Δεκέμβρης ΄44 – Γι’ αυτή την Αθήνα, την αδούλωτη και τη μαχόμενη
Και μόλις ο λαός με το αίμα του, με τον ηρωισμό του, με τη θυσία του σήκωσε ψηλά τον ήλιο της λευτεριάς πάνω απ’ την πατρίδα, ήρθε ο Δεκέμβρης. Έφυγε τσακισμένος ο φασισμός και πλάκωσε σιδερόφρακτος ο ιμπεριαλισμός. Η Αθήνα, που δεν είχε προφτάσει να πλύνει ακόμα το πρόσωπό της από τους καπνούς της μάχης με τους φασίστες καταχτητές βρέθηκε και πάλι ζωσμένη από νέον επίβουλο εχθρό.
«… Εδώ σε τούτη την παράξενη χώρα που τα ποτάμια της,
που οι πέτρες και τα φαράγγια της,
τα σύννεφα και τα βουνά της βγαίνουν μαζί με μας στον πόλεμο
και πολεμάνε και πληγώνονται,
εδώ σ’ αυτά τα δέντρα που οι αρματωλοί κι οι κλέφτες
κρέμασαν τα τραγούδια τους, πέθανε ο Μπάυρον!
Πάει καιρός που έχει πεθάνει ο Μπάυρον!
Και μια που έναν απόγονο δεν άφησε για την Ελλάδα του,
τι ήρθαν να κάμουν εδώ σήμερα οι στρατιώτες της πατρίδας του
για να το ειπούμε στα πουλιά να του το τραγουδήσουν;
Τους περιμέναμε να ’ρθουν να μας ξαναφιλέψουν
λίγα λουλούδια από τη γης του αγαπητού μας Σέλεϋ
κι ήρθαν να μας σταυρώσουνε το λαό μας τον Άδωνη!
Τον χιλιοπληγωμένο μας Άδωνη. Σηκωθείτε
ν’ αρπάξουμε στα χέρια μας τις σάλπιγγες της πατρίδας!
Να τους το ειπούμε να το καταλάβουνε: Δεν χαμηλώνει ο Όλυμπος.
Να τους το ειπούμε να το καταλάβουνε πως δεν αλλάζει ο ήλιος!
Πως δεν αλλάζουνε τα χρώματα ποτές σ’ αυτή τη χώρα,
και πως ποτέ δεν κόπηκε στη μέση το τραγούδι.
Το αφήνει ο γέρος του Μωριά ― το ξαναπιάνει ο Άρης,
το αφήνουν τα κλεφτόπουλα ― το παίρνουν οι ελασίτες,
το παίρνουν τα ψηλά βουνά, το σέρνουν τα ποτάμια
το αφροκοπούν οι θάλασσες ― καίγονται τα λημέρια
Μωριά και Ρούμελη…»
Αυτή την ιστορία την έζησε ο λαός μας έτσι όπως τη δίνουν πλαστικά οι στίχοι του Νικηφόρου Βρεττάκου που ακούσατε. Πέρασαν από τότε 17 χρόνια. Μα τίποτα δεν σβήνεται από την εθνική μνήμη.
Τέσσερα χρόνια είχε κρατήσει η νύχτα της φασιστικής κατοχής. Και για να διώξει το σκοτάδι της ο λαός ρίχτηκε σε τιτάνια, σκληρή και άνιση μάχη. Άστραψαν ως τον ουρανό οι λάμψεις από τις εκρήξεις του Γοργοπόταμου και των Τεμπών. Στους κάμπους βροντούσε το κανόνι και στα βουνά κεραυνοί. Λαμπάδες τα χωριά στο βωμό της λευτεριάς, χιλιάδες οι νεκροί του μεγάλου αγώνα.
Η μούσα του Νίκου Παπά έτσι μας τραγούδησε εκείνη τη νύχτα:
«Τέσσερα χρόνια κοιμηθήκαμε,
το ίδιο όνειρο χάιδευε τα μάτια μας όλα,
Νύχτα τετράχρονη βαθιά.
Τρόμοι και θάνατοι περπατούσαν στα πεζοδρόμια.
Είδαμε σκελετούς να περπατούνε έξω απ’ τα σπίτια
Ακούσαμε φωνές που έφταναν από τον άλλον κόσμο.
Μια ψυχή από μέταλο βαστούσε τα σώματα
μια υπόσχεση μοσκοβολούσε στο σκοτάδι.
Ω! εσείς ατάραχες, αντρίκιες καρδιές
που σηκώσατε ψηλά τα κεφάλια
μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα
μπροστά στα φοβερά κρεματόρια,
φέρτε μου λίγη ανάμνηση.
Φέρτε μου το πικρό μεγαλείο της ομορφιάς σας!
Μια αστραπή απ’ το τελευταίο βλέμα σας
να μεταλάβουν οι δειλοί
να εξαγνιστούν όσοι κλειδώσαν πίσω απ’ την πόρτα
το χρώμα της ντροπής το κίτρινο της προδοσίας».
Γίγαντας ο λαός στην προσπάθειά του να στήσει πάνω από την πατρίδα τον ήλιο:
«Ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα,
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ τον κόσμο.
Ομπρός παιδιά και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος!
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη,
σπρώχτε με στήθος και με γόνα να τον βγάλουμε απ’ το χώμα.
Σπρώχτε με χέρια και κεφάλια για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμα!»
καλούσε με την αθάνατη σάλπιγγά του ο μεγάλος Σικελιανός.
Και μόλις ο λαός με το αίμα του, με τον ηρωισμό του, με τη θυσία του σήκωσε ψηλά τον ήλιο της λευτεριάς πάνω απ’ την πατρίδα, ήρθε ο Δεκέμβρης. Έφυγε τσακισμένος ο φασισμός και πλάκωσε σιδερόφρακτος ο ιμπεριαλισμός.
Η Αθήνα, που δεν είχε προφτάσει να πλύνει ακόμα το πρόσωπό της από τους καπνούς της μάχης με τους φασίστες καταχτητές βρέθηκε και πάλι ζωσμένη από νέον επίβουλο εχθρό.
Έριξε ο Σκόμπυ όλα του τ’ αεροπλάνα, τα κανόνια και τα τανκς ενάντια στον άοπλο λαό της Αθήνας για να του πάρει τη λευτεριά την ακριβοπληρωμένη από τα χέρια του.
Ο Ρίτσος γράφει γι’ αυτή τη νέα τιτανομαχία του λαού:
«… Έτσι ξυπόλητος σκοτώθηκε ο Παυλής τον Δεκέμβρη
κι έτσι ξυπόλητα μείναν τα ποδάρια του.
Έτσι ξυπόλητος
ο Παυλής τώρα σεργιανάει στην αθανασία.
Κι εμείς αγαπάμε, Τζον, τον Ληρ
κι ο Βεάκης έπαιζε τον Ληρ στα θέατρά μας,
ο Βεάκης, Τζον, που με το φωτοστέφανο του Ληρ
κάθεται αυτή την ώρα πίσω απ’ το οδόφραγμα της Κυψέλης
αυτή την ώρα, Τζον, που ανηφοράει το τανκς σου στην Κυψέλη.
Λοιπόν τι θέλεις, Τζον, εδώ; Τι θέλεις;
Γύρισε στην πατρίδα σου.
Τι θόρυβο που κάνουν, Τζον, τα κανόνια σας.
Δε μ’ ακούς; Πού να μ’ ακούσεις! Τα κανόνια σας
σκότωσαν πάλι τον Γιωργάκη που τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί.
Σκότωσαν πάλι τον Βαγγέλη που τον είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί.
Σκότωσαν πάλι το Βύρωνα πούχε πεθάνει για την Ελλάδα,
σκότωσαν πάλι τον Περί,
σκότωσαν πάλι τη Ζώγια,
σκότωσαν πάλι τον Αλέκο,
σκότωσαν πάλι την Ηλέκτρα,
σκότωσαν, Τζον, τους διακόσιους μας,
σκότωσαν όλους εκείνους πούχαν σκοτωθεί για το καλό του κόσμου.
Μα, Τζον, τελοσπάντων, δεν το ’μαθες;
Μπορεί ποτέ να σκοτωθούν οι αγωνιστές της λευτεριάς του κόσμου;
Δεν το ’μαθες ακόμα, Τζον; Τα κανόνια σας
μόνο την ιστορίας σας, σκοτώσαν τα κανόνια σας
στην Ελλάδας του Δεκέμβρη!»
