Φ. Γκ. Λόρκα: 2 ΩΔΕΣ – Ωδή στον Salvador Dali / Ωδή στον Walt Whitman

Σε μια σπάνια έκδοση, ένα μικρό βιβλιαράκι που τυπώθηκε τον Φλεβάρη του 1948 στη Θεσσαλονίκη, σε μόλις 300 αντίτυπα, με δική τους φροντίδα (και, πιθανότατα, έξοδα), οι ποιητές μας Κλείτος Κύρου και Μανόλης Αναγνωστάκης αποδίδουν στη γλώσσα μας δυο ποιήματα του μεγάλου Ισπανού ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.

Φ. Γκ. Λόρκα: 2 ΩΔΕΣ – Ωδή στον Salvador Dali / Ωδή στον Walt Whitman

Σε μια σπάνια έκδοση, ένα μικρό βιβλιαράκι που τυπώθηκε τον Φλεβάρη του 1948 στη Θεσσαλονίκη, σε μόλις 300 αντίτυπα, με δική τους φροντίδα (και, πιθανότατα, έξοδα), οι ποιητές Κλείτος Κύρου και Μανόλης Αναγνωστάκης αποδίδουν στη γλώσσα μας δυο μακροσκελή ποιήματα του μεγάλου Ισπανού ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα.

Ο Κλείτος Κύρου, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες και σεμνότερες «φωνές» της ελληνικής ποίησης. Γεννήθηκε στις 13 του Αυγούστου 1921 στη Θεσσαλονίκη και έφυγε από τη ζωή στις 10 του Απρίλη 2006.

Από τους σημαντικότερους ποιητές μας, με αντιστασιακή δράση, ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε στις 10 του Μάρτη 1925. Ο αγαπημένος ποιητής με τη «χαμηλή φωνή», έφυγε από τη ζωή στις 23 του Ιούνη 2005.

Στο λακωνικό εργοβιογραφικό σημείωμα για τον Λόρκα, που οι δυο ποιητές και μεταφραστές των 2 Ωδών, παραθέτουν στις τελευταίες σελίδες της έκδοσης, αναγράφεται λανθασμένα ότι ο Ισπανός ποιητής γεννήθηκε το 1899 και εκτελέστηκε από τους φασίστες του Φράνκο τον Ιούλη του 1936. Το σωστό είναι ότι ο Λόρκα γεννήθηκε το 1898 (5 του Ιούνη) και τουφεκίστηκε στις 19 του Αυγούστου 1936, σαν σήμερα. Στο ίδιο σημείωμα μαθαίνουμε επίσης ότι η «Ωδή στον Σαλβαντόρ Νταλί» είναι από τα πρώτα ποιήματα που έγραψε ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα. Ολόκληρο το σημείωμα έχει ως εξής:

«Γεννήθηκε στα 1899 στο Fuentevaqueros της Ανταλουσίας σιμά στη Γρανάδα. Εκτελέστηκε από τον Φράγκο τον Ιούλιο του 1936, στον εμφύλιο ‘Ισπανικό πόλεμο.

Έργα του ποιητικά: «Libro de Poemas» (1921), «Romancero Gitan» (1928), «Poeta en Nueva York» (1930), «Poemas del Cante Jondo» (1932), «Llanto por Ignacio Sachez Mejias» (1935).

Έργα του θεατρικά: «Εl maleficio de la mariposa» (1920), «Mariana Pineda» (1926), «Bodas de Sangre» (1931), «Yerma» (1931) «La casa de Bernarda Alba» (1931).

H Ωδή για το φίλο του περίφημο υπερρεαλιστή ποιητή και ζωγράφο Salvador Dali είναι από τα πρώτα του ποιήματα. H Ωδή για το μεγάλο Αμερικανό ποιητή Walt Whitman βρίσκεται στh συλλογή του «Poeta en Nuova York».

Ο Λόρκα, αν και μάλλον θα το ήθελε, δεν θα μπορούσε να γνωρίσει δια ζώσης τον Γουόλτ Γουίτμαν, αφού ο Ισπανός ποιητής γεννήθηκε το 1898, δηλαδή έξι χρόνια μετά τον θάνατο του Αμερικανού (έφυγε από τη ζωή στις 26 του Μάρτη 1892). Αντίθετα, ο Λόρκα όχι μόνο γνώρισε αλλά διατηρούσε και στενή φιλική σχέση με τον Ισπανό μεγάλο ζωγράφο Σαλβαντόρ Νταλί, για την οποία φημολογούνταν πως ήταν κάτι περισσότερο από απλά φιλική.

