Διονύσιος Σολωμός: Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (απόσπασμα)
“Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι’ ελεύθεροι να μείνουν,
Εκείθε με τους αδελφούς, έδώθε με το χάρο.”
Σχεδίασμα Β’ (απόσπασμα)
1.
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
“Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Αγαρηνός το ξέρει.”
2
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι’ όσα άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
……………
Μάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
……………
13
Μνήσθητι, Κύριε – είναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε – εφάνη!
Επάψαν τα φιλιά στη γη………………
Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια.
Μια φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο.
Ιδού, σεισμός και βροντισμός, κ’ εβάστουναν ακόμα,
Που ο κύκλος φθάνει ο φοβερός το αφρό στο στόμα,
Κι’ εσχίσθη αμέσως, κι έβαλε στης Μάνας τα ποδάρια
Της πείνας και του [χαλασμού] τα λίγα απομεινάρια•
Τ’ απομεινάρια ανέγγιαγα και κατατρομαγμένα,
Τα γόνατα και τα σπαθιά τα ματοκυλισμένα.
14
Το μάτι μου έτρεχε ρονιά κι’ ομπρός του δεν εθώρα,
Κι’ έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Που άστραψε γέλιο αθάνατο, παιγνίδι της χαράς του,
Στο φως της καλοσύνης του, στο φως της ομορφιάς του.
15
Έχε όσες έχ’ η Ανατολή κι’ όσες ευχές η Δύση.
16
Μ’ όλον που τότ’ ασάλευτος στο νου μ’ ο νιος εστήθη,
Κι’ είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη.
17
Κι’ άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πόχει.
18
Συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλοσύνη.
19
Ο υιός σου κρίνος με δροσιά φεγγαροστολισμένος.
……………
35
Έστρωσ’ εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους,
Κι’ εδέχθηκε στα βάθη τους τον ουρανό κι’ εκείνους.
36
Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
37
Οπούν’ ερημιά και σκοτεινιά και του θανάτου σπίτι.
……………
42
Κι’ όπου η βουλή τους συμφορά, κι’ όπου το πόδι χάρος.
……………
51
Η δύναμή σου πέλαγο κι’ η θέλησή μου βράχος.
52
Στον κόσμο τούτον χύνεται και σ’ άλλους κόσμους φθάνει.
53
Με φουσκωμένα τα πανιά περήφανα κι’ ωραία.
54
Πολλοί ‘ν’ οι δρόμοι πόχει ο νους.
……………
Σχεδίασμα Γ’ (απόσπασμα)
………………..
2
Έργα και λόγια, στοχασμοί, – στέκομαι και κοιτάζω –
Λουλούδια μύρια, πούλουδα, που κρύβουν το χορτάρι,
Κι’ άσπρα, γαλάζια, κόκκινα καλούν χρυσό μελίσσι.
Εκείθε με τους αδελφούς, έδώθε με τον χάρο. –
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Και σαν θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σα πληθύνουν,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι’ οι βράχοι.
“Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τούρκου, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμά, βαρεί το καλυβάκι·
Κι’ αλιά! σε λίγο ξέσκεπα τα λίγα στήθια μένουν·
Αθάνατη ‘σαι, που ποτέ, βροντή, δεν ησυχάζεις;”
Στην πλώρη, που σκιρτά, γυρτός, τούτα ‘π’ ο ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Και με λιβάνια δέχεται και φώτα τον καημό τους
Ο σταυροθόλωτος ναός και το φτωχό ξωκλήσι.
Το μίσος όμως έβγαλε και κείνο τη φωνή του:
“Ψαρού, τ’ αγκίστρι π’ άφησες, αλλού να ρίξεις άμε.”
Μες στα χαράματα συχνά, και μες στα μεσημέρια,
Κι’ όταν θολώσουν τα νερά, κι’ όταν πληθύνουν τ’ άστρα,
Ξάφνου σκιρτούν οι ακρογιαλιές, τα πέλαγα κι’ οι βράχοι.
Γέρος μακριά, π’ απίθωσε στ’ αγκίστρι τη ζωή του,
Το πέταξε, τ’ αστόχησε, και περιτριγυρνώντας:
“Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, βόλι Τουρκιάς, τόπ’ Άγγλου!
Πέλαγο μέγ’, αλίμονον! βαρεί το καλυβάκι·
Σε λίγην ώρα ξέσκεπα τα λίγα στήθη μένουν·
Αθάνατή ‘σαι, που, βροντή, ποτέ δεν ησυχάζεις;
Πανερημιά της γνώρας μου, θέλω μ’ εμέ να κλάψεις.”
3
Δεν τους βαραίν’ ο πόλεμος, άλλ’ έγινε πνοή τους, ………………………
……………
6
Ο Πειρασμός
Έστησ ‘ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι’ η φύσις ηύρε την καλή και γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά πού φούντωσε και κλεί δροσιές και μόσχους.
Ανάκουστος κελαϊδισμός και λυποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε τον μόσχο της, κι’ αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι’ ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι’ η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ‘ναι κι’ άσπρο,
Ακίνητ’ όπου κι’ αν ιδής, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ούδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι.
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ άσπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι’ όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.
7
Έρμα ‘ν’ τα μάτια, που καλείς, χρυσέ ζωής αέρα.
8
Άγγελε, μόνον στ’ όνειρο μου δίνεις τα φτερά σου;
Στ’ όνομ’ Αυτού που σ’ τάπλασε, τ’ αγγειό τς ερμιάς τα θέλει.
Ιδού, που τα σφυροκοπώ στον ανοιχτόν αέρα,
Χωρίς φιλί, χαιρετισμό, μάτια, βασίλισσές μου!
Τα θέλω ‘γω, να τάχω ‘γω, να τα κρατώ κλεισμένα,
Εδώ π’ αγάπης τρέχουνε βρύσες χαριτωμένες.
Κι’ άκουα που ‘λέγετε: “Πουλί, γλυκιά πουν’ η φωνή σου!”
Αηδοναλάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίσει·
Καλές πνοές παρηγορία στη βαριά νύχτα κι’ έρμη·
Με σας να πέσω στο σπαθί, κι’ άμποτε νάμε πρώτη!
11
Οπού ‘ δε σκιάς παράδεισο και τηνέ χαιρετάει
Με του φτερού το σάλαγο και με κανέναν ήχο,
12
Και βλέπω πέρα τα παιδιά και τες αντρογυναίκες
Γύρου στη φλόγα π’ άναψαν, και θλιβερά τη θρέψαν
Με αγαπημένα πράματα και με σεμνά κρεβάτια,
Ακίνητες, αστέναχτες, δίχως να ρίξουν δάκρυ·
Και γγίζ’ η σπάθα τα μαλλιά και τα λιωμένα ρούχα·
Γλήγορα, στάχτη, να φανής, οι φούχτες να γιομίσουν.
13
Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων
Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι’ ελεύθεροι να μείνουν,
Εκείθε με τους αδελφούς, έδώθε με το χάρο.
………………….
* *
Από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους
Γιάννης Μαρκόπουλος – Λάκης Χαλκιάς – Ειρήνη Παπά – Χορωδία Πρέβεζας “Αρμονία”
Επιμέλεια: Στρατής Γαλιάτσος