Γι’ αυτή την Αθήνα την αδούλωτη και τη μαχόμενη ο Κύπριος ποιητής Νίκος Νικολαΐδης έγραφε:
«Ταμπουρωθήκαμε στα κράσπεδα των λεωφόρων
στα παράθυρα, στις στέγες, στα μπαλκόνια
πίσω απόνα τζάμι, ένα λουλούδι, ένα φύλλο,
πίσω απ’ τις πέντε αχτίνες της καρδιάς μας.
Απ’ τις αγαπημένες θυρίδες των πολυβολείων
μετρούσαμε τη λευτεριά με τους σταυρούς της πτώσης τους
―θανατικά ρολόγια οι πεθαμένοι εχθροί.
Θανατικά ρολόγια και που δείχναν τη ζωή μας.
Τότε στήσαμε τα πολυβόλα και την τόλμη μας
πάνω στα εκτροχιασμένα τραμ, σε ντουλάπες, σε πιάνα
σε αξιοπρεπή πορτραίτα «κυρίων» με τις μπούκες στραμένες
αντίκρα στα μάτια των δειλών».
Κι ένας άλλος Κύπριος ποιητής, ο Θεοδόσης Πιερίδης, έγραψε στη συλλογή του «Ύμνος στην Αθήνα του Δεκέμβρη» τους στίχους αυτούς:
«Ποιος άνθρωπος μικρός,
ποιος νάνος, με ψυχή και σκέψη νάνου
πίστεψε, Αθήνα, πως θα διάλεγες τις αλυσίδες;
Εσύ πούναι κι η πέτρα σου από μάρμαρο;
Αγκομαχώντας πέρασε απ’ τους δρόμους σου
η ατσάλινη μανία των βαρβάρων.
Κι έφτυνε ομπρός και πίσω κι ολόγυρα
με χίλια στόματα τη βρώμικη φωτιά της
να σε λερώσει.
Ποιος άνθρωπος μικρός, ποιος νάνος,
το πίστεψε να σε λερώσει Αθήνα;
Εκείνο το παιδί το σκοτωμένο
που άφησε πίσω της
η ατσάλινη μανία των βαρβάρων
έχει το μέτωπο άσπρο πιο πολύ
απ’ τ’ άσπρα κρίνα κι απ’ τα μάρμαρα.
Έχει ένα μέτωπο που γίνηκε σαν άστρο
το δρόμο να φωτίσει μες στο πέλαγο
να δει, να ταξιδέψει ο κόσμος όλος.
Αθήνα, θα σε κλάψουνε κι οι βάρβαροι
θα ’ρθουν και κείνοι κάποια μέρα σε προσκύνημα
γύρω απ’ των δρόμων σου τις κόκκινες κηλίδες.
Θα ’ρθουν μ’ όλο το γένος των ανθρώπων
να γονατίσουν και να ρίξουνε τριαντάφυλλα
να ρίξουνε τριαντάφυλλα πολλά
μια μεγαλόψυχη να ζητιανέψουνε συγγνώμη».
***
Το 1947 ιδρύεται από το ΚΚΕ, σε συνθήκες εμφύλιας αναμέτρησης, ο Ραδιοφωνικός Σταθμός “Ελεύθερη Ελλάδα”. Με αυτή την ονομασία θα λειτουργήσει μέχρι το 1956. Μετά από δύο χρόνια σιωπής θα επανέλθει αυτή τη φορά με την ονομασία “Η Φωνή της Αλήθειας” και θα συνεχίσει να εκπέμπει μέχρι το 1974. Ο σταθμός λειτουργεί όλα τα χρόνια εκτός συνόρων της χώρας μετακινούμενος από το Βελιγράδι στο Βουκουρέστι και τέλος στο Χάλε της Λειψίας (Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία). Το σώμα της ανάρτησης αποτελεί εκπομπή του σταθμού αφιερωμένη στη 17η επέτειο από τη μάχη της Αθήνας (Δεκέμβρης 1944), που συντάχτηκε στης 2 Δεκέμβρη του 1961. Την περίοδο εκείνη ο σταθμός εκπέμπει από το Βουκουρέστι (Σοσιαλιστική Δημοκρατία Ρουμανίας). Το μεγαλύτερο μέρος του Αρχείου του Ραδιοφωνικού Σταθμού “Ελεύθερη Ελλάδα” / “Η Φωνή της Αλήθειας” απόκειται στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ).