«Εγώ έγινα ο θάνατος, εγώ έγινα η καταστροφή…» – Οι τύψεις του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ και το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου

“Θα μ’ ακούσετε φίλε Οπενχάιμερ! Σφαλίστε
όσο θέλετ’ τ’ αυτιά σας, θα μ’ ακούσετε, τώρα,
που δεν μπορείτε να κρυφτείτε πια πίσω από τίποτα…”

«Εγώ έγινα ο θάνατος, εγώ έγινα η καταστροφή…» - Οι τύψεις του Ρόμπερτ Οπενχάιμερ και το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου

Ο κορυφαίος Αμερικανός φυσικός Ρόμπερτ Οπενχάιμερ (γεννήθηκε στις 22 του Απρίλη 1904 και πέθανε στις 18 του Φλεβάρη 1967) έμεινε γνωστός ως «ο πατέρας της ατομικής βόμβας».

Το 1954, εν μέσω μακαρθισμού και αντικομμουνιστικής υστερίας ο κορυφαίος επιστήμονας αντιτάχτηκε στην απόφαση της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας (της οποίας ήταν σύμβουλος), για την κατασκευή βόμβας υδρογόνου. Για τη στάση του αυτή, στην οποία οδηγήθηκε βλέποντας τον όλεθρο που έσπειρε στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι η ρίψη των ατομικών βομβών από τις ΗΠΑ, καθώς και για τις φιλειρηνικές απόψεις που εξέφραζε, κρίθηκε «ακατάλληλος να υπηρετήσει τη χώρα» και διώχτηκε δικαστικά.

Η δίκη του αποτέλεσε θέμα με παγκόσμιο ενδιαφέρον και απασχόλησε για καιρό τον τύπο.

«Ο κατασκευαστής των βομβών που έπεσαν στο Ναγκασάκι και στη Χιροσίμα, ένοιωσε ξαφνικά βαθύτατες τύψεις για το έγκλημά του. Οι εφημερίδες στις πρώτες τους σελίδες δημοσίευαν την κύρια φράση του τραγικού μονολόγου του: «Εγώ έγινα ο θάνατος, εγώ έγινα η καταστροφή…» λέει ο Νικηφόρος Βρεττάκος για τον Οπενχάιμερ.

Ο σπουδαίος μας ποιητής την ίδια χρονιά (1954) έγραψε το ποίημα  “Γράμμα στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ”.

«Συγκλονισμένος, συνέλαβα την ιδέα της συγγραφής μιας διαμαρτυρίας…που ήταν ταυτόχρονα και κατηγορητήριο και συμπόνοια για το κατάντημα του πνεύματος, απευθύνονταν στο πρόσωπο του Οπενχάιμερ, αλλά στο πρόσωπό του έβλεπα τη συνισταμένη όλων των προσώπων, των Οπενχάιμερ αυτής της γης…» ακούγεται να λέει ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο βίντεο, όπου στη συνέχεια διαβάζει αποσπάσματα από το ποίημά του.

Μεταφέρουμε εκτενές απόσπασμα από το ποίημα  “Γράμμα στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ”που δημοσιεύτηκε παλιότερα στον Ριζοσπάστη:

«ΣΤΟΝ ΡΟΜΠΕΡΤ ΟΠΕΝΧΑΪΜΕΡ

Φίλε Οπενχάιμερ,
λάβαμε
τις τελευταίες ειδήσεις σας.
Φορτωμένα τις μέρες αυτές, τα ερτζιανά κ’ οι ασύρματοι
πάνε και φέρνουν, σ’ όλο τον κόσμο, τη σιωπή και τη θλίψη σας.

* * *

Αλλά, φίλε Οπενχάιμερ, όχι,
δεν προσθέσατε τίποτα στην καρδιά μας. Η πράξη σας
έμεινε πράξη. Η σελίδα σας έκλεισε.
Τ’ ανάλαφρο σαν αστέρι όνομά σας
έγινε στάχτη στη Χιροσίμα.

