Γ. Ρίτσος: Στον αδελφό μου ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
Τώρα αποκοιμήθηκες σ’ ένα βαθύ χαμόγελο, γνωρίζοντας
πως οι νεκροί δε γερνούν πια, δεν διαψεύδονται
κι ούτε πεθαίνουν.
Στον αδελφό μου
ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
Από καιρό τους περίμενες με δέος. Και ήρθαν.
Ήρθαν οι νεκροί σου και σε πήραν
μες στο νυχτερινό ψιλόβροχο. Στάθηκες λίγο
με βρεγμένα μαλλιά, με βρεγμένο σακάκι
κάτω απ’ το φανοστάτη της πλατείας Μεταξουργείου
ακούγοντας απ’ τις ταβέρνες τις φωνές των μεθυσμένων,
και τα παλιά λαϊκά τραγούδια που ’χες αγαπήσει,
και πιο μακριά τα επαναστατικά συνθήματα των
απεργών οικοδόμων,
ήσυχος επιτέλους, ολότελα κρυμμένος
στη σκιά της μεγάλης εκείνης σημαίας
που ’χε υψώσει αλαλάζοντας ο λαός. Τώρα
αποκοιμήθηκες σ’ ένα βαθύ χαμόγελο, γνωρίζοντας
πως οι νεκροί δε γερνούν πια, δεν διαψεύδονται
κι ούτε πεθαίνουν.
Όμως την πίκρα τη δική μας ποιος θα τη λογαριάσει
έτσι που μείναμε έρημοι μπροστά στην πιο
κλεισμένη πόρτα;
Αθήνα, 30 Χ – 9 ΧΙ. 89
Γιάννης Ρίτσος
Στις 30 του Οκτώβρη 1988, έφυγε από τη ζωή ο Τάσος Λειβαδίτης.
Στη φωτογραφία, ο Τάσος Λειβαδίτης με τον Γιάννη Ρίτσο, εξόριστοι στον Αη Στράτη, το 1951.
Το ποίημα από το περιοδικό η λέξη, Τάσος Λειβαδίτης, αφιέρωμα, Νοέμβρης – Δεκέμβρης ΄95, ειδικό τεύχος 130