
Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια,
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη.
Τις ξεβαμένες στάμπες μου, πού ΄χα για περηφάνια,
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Τι να σου τάξω ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ’ Αμερική και Ασία
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.
Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δύο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μια μέδουσα σε αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.
7-2-1975
Ο Καββαδίας δεν είναι ο Θεόφιλος. Είναι ο Μαγκρίτ. Δεν είναι δηλαδή ο ζωγράφος μιας λεπτομέρειας της καθημερινότητας αλλά ο ζωγράφος της ανατροπής. Πιστεύω ότι συνέβαλα στο να αποκαλυφθεί αυτό. Ο Καββαδίας θα μπορούσε επίσης να περιγραφεί σαν ο μοναχικός τύπος με το σακάκι στον ώμο, που προσπαθεί να σε βγάλει από τη μίζερη καθημερινότητα. Και αυτό είναι η αιτία και μια πρώτη εξήγηση γιατί η δουλειά μου, πέρα από την γενιά με την οποία μαζί μεγαλώσαμε, πέρασε στην αμέσως επόμενη, τους σημερινούς σαραντάρηδες , και ήδη περνάει στους εικοσάρηδες με την ίδια ένταση. Περνάει δηλαδή στην τρίτη συνεχόμενη γενιά. Ανήκει επομένως ανεπιφύλακτα στο χώρο της διαχρονίας του ελληνικού τραγουδιού.”
Θάνος Μικρούτσικος
Τα ποιήματα «Ένα μαχαίρι» και «Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί», από τη συλλογή «Μαραμπού» (εκδ. Άγρα, 1995)
Τα ποιήματα “Kuro Siwo”, «Θεσσαλονίκη», «Σταυρός του Νότου», “Federico Garcia Lorca”, «Αρμίδα», “Cambay’s water” και «Εσμεράλδα», από τη συλλογή «Πούσι» (εκδ. Κέδρος, 1982)
Τα ποιήματα «Πικρία» και «Γυναίκα», από τη συλλογή «Τραβέρσο» (εκδ. Άγρα. 1992)