* * *

Τι να σας κάνουμε; Πού
να σας κρύψουμε; Οπου
κι αν σας βάλει κανείς
σαν πύργος πανύψηλος
θα κρύβετε πάντοτε
ένα μέρος του ήλιου.

* * *

Δεν υπάρχει πια δέντρο να καθίστε στη ρίζα του.
Η στέγη του σύμπαντος δε θα σας ήθελε.
Εμείς, άνθρωποι απλοί,
σας εγκαλούμε: Εν ονόματι
της χρυσής άμμου των ουρανών
και της πανσπερμίας του πλανήτη μας
σας εγκαλούμε: Ακούστε μας!
Δεν έτυχε, φίλε Οπενχάιμερ, ποτέ, να σκεφθείτε με πόσα
δάκρυα φτιαχτήκαν οι κήποι του κόσμου;

* * *

Πώς σας διέφυγε,
φίλε Οπενχάιμερ,
– ένα σύνολο από
μικρά και μεγάλα
θαύματα – ο άνθρωπος;

* * *

Από μας και για μας ξεκινούν οι οδοί και τα έργα του σύμπαντος. Χωρίς εντολή
πώς τολμήσατε, φίλε Οπενχάιμερ;

* * *

Χωρίς συγκατάθεση
είσαστε όλοι παράνομοι
κάτω απ’ τον ήλιο…

* * *

Ούτε ένα φύλλο καινούργιο λοιπόν στη χλωρίδα του κόσμου;

* * *

Ζυμώνατε, μέρες και νύχτες, ζυμώνατε
τον ουράνιο πηλό σας και μεις περιμέναμε,
αχτίνες ωραίες, παντοδύναμες, αστέρια και χρώματα
να πεταχτούν απ’ τα χέρια σας.

* * *

Φίλε Οπενχάιμερ, βάζοντας τ’ αυτί σας στο χώμα,
στο βάρος, στο βάρος, στο βάρος που υπάρχει σ’ ένα ψίχουλο
άμμου, θ’ ακούσατε
τη διπλή του βοή. Μοιρασμένο το φως και το σκότος στα βάθη του,
το καθένα τους χωριστά, περιμένουν. Το φως
περιμένει το χέρι μας. Το σκότος το λάθος μας.
«Προσέξετε! φίλοι προσέξετε!» Δεν ακούσατε, φίλε Οπενχάιμερ,
που σας φώναζε κάποιος; Δεν τον είχατε ακούσει ποτέ; Δεν
γνωρίσατε τη φωνή της αγάπης;
Κ’ έτσι γίνατε θάνατος! Κι έτσι γίνατε τρόμος!
Θεέ μου,
τι την ήθελες πλάι στην καρδιά την προδοσία του Πνεύματος;

* * *

«Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!»
Δεν έχετε ούτε τη δύναμη
να φωνάξτε, παρών;
Σήκω απάνω κατηγορούμενε!
Ρόμπερτ Οπενχάιμερ!
Δεν κρίνεσαι. Κρίθηκες.
Καταδικάστηκες τελεσίδικα:
Να κρίνεσαι πάντοτε, υπόδικος ως
το τελευταίο λυκόφως.

* * *

Θα μ’ ακούσετε φίλε Οπενχάιμερ! σφαλίστε
όσο θέλετ’ τ’ αυτιά σας, θα μ’ ακούσετε, τώρα,
που δεν μπορείτε να κρυφτείτε πια πίσω από τίποτα.
Ο πόνος ξεχείλισε!
τα σκέπασε όλα!
Οι μύθοι βουλιάξανε!
τα πράγματα έχουν τη δική τους φωνή!
Οι ποιητές παραμίκρυναν.

* * *

Είμαι
ένας δραπέτης απ’ όλα τα βασίλεια της Γης.
Εχω μέσα μου την πατρίδα μου. Κ’ έχω μες στην καρδιά μου
τους ανθρώπους απ’ όλα τα έθνη της Γης. Σας τους έφερα!
Εγώ σας τους έφερα, φίλε Οπενχάιμερ!
Χτυπάμε την πόρτα σας και περνάμε ένας-ένας
και πάλι γυρίζουμε και πάλι χτυπάμε και πάλι και πάλι, ουρές
ατελείωτες,
μετρήστε μας, φίλε Οπενχάιμερ, μετρήστε, να ξέρετε πόσες
είναι περίπου οι στρατιές που προορίσατε για το θάνατο.

* * *

Προσέξτε με, όχι, είμαι αυτός που επέζησε, φίλε Οπενχάιμερ!
Τα χέρια μου και τα πόδια μου τα ‘χω ξεθάψει απ’ τη Χιροσίμα.
Τα χείλη μου γίνηκαν σκόνη και πέσανε.
Μόνο το στόμα μου έμεινε ν’ ανοιγοκλείνει.
Δυσκολεύεσαι ακόμη; Ρόμπερτ, δε με γνώρισες; ο αδελφός σου
Ρόμπερτ! Είμαι εγώ, ο αδελφός σας,
που σας ζύμωσα το ψωμί και το ξέρατε.
Που σας ύφανα και το ξέρατε, που σας τα ‘δωσα όλα,
που σας έχτισα τ’ αργαστήρι σας με παράθυρα στον ουρανό,
να μελετάτε τον ήλιο, να ψάχνετε
το βάθος του κόσμου, να στοχάζεστε άνετα.
Κ’ εσείς, αντί να παρακάμψετε τη νύχτα,
να φυλαχτείτε από τη Σκύλλα κι απ’ τη Χάρυβδη,
που καιροφυλαχτούν ανάμεσα στις μεταμφιεσμένες συμπληγάδες,
αφήσατε ανοιχτές τις πόρτες του εργαστηρίου σας
και μπήκε μέσα αυτό το μαύρο σκυλί ο Μεφιστοφελής κ’ έκατσε
δίπλα σας
κι αφήσατε τα χέρια σας μες τα δικά του
και ψαλιδίζατε το φως
και μαστορεύατε στο σκοτάδι.

* * *

Σαν από χρέος θεϊκό ήρθαμε να σας βασανίσουμε,
γιατί ο κόσμος είναι όμορφος, ο ουρανός στάζει φως,
και σεις, σημαδέψατε στην καρδιά την ημέρα του κόσμου.
Δε σας μιλώ από ένα άλλο αστέρι,
σας φωνάζω απ’ το παράθυρο του αδελφού σας,
έχω μπει στην ψυχή σας και περπατώ πέρα-δώθε…
Τα σιδερένια παπούτσια μου βουλιάζουνε, τρίζουν
τα καρφιά τους στα νεύρα σας, ματώνουν, ενώ
ένα κοπάδι καρκίνοι, με μαύρες δαγκάνες,
βόσκουν αμέριμνοι στο λιβάδι της.

* * *

Τόσο ψηλά που ανεβήκατε, φίλε Οπενχάιμερ,
και ποτέ σας δε στρέψατε πίσω; Δεν είδατε
το μακρύ δρόμο κάτω από το χρόνο
που ο πρόγονός σας διάσχισε παλεύοντας;
Σε παραγκάκια, σε καλύβια, σε σπηλιές, απ’ τον καιρό της φωτιάς,
σ’ εκατομμύρια εργαστήρια τα χέρια του ξεκοκκίζοντας το σκοτάδι,
περάσανε τη ρόδα του κόσμου από χίλιους σταθμούς,
την ξεκινήσανε απ’ τον πηλό, την ανεβάσανε στα ηλεκτρόνια,
τη φέραν στα χέρια σας για την άλλη συνέχεια και σεις,
μας τα φέρατε ανάποδα όλα, τους πάγκους μας, τα λουριά μας,
τις χύτρες μας.
Τον ιδρώτα μας, το αίμα μας, όλα.
Δεν είδατε το Δημόκριτο που κούνησε το κεφάλι του
σα να σάλεψε ένα αστέρι; τους παραγιούς της σοφίας
που είχαν όλοι τους σκύψει περίλυποι γύρω απ’ την πρώτη σας έκρηξη;
Καταλαβαίνετε, φίλε Οπενχάιμερ.
Το νερό που διψάτε δεν υπάρχει πια εδώ.

* * *

Τι μας χρειάζονται οι μαρτυρίες; Την έχουμε την απολογία σας.
Συννεφιές αναμμένες γυρίζουν από έρημο σε έρημο,
αναζητώντας ανθισμένες κερασιές, πόλεις αμέριμνες,
παιδιά που παίζουν στις αυλές, στα πάρκα και στα λιβάδια.

* * *

Μάρτυρας το άγριο τούτο πένθος, που επικάθεται
τις ώρες αυτές στον πλανήτη μας
που περνά μέσα στις αχτίνες του ήλιου και τις συννεφιάζει,
που το σηκώνουμε και μας γονατίζει,
που αν δοκιμάσεις να το ειπείς σου σκίζει τη φωνή,
που αν δοκιμάσεις να το γράψεις σου σκορπίζει τα δάχτυλα,
που πέφτει σαν μια τσεκουριά στους αιώνες: Η Αγία Τράπεζα
της Επιστήμης σκεπασμένη κάτω από το μέλλον
μ’ ένα μακρύ κατάμαυρο πανί.

* * *

Φίλε Οπενχάιμερ! Φίλε Οπενχάιμερ! Μην κλείνετε τα παράθυρα.
Ατυχε Προμηθέα, που σου ‘κλεψαν το φως από τα χέρια σου
και διάλεξες το βράχο μόνος σου! Ωρα να φύγουν όλοι,
ώρα ν’ αδειάσουνε τα πλήθη την καρδιά μου και να βαδίσουν στα
έθνη τους.

* * *

Φίλε Οπενχάιμερ, όχι πια, δε θα σε βασανίσω περισσότερο.
Αν μπορείς να κοιμηθείς, κοιμήσου.
Αν μπορείς να κοιτάξεις τον ήλιο, κοίταξέ τον.
Μόνος σας, πρόσωπο με πρόσωπο, κριθείτε με το σύμπαν.
Οσο χτυπά η καρδιά σας, μείνετε, μείνετε έτσι ακόμα,
κλαίγοντας και κοιτάζοντας απάνω σας αυτούς
τους θεαματικούς ορίζοντες που άλλοι θα τους ανέβουν,
σε κάθε σκαλοπάτι δίνοντας το χέρι τους και στους άλλους,
έτσι που ν’ ανεβαίνουν ανεβάζοντας,
χτενίζοντας τα στάχια με λαμπρές αχτίνες,
σ’ έναν κόσμο γιομάτον από τραγούδια κι αστροφεγγιές.

* * *

Φίλε Οπενχάιμερ, όχι πια. Δεν μπορώ άλλο. Πονεί η καρδιά μου.
Εχει στα βάθη μου ωριμάσει μια τραγική βροχή.
Σ’ αφήνω πίσω απ’ τα βουνά κι από την ιστορία.
Πηγαίνω να κουλουριαστώ πάλι στο πατρικό μου χώμα,
που ‘ναι σπαρμένο από κόκαλα και διαθήκες.

* * *

Ελπίζω ακόμη ωστόσο σ’ αυτό που μου μένει.
Να πάρω ανάμεσα στα χέρια μου το κεφάλι του συνανθρώπου μας
να βρέξουνε τα μάτια μου, όλη τους τη βροχή, στο πρόσωπό του,
να βγάλω αυτή τη βιολετιά μαντίλα της ψυχής μου,
να του διπλώσω τ’ άγιο σώμα του πάνω στα γόνατά μου,
Φίλε Οπενχάιμερ, όλοι
έχουμε ανάγκη από τη συγγνώμη του».

Νικηφόρος Βρεττάκος

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: