Γ. Κοτζιούλας – Όταν ήμουν με τον Άρη και 5 ποιήματα για τον «πρωτοστάτη της ανταρτοσύνης»
Πόσα δεν έγραψαν με φαρμακερό μελάνι, πόσα δεν αλύχτησαν γι’ αυτόν οι εχτροί του, κι όταν ακόμα ζούσε κι ύστερα απ’ το θάνατο του. Συγκεντρώνουν απάνω του τα πυρά, γιατί ξέρουν πως αυτός αντιπροσώπευε την επανάσταση καλύτερα από κάθε άλλον, σαν αρχηγός του λαϊκού στρατού μας στα βουνά.
Σαν σήμερα, στις 27 Αυγούστου του 1905, γεννήθηκε ο Θανάσης Κλάρας, το στέλεχος του ΚΚΕ και Πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ Άρης Βελουχιώτης.
Ο Τζουμερκιώτης ποιητής και συγγραφέας Γιώργος Κοτζιούλας συμμετείχε στην Αντίσταση στην Ήπειρο από τις γραμμές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. «Παιδί του θυμαριού, του μελισσόχορτου και της ξέσκεπης στέγασης, σχεδόν κατά τρόπο φυσικό, βρέθηκε με τη χιτλερική θεομηνία τοποθετημένος μέσα στο αντάρτικο. Παιδί του βουνού μα και ψυχή με σπάνια αξιοπρέπεια και ανυπόταχτη, έζησε επιτέλους μέσα σ’ έναν κόσμο δικό του και κατάδικό του. Σ’ αυτό τον αποφασισμένο λαό ο Κοτζιούλας ενσωματώθηκε σε μια ενιαία σάρκα. Τον ζούσε και τον αναπαράσταινε στο πλούσιο έργο του» γράφει η Έλλη Αλεξίου. Όταν ο Κοτζιούλας βγήκε στο βουνό, βρέθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στο πλευρό του Άρη Βελουχιώτη. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γνωρίσει πολλές πτυχές του χαρακτήρα του Πρωτοκαπετάνιου.
Ο πολυγραφότατος Κοτζιούλας εκτός από τα πολλά ποιήματα που έγραψε για την Αντίσταση, τον Άρη και ΕΛΑΣίτες καπετάνιους και αντάρτες, κρατούσε σημειώσεις με τις αναμνήσεις του, που λίγα χρόνια μετά τον πρόωρο θάνατό του κυκλοφόρησαν σε βιβλίο από τις εκδόσεις Θεμέλιο, με την επιμέλεια και σχόλια του Κώστα Κουλουφάκου. Μετά από δυο εκδόσεις το βιβλίο εξαντλήθηκε και για πολλά χρόνια μόνο σε κάποιο παλαιοβιβλιοπωλείο, κι αν ήταν τυχερός, μπορούσε κάποιος να το βρει. Ξαναβγήκε όμως και κυκλοφορεί στις μέρες μας, συμπληρωμένο με επιπλέον στοιχεία, με τον τίτλο «Όταν ήμουν με τον Άρη. Αναμνήσεις και μαρτυρίες», από τις εκδόσεις Δρόμων (Αθήνα, 2015).
Ο Γιώργος Κοτζιούλας δεν κρύβει το δέος, τον θαυμασμό και την αγάπη που έτρεφε για τον Άρη, κάτι που φαίνεται άλλωστε και στα ποιήματά του. Στις σελίδες του βιβλίου, ο αντάρτης ποιητής σκιαγραφεί την Αντίσταση στις περιοχές αυτές της Ηπείρου, τους τόπους και τη συμπεριφορά των ανθρώπων, και περιγράφει με την τιμιότητα αυτού που υπηρετεί το δίκιο και την αλήθεια, την καθημερινότητα και τις συνήθειες του Άρη και των μαυροσκούφηδων, περιστατικά που είδε με τα μάτια του, αλλά και σκηνές που σήμερα φαντάζουν στα μάτια του αναγνώστη μη λογικές, τότε όμως ξετυλίγονταν μες στη δίνη της σύγκρουσης με τον εχθρό και τη φωτιά του ανελέητου πολέμου.
Ο Κοτζιούλας δεν περιγράφει απλά, αλλά κρίνει αυτά που βλέπει. Οδηγημένος στα συμπεράσματά του όχι από την ιδεατή εικόνα ενός εκ τους ασφαλούς παρατηρητή, αλλά από το οξυμένο κριτήριο αυτού που τάχτηκε στο σκοπό να παλέψει για πατρίδα λεύτερη κι ένα καλύτερο κόσμο.