Ανοίγοντας τις πρώτες σελίδες του βιβλίου διακρίνεται τυπωμένη με κεφαλαία η αφιέρωση «ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΓΟΝΗ» και σε επόμενη σελίδα δυο στίχοι του Λόρκα:

«Θ’ αργήσει πολύ να γεννηθεί, αν δύνεται να γεννηθεί,
Ένας Ανταλουσιάνος τόσο διάφανος, τόσο γιομάτος περιπέτεια…»

Ακολουθούν οι δύο Ωδές.

Φ. Γκ. Λόρκα: 2 ΩΔΕΣ – Ωδή στον Salvador Dali / Ωδή στον Walt Whitman

Ο Σαλβαντόρ Νταλί

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΣΑΛΒΑΝΤΟΡ ΝΤΑΛΙ

Ένα ρόδο στο περβόλι το ψηλό που λαχταράς.
Ένας τροχός στην πεντακάθαρη σύνταξη του ατσαλιού.
Το βουνό ξεγυμνώθηκε από καταχνιές ιμπρεσσιονιστικές.
Οι μεθυσμένοι στέκονται στα τελευταία τους κιγκλιδώματα.

Στο λευκό τους αργαστήρι οι μοντέρνοι ζωγράφοι
Κόβουν τ’ ασηπτικό λουλούδι απ’ την τετράγωνη ρίζα.
Ένα μαρμάρινο παγόβουνο στου Σηκουάνα τα νερά
Παγώνει τα παράθυρα και τους κισσούς σκορπίζει.

 

Ο άντρας δρασκελάει σταθερά τους πλακόστρωτους δρόμους.
Τα κρύσταλλα ξεφεύγουνε απ’ τη μαγεία της αντανάκλασης.
Έκλεισεν η Κυβέρνηση τα μαγαζάκια των μυρωδικών.
Η μηχανή τους δυαδικούς διαβήτες της διαιωνίζει.

Μιαν απουσία από μεσόφρυδα, παραπετάσματα και δάση
Πλανιέται στις στέγες των αρχαίων σπιτιών.
Ο αγέρας γιαλίζει το πρίσμα του πάνω απ’ τη θάλασσα
Κι’ ο ορίζοντας υψώνεται σα μια υδρορροή μεγάλη.

Ναυτικοί που αγνοούν το κρασί και το σούρουπο
Στις μολυβένιες θάλασσες καρατομούν σειρήνες.
Η Νύχτα, της φρόνησης άγαλμα ζοφερό, κρατά
Στα χέρια της το στρογγυλό καθρέφτη της σελήνης.

Μια, μας κερδίζει, αποθυμιά ορίων και σχημάτων.
Έρχεται ο άνθρωπος που βλέπει μ’ ένα κίτρινο μέτρο.
Η Αφροδίτη μια πάλλευκη είναι φύση νεκρή
Κι’ απομακρύνονται οι συλλέκτες των εντόμων.

 

Ο Cadaques στη ζυγαριά του νερού και του λόφου
Καταχωνιάζει σαλιαγκούς κι’ ανασηκώνει εξέδρες.
Τον άνεμο ειρηνεύουνε οι ξύλινες φλογέρες
Ένας αρχαίος θεός των δασών δίνει καρπούς στ’ αγόρια.

 

Οι ψαράδες του κοιμούνται στην αμμουδιά δίχως όνειρα
Στ’ ανοιχτά έχουν για πυξίδα ένα ρόδο.
Ο παρθένος ορίζοντας από μαντήλια πληγωμένα
Σμίγει με τα μεγάλα γιαλιά των ψαριών και της σελήνης.

Ένα διάδημα στυγνό από λευκές γολέττες
Ζώνει πικραμένα μέτωπα και μπούκλες αμμουδιάς.
Οι σειρήνες πείθουνε μα δεν προτείνουν τίποτα
Και φανερώνονται στή θέα ενός βάζου με γλυκόνερο.

 

Ω Σαλβατόρ Νταλί με τη φωνή τη ληόχρωμη!
Τον ατελή σου δεν υμνώ εφηβικό χρωστήρα
Μήτε το χρώμα σου που ακολουθεί το χρώμα του καιρού σου
Μα τραγουδώ τις αγωνίες σου των παντοτινών ορίων.

Ψυχή γιομάτη υγεία, ζεις σε καινούργια μάρμαρα.
Το σκοτεινό αποφεύγεις δάσος των απίστευτων μορφών.
Η φαντασία σου αγγίζει ό,τι αγγίζουν τα χέρια σου
Και το σονέττο χαίρεσαι το πελαγίσιο ψηλά στο παραθύρι σου.

Ο κόσμος δεν είναι παρά μια αναποδιά κ’ ένα υπόκωφο σκιόφως
Στο πρώτο σύνορο που ο άνθρωπος θα συναντήσει.
Όμως ήδη τ’ αστέρια, τα τοπεία καλύπτοντας,
Τονίζουνε το τέλειο σχήμα της τροχιάς τους.

 

Το ρέμα του χρόνου καταλαγιάζει και μπαίνει
Μες στων διαδοχικών αιώνων τα σχήματα τ’ αριθμητικά
Κι’ ο νικημένος θάνατος τρέμοντας καταφεύγει
Στον κύκλο το σφιχτό της τωρινής στιγμής.

Την τρυπημένη στο φτερό παλέττα σου κρατώντας
Το φως ζητάς που της ελιάς το κύπελλο εμψυχώνει.
Της Αθηνάς φως απλόχωρο, ποιήτριας ικριωμάτων,
Που δεν περιέχει τόνειρο μήτε το σφαλερό του τ’ άνθος.

Ζητάς το αρχαίο φως που στέκεται στο μέτωπο
Που ούτε στο στόμα κατεβαίνει ούτε στ’ ανθρώπου την καρδιά.
Φως που του Βάκχου τ’ αλγεινά τα κλίματα φοβάται
Και την ακόλαστη δύναμη που κυλά το καμπύλο νερό.

Έχεις δίκηο να υψώνεις σημαιούλες για σήματα
Στο σκιερό όριο που αστράφτει απ’ τη νύχτα.
Κι’ αν και ζωγράφος δεν θες τη φθορά της μορφής σου
Απ’ το πολύχρωμο μπαμπάκι ενός αιφνίδιου σύννεφου.

Το ψάρι στο ιχθυοτροφείο και το πουλί στο κλουβί.
Δε θέλεις να τα επινοήσεις μέσα στη θάλασσα ή στον άνεμο.
Μα με τις τίμιες των ματιών σου κόρες καταχτώντας τα
Σκιτσάρεις ή αντιγράφεις τα ευκίνητα μικρά κορμιά τους.

Μιαν ύλη οριστική αγαπάς και προσδιορισμένη
Όπου το μανιτάρι δεν μπορεί ν’ απλώσει τη σκηνή του.
Λατρεύεις την αρχιτεκτονική που οικοδομή στην απουσία
Και πέρνεις τη σημαία απλά σαν ένα χωρατό.

 

Ο ατσάλινος διαβήτης ρυθμίζει τον ελαστικό βραχύ του στίχο.
Η σφαίρα τώρα διαψεύδει τ’ άγνωστα νησιά.
Η ευθεία γραμμή εκφράζει την κάθετη προσπάθεια
Και τα σοφά τα κρύσταλλα τη γεωμετρία τους ψάλλουν.

 

Όμως ακόμα και πάντα το ρόδο στον κήπο που ζεις.
Πάντα το ρόδο, πάντοτε! Στα Βόρεια μας στα Νότια!
Ήρεμο και συβιλλικό σαν ένα αόμματο άγαλμα
Ανήξερο για τις υπόγειες προσπάθειες που σηκώνει.

Αγνό ρόδο, που καταλείς τεχνάσματα και σχέδια
Ανοίγοντάς μας τα φτερά τα φροντισμένα με χαμόγελο.
(Προσηλωμένη πεταλούδα που μελετά το πέταγμά της.)
Ρόδο της ισορρόπισης χωρίς ηθελημένους πόνους.
Πάντα το ρόδο!

 

Ω Σαλβατόρ Νταλί με τη φωνή τη ληόχρωμη!
Λέω αυτά που μου ιστορούν οι πίνακές σου κ’ η μορφή
Τον ατελή δεν εγκωμιάζω εφηβικό χρωστήρα σου
Μα τραγουδώ τη σταθερή πορεία των βελών σου.

 

Τραγουδώ την ωραία σου ορμή από Καταλάνικα φώτα
Και την αγάπη σου για κάθε τι που δύνεται να ερμηνευτεί.
Τραγουδώ την αστρονομική και τρυφερή καρδιά σου
Την από τραπουλόχαρτα καρδιά σου την απλήγωτη.

Την αγαλμάτινη αδημονία τραγουδώ που κυνηγάς χωρίς ανακωχή
Το φόβο της συγκίνησης που σ’ ενεδρεύει στο δρόμο.
Τραγουδώ τη μικρή σειρήνα της θάλασσας που σε τραγουδεί
Ανεβασμένη σε ποδήλατο από κοράλια και κοχύλια.

Μα πρώτα απ’ όλα τραγουδώ ένα στοχασμό κοινό
Που μας συνδέει στις σκοτεινές και χρυσωμένες ώρες.
Δεν είναι η Τέχνη που στερεί τα μάτια μας από το φως
Παρά η φιλία, ο έρωτας, το ξίφος, που τυφλώνουν.

Πολύ πιο πάνω από τον πίνακα που υπομονετικά σχεδιάζεις
Από το στήθος της Τερέζας με την ξαγρυπνισμένη σάρκα
Απ’ τη σφιχτοδεμένη μπούκλα της Ματίλδης της αχάριστης
Περνά η φιλία μας ζωγραφιστή σαν το παιχνίδι της χήνας.

Ας χαράσσουν την καρδιά της παντοτινής Καταλωνίας
Χνάρια δακτυλογραφικά αιμάτινα επάνω στο χρυσάφι.
Ας σε φωτίζουν σα γροθιές άστρα χωρίς γεράκια
Καθώς ανθίζει η τέχνη σου, ανθίζει κ’ η ζωή σου.

Μη βλέπεις την κλεψύδρα με τις μεμβράνινες φτερούγες
Μήτε και το σκληρό δρεπάνι των αλληγοριών.
Ντύνε πάντα και γύμνωνε στ’ αγέρι το χρωστήρα σου
Στή θάλασσα άντικρα που ξεχειλά βάρκες και πελαγίσιους.

 

Φ. Γκ. Λόρκα: 2 ΩΔΕΣ – Ωδή στον Salvador Dali / Ωδή στον Walt Whitman

Ο Γουόλτ Γουίτμαν

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΓΟΥΩΛΤ ΧΟΥΙΤΜΑΝ

Πέρα ως πέρα στον Ηστ Ρίβερ και στον Μπρονξ
Τ’ αγόρια τραγουδούσαν φανερώνοντας τη μέση τους
Με τον τροχό, με το πετσί, με το σφυρί, το λάδι.
Ενενήντα χιλιάδες μεταλλωρύχοι βγάζαν τ’ ασήμι των βράχων
Και τα παιδιά σχεδιάζανε σκάλες και προοπτικές.

Όμως κανένας δεν κοιμούντανε
Κανείς δεν ήθελε να είναι το ποτάμι
Κανείς δεν αγαπούσε τα μεγάλα φύλλα
Κανείς και τη γαλάζια γλώσσα της ακροθαλασσιάς.

Πέρα ως πέρα στον Ηστ Ρίβερ και στο Κουίνσμποροου,
Τ’ αγόρια πάλεβαν με τη βιομηχανία
Κ’ οι εβραίοι πουλούσανε στου ποταμού το φαύνο
Το ρόδο της περιτομής
Κι’ ο ουρανός ξερνούσε απ’ τα γιοφύρια και τις στέγες
Κοπαδιαστά τους βόνασσους διωγμένους απ’ τον άνεμο.

Όμως κανείς δε στέκονταν
Κανείς δε λαχταρούσε νάναι σύννεφο
Κανείς δεν αποζήταγε τις φτέρες
Μήτε το κίτρινο στεφάνι του ταμπούρλου.

Ως τη στιγμή που το φεγγάρι θ’ ανατείλει
Οι τροχαλίες θα στριφογυρνούν λερώνοντας τον ουρανό.
Ένα ορόσημο βελόνας θα περιζώνει το μνημονικό
Ενώ τα φέρετρα θα κουβαλούνε τους ανέργους.

 

Νέα Υόρκη από βόρβορο
Νέα Υόρκη από σύρματα και θάνατο
Ποιος άγγελος να κρύβεται στο μάγουλό σου;
Ποια φωνή εξαίσια θα μιλήσει για τις αλήθειες του σταριού;
Ποιος θα ιστορίσει το φριχτόν ύπνο των σάπιων σου ανεμώνων;

Ούτε στιγμή όμορφε γέρο μου Γουώλτ Χουίτμαν
Τα γένεια σου δεν έπαψα να βλέπω γιομάτα πεταλούδες
Μήτε τους βελουδένιους ώμους σου που το φεγγάρι τους κούρασε.
Μήτε τη φωνή σου σαν μια κολώνα στάχτη
Γέρο μου, όμορφε σαν καταχνιά
Που στέναζες όμοια μ’ ένα πουλί
Με το γένος διαπερασμένο με βελόνα.
Του σάτυρου εχθρέ
Εχθρέ τ’ αμπελιού
Εραστή κορμιών κάτω από πρόστυχα λινά.

Ούτε για μια στιγμή, ω αντρίκια ομορφιά,
Που σε βουνά από κάρβουνο, ρεκλάμες και σιδηροδρόμους
Νειρεύτηκες πως ήσουν ποταμός και πως κοιμόσουν σαν ποτάμι
Πλάι στο σύντροφο που έβαζε στον κόρφο του
Μιας άπραγης λιοπάρδαλης τη μικρή οδύνη.

Ούτε στιγμή, ω αρσενικέ, Αδάμ του αίματος,
Άντρα μοναδικέ στη θάλασσα, όμορφε γέρο Γουώλτ Χουίτμαν
Γιατί επάνω στους εξώστες
Μέσα στα μπαρ στριμωγμένοι
Βγαίνοντας σαν τσαμπιά από τους υπόνομους
Τρέμοντας μες στα σκέλια των σωφέρ
Είτε γυρνόντας στις πλατφόρμες τ’ αψεντιού
Σου γνέφουν οι θηλυπρεπείς, ω Γουώλτ Χουίτμαν.

«A! Νάτος πάλι! Πάλι!» και χτενίζονταν
Στη φωτεινή και τη σεμνή σου γενειάδα
Ξανθοί απ’ τα Βόρεια και Μαύροι του γιαλού
Πλήθος κραυγές και κουνήματα
Σαν τραγούδια και σαν ερπετά
Οι θηλυπρεπείς, Γουώλτ Χουίτμαν, οι θηλυπρεπείς
Σκιαγμένοι από τα δάκρυα τους, σάρκα πού φκιάχτηκε για βούρδουλα,
Την μπότα η τη δαγκωματιά των δαμαστών.

«Α! Νάτος πάλι! Πάλι!» βαμμένα δάχτυλα
Την όχθη σημαδεύουνε του ονείρου σου
Όταν ο φίλος τρώει το μήλο σου
Με μια λαφριά γέψη πετρέλαιου.
Κι’ ο ήλιος τραγουδάει στους αφαλούς ανάμεσα
Των αγοριών που παίζουνε κάτω από τα γιοφύρια.

Όμως εσύ δε γύρεβες τα μάτια που είχαν γρατσουνιές
Μήτε και το θολό λασπόνερο που τα παιδιά βουτούνε μέσα
Μήτε το παγωμένο φτύμα
Μήτε και τις γυρτές πληγές, σαν την κοιλιά βατράχου,
Που σέρνουνε μαζί τούς οι θηλυπρεπείς στ’ αμάξια
Και πάνω στους εξώστες
Ενώ στου τρόμου τις γωνιές τους μαστιγώνει το φεγγάρι.

Γύρεβες ένα γυμνό πούμοιαζε με ποτάμι
Τάβρος κι’ όνειρο, που δένει τον τροχό με το φύκι,
Πατέρα τής αγωνίας σου, καμέλια του δικού σου θάνατου
Που στου κρυφού σου Ισημερινού τις φλόγες μέσα να βογγά.

Ο άντρας είναι το σωστό να μη ζητά την ηδονή
Στο δάσος το αιμάτινο του αύριο που ζυγώνει.
Ο ουρανός έχει ακρογιάλια να ξεφεύγεις τη ζωή
Κ’ είναι κορμιά που την αυγή δεν κάνει να καθρεφτιστούν.

 

Όνειρο, αγωνία, αγωνία, ζυμάρι κι’ όνειρο.
Να, φίλε ο κόσμος, αγωνία, αγωνία.
Οι πεθαμένοι σαπίζουνε κάτω απ’ το ρολόι των πολιτειών.
Διαβαίνει ο πόλεμος και κλαίει μ’ ένα εκατομμύριο γκριζωπά ποντίκια.
Οι πλούσιοι χαρίζουν στις καλές τους
Μικρούς αστραφτερούς ετοιμοθάνατους
Και η ζωή δεν είναι ευγενικιά, μήτε καλή, μήτε ιερή.

Ο άντρας αν θέλει, δύνεται τον πόθο του να φέρει
Μέσ’ από φλέβα κοραλιού ή από εξαίρετο γυμνό.
Αύριο οι αγάπες θα γίνουνε βράχοι, κι’ ο Χρόνος θε νάναι
Μια πούρχεται αύρα νυσταγμένη μέσ’ από τα κλαριά.

Να γιατί δεν υψώνω τη φωνή μου, γέρο Γουώλτ Χουίτμαν,
Ενάντια στο παιδί που γράφει
Τ’ όνομα μιας μικρής πάνω στο μαξιλάρι του
Μήτε στ’ αγόρι πού στολίζεται σα νύφη
Μες στο σκοτάδι του ερμαριού
Μήτε στους μοναχικούς των καζίνων
Όπου ρουφούν με συχασιά το νερό της εκπόρνεψης
Μήτε στους άντρες πώχουνε βλέμμα πρασινωπό
Και τους τραβά ο άντρας καίγοντας με τη σιωπή τα χείλη τους.
Μα ενάντια σε σας, θηλυπρεπείς των πολιτειών
Με την πρισμένη σάρκα και τις βρώμικες σκέψεις.
Στρίγγλες, μάνες σιχαμερές, ακοίμητοι εχθροί
Του έρωτα που σκορποβολά χαρούμενες κορώνες.

Πάντοτε ενάντια σε σας που δίνετε στ’ αγόρια
Σταλαγματιές θανάτου αισχρού με το φαρμάκι το πικρό,
Πάντοτε ενάντια σε σας:
«Φαίρυς» της Βόρειας Αμερικής
«Παχάρος» της Αβάνας
«Χότος» του Μεξικού
«Άπιος» της Σεβίλλης
«Φλόρες» της Αλικάντης
«Αδελαΐδες» της Πορτογαλλίας
Του κόσμου όλου θηλυπρεπείς, περιστεριώνε δολοφόνοι.
Σκλάβοι των γυναικών. Σκύλες των ψυχών τους,
Μες στις πλατείες ξεδιάντροποι, με τον πυρετό μιας βεντάλιας
Είτε πιασμένοι σ’ ενέδρα στα παγωμένα τοπεία τού κώνειου.

Ας μην υπάρξει έλεος πιά!..
Ο θάνατος πηγάζει από τα μάτια σας
Κι’ αθροίζει τ’ άνθη του τα γκρίζα στα όνειρα του βούρκου.
Ας μην υπάρξει έλεος πιά! Σταθήτε!
Οι αγαναχτησμένοι, οι αγνοί,
Οι κλασσικοί, οι διάσημοι, οι ζητιάνοι,
Τις πόρτες να σάς κλείσουνε του οργίου.

Και συ, Γουώλτ Χουίτμαν ωραίε, κοιμού στου Χούντσωνα τις όχθες
Με τα γένεια στραμμένα στον πόλο και τα χέρια σου ανοιχτά.
Η γλώσσα σου, πηλός μαλακός είτε χιόνι, κραυγάζει.
Κοιμήσου: τίποτα δε μένει πιά!
Οι τοίχοι χορεύοντας αναταράζουν τα λιβάδια
Κ’ η Αμερική καταβροχθίζει μηχανές και κλάμματα
Θέλω ο σφοδρός αγέρας της πιο τρίσβαθης νύχτας
Ν’ αφίσει άνθη και γράμματα στο γεφυρότοξο που κοιμάσαι
Κ’ ένας αράπης μικρός ν’ αναγγείλει στους λευκούς του χρυσού
Πως έρχεται πιά του σταχιού η βασιλεία!

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: