Η Γη της Βοιωτίας
Εδώ ο Λέβαδος, εδώ ο Μάντης κι η Ιέρεια, ο Κάδμος
κι ο Πλούταρχος, οι Καταλανοί κι οι Τούρκοι,
ο Λάμπρος Κατσώνης κι ο Αθανάσιος Διάκος…
Εδώ ο Ορχομενός κι οι Μινύες, το Μαντείο κι η Έρκυνα,
ο κάμπος της Κωπαΐδας με τα αθέριστα στάχυα
κι ο Κηφισός με τις κλαίουσες ιτιές που κοιμούνται
ανέμελα πάνω στα κρυστάλλινα νερά…
Άνεμος, μνήμη, αιωνιότητα,
διαδοχική αντικατάσταση κι επιβεβαιωμένη ζωή
κάτω απ’ τα ίδια δέντρα, κάτω από τον ίδιο ουρανό…
Στο ίδιο αμνημόνευτο μονοπάτι
οι προφητείες χαραγμένες στην πέτρα
κι οι προσκυνητές μιας άλλης αλήθειας που έλαμψε κάποτε,
να ανεβοκατεβαίνουν αγόγγυστα τα πέτρινα σκαλιά…
Εδώ ο Λέβαδος, εδώ ο Μάντης κι η Ιέρεια, ο Κάδμος
κι ο Πλούταρχος, οι Καταλανοί κι οι Τούρκοι,
ο Λάμπρος Κατσώνης κι ο Αθανάσιος Διάκος…
Σε τούτο το τοπίο του μύθου και του θρύλου
η ιστορία ξαναγράφεται εξ’ αρχής
από το ματωμένο χέρι της μνήμης…
Κάποια νύχτα σ’ ονειρεύτηκα κορίτσι αγαπημένο
κι αντίκρισα στα μάτια σου τον έρωτα που ματώνει
τ’ άστρα στον ουρανό…
Κι οι φωνές των πουλιών κι ο ήχος του νερού
που σκορπίζεται εύθυμος κι ανάλαφρος
κι η ιερή φωτιά που κατακαίει τους αιώνες
κι ο αμερόληπτος αγέρας της δημιουργίας,
όλα μου γνέφουν να σ’ αγαπήσω πιο βαθιά,
για να φεγγίσει η αναστάσιμη μέρα,
για να χαμηλώσει ο ουρανός,
για να δραπετεύσει από την αμνημοσύνη
το άδηλο κι ανίδωτο πάθος της καρδιάς σου…
Τότε το όραμα, διάφανο και ορατό,
θα χαμηλώσει τις φτερούγες του στο χώμα
κι εσύ, Νύμφη του νερού,
θα αναδυθείς σαν αρχάγγελος στη γη μου
για να γίνεις μοίρα, μέλλον και αιωνιότητα…
Συγκρούσεις, αίματα κι ενοχές, κάτω
από τον νεόκοπο ήλιο…
Όμως δυο ακηλίδωτα κι ανύσταχτα μάτια,
θα ξεκλειδώσουν τις πύλες της αυγής,
για να πρασινίσουν πάλι οι γκρεμοί,
για να γαληνέψουν οι χιονοσκέπαστες βουνοκορφές,
για να βρούνε ξανά τα ποτάμια το δρόμο τους…
Τα δικά σου μάτια
θα διαβάσουν δίχως τύψη τον ουρανό
και σαν τη φλέβα που σκιρτά, θα σκορπίσουν
τη συμφιλίωση και την ειρήνη στην πλάση
για να αντισταθμίσουν
τα ηθικά ολισθήματα του δίσεχτου καιρού…
Με κείνο το αίσθημα που ματώνει,
μέσα από τις στάχτες και την ασβόλη του χτες,
θα αναστηθεί η γαλάζια άνοιξη στο βλέμμα σου
για να ντυθείς ξανά, κόρη μικρή της θεάς,
τις χρυσές αχτίδες του ήλιου,
για να ξεκινήσει η καινούρια επικαιρότητα,
για να πετάξουν λευκά περιστέρια στο κυανό διάστημα,
για να χρυσίσει ο κάμπος του θεσπέσιου καλοκαιριού
κι ο έρωτάς σου, λεύτερος κι αδέσμευτος,
να κυματίσει σαν αστάχυ στο χώμα και στον άνεμο…
Χώμα, αίμα, άνεμος, αθανασία!…
Κι είναι αργά να μιλήσουμε για εκείνο
που ναυάγησε στη λήθη των αποτεφρωμένων αιώνων
κι είναι νωρίς ν’ απαντήσουμε στο άγγελμα
της νέας αποκάλυψης…
Ποιος θα μπορέσει ν’ αφουγκραστεί την αδικοχαμένη νιότη
που θρηνεί με τ’ όνειρο του φεγγαριού στα μάτια,
ποιος θα μπορέσει να στοχαστεί τη μοίρα της αλλοτινής ζωής
που βηματίζει ασυντρόφευτη στου Άδη τη σιωπή,
τη δική μας μοίρα που φυτοζωεί στην άγονη πέτρα
μετρώντας το χρόνο, τις νύχτες και την απόσταση;
Μέσα στην πανάρχαια ρέμβη σου γόησσα
άνοιξε τα κλειστά σου βλέφαρα
να ιδείς το μεγάλωμα της μικρής ζωής,
το βαθύ πέρασμα στην άλλη διάσταση,
με το πάθος, με τους ήχους και με τις φωτιές
που πυρπολούν τις ψυχές
και θρέφουν τα παραμύθια και τα όνειρα…
Σε κοιτώ στα μάτια κι η θλίψη μου αθωώνεται…
Ναι, οι άνθρωποι φεύγουν κι έρχονται άλλοι άνθρωποι,
στον κόσμο όμως της ανάγκης που υπάρχει και ζει,
χιλιάδες στόματα βοούν την καινούρια αλήθεια,
με σαλπίσματα, με κραυγές, με αγωνιστικά συνθήματα,
με ξεφτισμένες σημαίες και με κόκκινα λάβαρα…
Οι ορίζοντες διευρύνονται κι επεκτείνονται
κι ένας ανακαινισμένος δρόμος ανοίγεται πέρα, μακριά…
Μια κόρη, λευκή σαν το χιόνι, βαδίζει τραγουδώντας
στη σιωπή κι η νύχτα ακολουθεί το βήμα της…
Εδώ ο Ορχομενός κι οι Μινύες, το Μαντείο κι η Έρκυνα,
ο κάμπος της Κωπαΐδας με τα αθέριστα στάχυα
κι ο Κηφισός με τις κλαίουσες ιτιές που κοιμούνται
ανέμελα πάνω στα κρυστάλλινα νερά…
Εδώ το πέτρινο λιοντάρι της Χαιρώνειας που μετρά
την τύψη τ’ ουρανού και στοχάζεται το ξοδεμένο αίμα,
η Κορώνεια, η Θίσβη, οι Πλαταιές, το ίδιο κοκκινόχωμα
βαμμένο με το αίμα των ένδοξων παλικαριών,
σπαρμένο με τα κόκκαλα των ηρώων και των μαρτύρων
της άγιας επανάστασης…
Κι όταν οι σμιλεμένες πέτρες
γλιστρούν στη σκόρπια μοναξιά της νύχτας,
μέσα από την ομίχλη του νερού που λευτερώνει τα οράματα
η αρχαία μάγισσα προβάλλει ξανά πρώτη…
Γυμνή, κορυφαία και μελαγχολική, δίχως ειμαρμένη,
ανοίγει διάπλατα το ξύλινο τετράγωνο παράθυρο
και με την ίδια πάντα επώδυνη τελετουργία
παραμερίζει τα λευκά σύννεφα του άσωτου ουρανού,
για να σκορπίσει μια φωτιά στο μεσονύχτι,
για να μεσουρανήσει ο σιβυλλικός έρωτας
κι εκεί που ανυψώνεται σαν κύμα η στάθμη της ψυχής,
το βλέμμα της ν’ αντικρίσει ξανά το μέλλον…
Να χαράξει για μια ακόμα φορά
στο αμυδρό φως των οριζόντων τον καινούριο χρησμό
και με απροσποίητο πάθος
να κραυγάσει στον άνεμο: Υ π ά ρ χ ω !…
*από την ποιητική συλλογή:
‘’Μνήμες της Πέτρας και της Σιωπής.’’