Το κείμενο του Γιώργου Κοτζιούλα που ακολουθεί είναι ο πρόλογος του βιβλίου. Τα πέντε ποιήματα που παραθέτουμε είναι από τη συλλογή Ο ΑΡΗΣ, που κυκλοφόρησε το 1946, επόμενη χρονιά μετά τον τραγικό θάνατο του Άρη Βελουχιώτη. Βρίσκονται στα Άπαντά του (στον τρίτο από τους τρεις τόμους), που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Δίφρος (Αθήνα, 2013).
«Κοντεύει να κλείσει πια ένας χρόνος από τότε που μαθεύτηκε ο σκοτωμός του Άρη.
Στην αρχή κανένας δε θέλησε να πιστέψει το απαίσιο μαντάτο. Για βδομάδες και μήνες έλεγαν πως θα ήταν ψέμα, θα είχε γίνει λάθος· ίσως επίτηδες το έγραψαν οι φημερίδες για να κρύψουν τη διαφυγή του στο εξωτερικό ή κάτι τέτοιο. Ήταν των αδυνάτων αδύνατο να σκοτωθεί ο Άρης, ο πρωτοστάτης της ανταρτοσύνης. Τόσο πολύ τον είχε πιστέψει ο λαός, είχε συνδέσει τ’ όνομά του με την ιδέα της παλικαριάς, με το μεγαλείο του αγώνα.
Και όμως το φριχτό μήνυμα επιβεβαιώθηκε με τον καιρό. Ήταν αλήθεια: ο Άρης είχε σκοτωθεί! Το είπαν άνθρωποι που πολέμησαν ως τα τελευταία μαζί του. Άλλοι είχαν ιδεί με τα μάτια τους το κομμένο κεφάλι του. Και όλοι πια άρχισαν να δέχονται το θάνατό του σαν ένα γεγονός. Μονάχα λίγοι πιστοί, φανατικοί λάτρες του, που τον γνώρισαν από κοντά, ή τον άκουγαν από μακρυά, μόνο αυτοί δεν εννοούν ακόμα να το παραδεχτούν. Γι’ αυτούς ο Άρης ζει ακόμα. Οι ήρωες, οι υπεράνθρωποι δεν πεθαίνουν σαν τους άλλους ανθρώπους.
Στο μεταξύ, γύρω από το πρόσωπο του σκοτωμένου αρχηγού άναψε μια φοβερή πολεμική από μέρος της αντίδρασης που, για να πούμε το σωστό, πάντα τον είχε καρφί στο μάτι της τον Άρη. Πόσα δεν έγραψαν με φαρμακερό μελάνι, πόσα δεν αλύχτησαν γι’ αυτόν οι εχτροί του, κι όταν ακόμα ζούσε κι ύστερα απ’ το θάνατο του. Συγκεντρώνουν απάνω του τα πυρά, γιατί ξέρουν πως αυτός αντιπροσώπευε την επανάσταση καλύτερα από κάθε άλλον, σαν αρχηγός του λαϊκού στρατού μας στα βουνά.
Οι φίλοι τον λατρεύουν. Οι αντίπαλοι τον αναθεματίζουν. Τ’ όνομά του απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ. Τον ξέρουν γέροι και παιδιά, έγινε το θιάμασμα των γυναικών. Έκανε τόσους ανθρώπους να δακρύσουν, από χαρά, από συγκίνηση, από περηφάνια. Και οι αντίθετοι τον παρουσιάζουν σαν άσπλαχνο κακούργο, σαν έναν ματοβαμμένο αρχιληστή. Το μίσος κ’ η χολή τους δεν ξεθύμαναν ούτε με το θάνατό του.
Τι νάταν απ’ όλ’ αυτά ο Άρης Βελουχιώτης;
Πώς φερνόταν σαν άνθρωπος, τι γνωρίσματα είχε; Αξίζει πραγματικά να γίνεται τόσος λόγος γι’ αυτόν; Πώς δικαιολογείται ο φωτοστέφανος, ο θρύλος που τον τύλιξε από τόσο νωρίς;
Στα παραπάνω ρωτήματα αισθάνθηκα πως είχα χρέος ν’ απαντήσω κι εγώ, αφού μου δόθηκε η σπάνια τύχη να τον γνωρίσω από σιμά και μάλιστα να συνδεθώ μαζί του. Το κάνω και για τους φίλους που θέλουν ν’ απαθανατιστεί μια τέτια φυσιογνωμία, μα, και για όσους δεν αποκρυστάλλωσαν αντίληψη γι’ αυτόν, με το να τον ξέρουν μόνο από διαδόσεις κι αφηγήσεις.
Γράφοντας τα παρακάτω εκπληρώνω μια υποχρέωση, ένα μνημόσυνο για το χτεσινό μας αρχηγό, για το μεγάλο μου φίλο. Μα απ’ την άλλη μεριά έχω τη συναίσθηση πως προσφέρω και μερικά στοιχεία για την αυριανή του ιστορία.
Δεν πρόκειται να μιλήσω για τη στρατιωτική του δράση ούτε για την πολιτική πλευρά του. Αυτά δε με αφορούν. Άλλοι τα κατέχουν καλύτερα. Εγώ θα διηγηθώ αναμνήσεις μου, καθημερινά επεισόδια ή συνομιλίες, όπως μούρχονται στο νου. Θα προσπαθήσω να δώσω μια εικόνα του ανθρώπου, όσο γίνεται πιστή.
Σ’ αυτό δε θα παρασυρθώ ούτε απ’ το σύνδεσμό μου μ’ εκείνον ούτε απ’ τις πολιτικές μου πεποιθήσεις. Φρονώ πως η αλήθεια, όταν λέγεται καθαρή, ποτέ δε ζημιώνει. Αν το γραφτό μου δεν έχει άλλη αξία, κανένας ας μην του αρνηθεί τουλάχιστον την αξιοπιστία.
Θα μιλήσω για τον Άρη όπως τον γνώρισα εγώ, με απόλυτη ειλικρίνεια».
Για το ποίημα ΣΤΟΝ ΑΡΗ ΜΑΣ, ο Γ. Κοτζιούλας περιγράφει αναλυτικά στο βιβλίο πώς γράφτηκε. Τον χειμώνα του 1943, στα Τζουμέρκα της Ηπείρου και στο μέσω πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, ο Γ. Κοτζιούλας εγκλωβίζεται από την πλευρά των ΕΔΕΣιτών. Με κίνδυνο της ζωής του διασχίζει τα κρύα νερά του φουσκωμένου Άραχθου, και στη συνέχεια συναντάει τον Άρη.
ΣΤΟΝ ΑΡΗ ΜΑΣ
Θυμάσαι πώς με δέχτηκες γυμνόν απ’ το ποτάμι
φόντας παράγγειλες γοργού συντρόφου σου να δράμει
με δεύτερο άτι σελωτό κοντά σου να με φέρει
την ίδιαν ώρα πόλαβες το βιαστικό χαμπέρι!
Στις χράσπες μ’ έσυρε της γης κυνηγημένο η σφίξη,
γιατί απ’ τους λύκους των βουνών είχα πολλά τραβήξει,
και για να μη με βγάλουνε λουρίδες άγριοι βλάχοι
ρίχτηκα απόκοτος κι εγώ σ’ άλλου στοιχειού τη ράχη.
Πέφτανε σπίθες, χιόνιζε κι ήταν, θυμάμαι, γιόμα
σα βγήκα μές απ’ το νερό με την ψυχή στο στόμα
πως με τραβούσε η σούδα του, πως γλίστραε το χαλίκι
με τι λαχτάρα κέρδισα του λυτρωμού τη νίκη!
Μα όταν σε λίγο μου άπλωσες τα χέρια τα’ ατσαλένια
και μ’ άγγιζαν στο μάγουλο, πολέμαρχε, τα γένια
πούχαν φουντώσει, φλογιστεί μες στ’ άναμμα του αγώνα,
ξέχασα ευθύς τα πάθια μου και το βαρύ χειμώνα.
Το βλέμα σου τα’ αδείλιαστο φέγγει όλο καλωσύνη
κι ο λόγος σου έμπνευση, φτερά του μουδιασμένου δίνει.
Οι οχτροί σε τρέμουν, αλλά εμείς στα μάτια σε κοιτάμε
κι εγώ που πάντα ξέφευγα μένω δικός σου, να ‘μια.
Ήρθα αποπίσω σου, έτοιμος μ’ εσέ και να πεθάνω,
πιστός ακόλουθος κοντά στον πρώτο καπετάνιο,
τότε που πλάι σου η χώρα μας αναριγούσε ακέρια
στα χιόνια τα Θεσσαλικά και στ’ άλλα λασπονέρια.
Τις μέρες πούχαμε άξαφνα περ’ απ’ τον Άσπρο φύγει,
φάγαμε ανάλατο ψωμί κι εκείνο με το ζύγι,
μα ήταν ο πόνος πιο μικρός όταν εκεί στο τσόλι
βλέπαμε αυτούς που ξάπλωσε των πλερωτών το βόλι.
Μα όταν αντάριασε ο θυμός όλων μας πια τα φρένα,
κίνησες σαν τα σύγνεφα τα’ αστραποφορτωμένα
κι όπως κυλά η κατεβασιά τα πήρες όλα σβάρα,
των φίλων αναγάλιασμα, του αντίμαχου τρομάρα.
Με το φιλί σου φλογερή στο πρόσωπο σφραγίδα
μέρα και νύχτα δίπλα σου και σ’ άκουσα και σ’ είδα,
στο χωρατό και στην οργή, στα γέλια στα μπουρίνια,
καθώς αλλάζουν οι καιροί κατά τα μερομήνια.
Κι ούτε ξεχνώ (αν μου δόθηκε του ποιητή η χάρη)
πως με πρωτόφερες εσύ κοντά σου καβαλάρη,
ο ίδιος που αράδα κόβοντας κεφάλια ντροπιασμένα
ξέρεις ωστόσο να τιμάς επάξια τον καθένα.
∞
ΔΕΙΛΟΣ ΕΓΩ;
Τι λες δεν ξέρεις αν ειπείς δειλόν εμένα
θαρρώντας στα σωστά πως σκιάζομαι ένα ή άλλο.
Παράσημο γενναίου πήρα το πιο μεγάλο
σε πλήθος παλληκάρια ανάμεσα αντρειωμένα.
Το ’χω και το φυλάω ατίμητο κειμήλιο
τέτοιο πού δε μπορείς εσύ ποτέ να πάρεις·
μου το ’δώσε όταν ζούσε ο καπετάνιος ο Άρης,
ενώ έλεγα πως πια δε θα ξανάβλεπα ήλιο.
Μ ’ απόφαση θανάτου ή λευτεριάς ελπίδα
σ’ ανήμερο ποτάμι χώθηκα ως τ’ αστήθι
κι εκείνος, σαν απόσωσα, έτσι μου αποκρίθη :
«Σ’ άλλον γραφιάνο τέτοια αποκοτιά δεν είδα».
Βούλα στο λόγο του, μ’ ασπάστηκε ο γενάτος
που πρώτος σήκωσε όπλο ενάντια του τυράννου
κι απ’ τις βουνοκορφές της Ρούμελης απάνου
βρέθηκε στα ζερβά του Αράχθου, ομπρός μας, να τος.
Δεύτερος βάρδος δε θα υπάρχει στην Ελλάδα
που να ’χει τιμηθεί απ’ τον αρχηγό παρόμοια,
πολέμαρχο ακριβόν στο να μοιράζει εγκώμια
– κι αυτό καθόλου για του στίχου την αξιάδα.
∞
ΕΠΙΚΗΡΥΓΜΕΝΟΣ
Ακόμα μια φορά
πήρες το καριοφίλι
κι αγάλλιασαν οι φίλοι,
Άρη παληκαρά.
Δεν το χωράει ο νους
πώς βρίσκουνε και πιάνουν
ώσπου να τους πεθάνουν
αντάρτες ζωντανούς.
Αυτοί που αγκαλιαστούς
με τύραννο τους είδες,
οι ίδιοι οι σταυρωτήδες
σκοτώνουν σταυραϊτούς.
Τα χέρια μας, αλί,
μας τα ’χουνε δεμένα
και των βουνών η γέννα
θαρρώ πως παραλύει.
Να μην το ξαναπείς!
Κι ουτ’ ένα παλληκάρι
δεν ξέπεσε να πάρει
τέτοιο όνομα ντροπής.
Στα νύχια στέκουν, να,
κι είν’ έτοιμοι ως τον ένα
σε πλάγια μαθημένα
να πεταχτούν ξανά.
Γίνεται κιόλα αρχή
μ’ εσένα, καπετάνε,
που θα σε μελετάνε
και πλούσιοι και φτωχοί.
Στους μπόγηδες εσύ
δεν έγειρες κεφάλι,
ξεσπάθωσες και πάλι
μ’ όποιον έχει αίμα αψύ.
Μάς κράζεις απ’ αυτού
με νέα ορμή και φούρια,
να ζώσουμε κουμπούρια
του πρώτου μας στρατού.
Κινάτε λιγοστοί,
δεν ξέρω αν έρθουμ’ όλοι.
Μα εσένα, ανταρτοφώλι,
σέ θέλω εκδικητή!
∞
Ο ΑΡΗΣ ΝΕΚΡΟΣ
(αποσπάσματα)
Σαν το μονόλυκο έμεινες πού όλοι τον κυνηγάνε
κι εκείνος μες στο λόγγο πάει, αχ, Άρη καπετάνε!
Ζαγάρια και λαγωνικά κι αγρίμια νυχτοπλάνα
με κυνηγούς κρυφόγνωμους σε πήρανε παγάνα
κι ούτε έχεις τόπο να σταθείς, ράχη αμπηδάς σε ράχη
κι όλο στενεύεσαι, γιατί δεν είν’ αυτοί μονάχοι.
Με τα λυσσάρικα σκυλιά βγήκαν ακόμα κι άλλοι,
κλέφτες που εσύ τους χάρισες, αφέντη, το κεφάλι,
τώρα όμως τρέχουν, αλυχτάν ζουλάπια, λέω, κι ανθρώποι
του φοβερού πολέμαρχου να βρουν το κατατόπι.
Μην πεις ποτέ πως δείλιασε, κοπήκαν τα ήπατά του
καθώς απείκασε βαρύ τον ίσκιο του θανάτου,
μα όσο του κλείνεται η ποριά να κόψει, να ξεφύγει,
τέλος αιώνιο μελετάει με τη ζωή τη λίγη.
Μαζί με τους συντρόφους του, μ’ όσους ακόμα βρίζει,
πιάνουν ταμπούρι, στέκονται γερά στο μετερίζι
και μαθημένοι από φωτιά, ξεθάρρευτοι από βόλι,
να πέσουν ως τον ένα τους αποφασίζουν όλοι.
(…)
Ωχ, Άρη, δεν το λόγιαζα, πιστός σου εγώ, θυμήσου,
να γίνω τόσο γλήγορα και μοιρολογητής σου.
Μα όχι, δεν πρέπουν κλάματα σ’ εσέ, δεν πρέπουν θρήνοι,
παρά για μέθυσμα κρασί να πιω με το λαγήνι
κι αλαλιασμένος, με το νου φευγάτο, δίχως γνώμη,
για τ’ όνομά σου δεύτερα και για το παρανόμι,
προς τα ηπειρώτικα βουνά κοιτώντας τάχα πέρα,
κουμπούρα μια και δυο βολές ν’ αδειάσω στον αέρα
και ματαπάλι, να βροντάει άπαυτα μέσαθέ μου
σα διπλοκάμπανο ή καθώς τρουμπέτα του πολέμου,
για να δοκιέμαι, τρέμοντας ως μες στο φυλλοκάρδι,
το χρέος οπόχουν το σκληρό στα χρόνια μας οι βάρδοι.
∞
ΜΑΥΡΟΣΚΟΥΦΗΔΕΣ
Σκώτι θα τρώγατε καπριού από τα μικράτα,
θα ήπιατε γάλα κι απ’ αρκούδας το βυζί
για να σας πρέπει τόσο, αντρείοι μου, η αρμάτα,
που όπως κινήσατε, έτσι μείνατε μαζί.
Με πρώτον καπετάνιο πρωτοκινημένοι
κι ένας τον έναν απ’ τον ίδιον διαλεχτοί,
σαν τον αιτόν οπού σπαθάτος κατεβαίνει
πέρ’ απ’ τη Ρούμελη μάς ήρθατε ακουστοί.
Κι όπως ανέμιζαν του γούμενου τα ράσα,
καβάλα εσείς αδρασκελάγατε χωριά
διαβαίνοντας χωρίς να πάρετε ούτ’ ανάσα
βουνά ηπειρώτικα ως τους κάμπους του Μοριά.
Λεπίδι κοφτερό βαστούσατε με τόνα
και βούρδουλα με τ’ άλλο για όσους δεν ακούν
ήσασταν το μαχαίρι εσείς γυμνό του αγώνα
κι όχι απ’ αυτούς που στον αέρα ντουφεκούν.
Τρόμος των προδοτών και των τυράννων όμοια,
πέφτατε μ’ ένα νόημα Εκείνου στη φωτιά,
πιο άγριοι θαρρείς με τα αλλαγμένα παραγκώμια
παρά απ’ τα γένια, μαύρα σαν την πυροστιά.
Μα εγώ, μονόχνωτοι, κακονοματισμένοι,
που μ’ είχατε έμπιστον, σας ένιωθα κι εγώ,
λόγος από τα χείλη μου άδικος δε βγαίνει
για σάς που ακολουθήσατε άξιον αρχηγό.
Πώς του Εικοσιένα λέω ανάδωσαν οι φύτρες.
ζωντάνεψε η αρχαία μ’ εσάς η κλεφτουριά,
και τώρα που χαθήκατε, α, μοιρολογήτρες
κι οι πέτρες θα σας κλαιν, του αντάρτικου κοντριά.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback