Για την πρώτη ποιητική συλλογή της Ματίνας Τσιμοπούλου, Ετεροτοπίες
Το νεαρό της ηλικίας και το «φρέσκο» της ποιητικής φωνής καταγράφονται στην ιδιαίτερη έκφραση της επιθυμίας, ερωτικής και όχι μόνο, που μπορεί να είναι σε μεγάλο βαθμό ανεπίδοτη, όμως δεν είναι ακυρωμένη, τετελεσμένη ή ανέλπιδη.
Η ποίηση της Ματίνας Τσιμοπούλου, όπως δηλώνει και ο τίτλος της συλλογής της, Ετεροτοπίες, διανοίγεται σε χώρους και χρόνους που συμφύρονται σε ιδιωτικές και δημόσιες, ψυχικές και κοινωνικές «ετεροτοπίες», σεσημασμένες με διάφορα χαρακτηριστικά, τα οποία θα επιχειρηθεί να σκιαγραφηθούν στην παρούσα ομιλία. Ο χώρος και ο χρόνος του «μέσα», άλλοτε περίκλειστος, άλλοτε πιο ανοιχτός, άλλοτε στάσιμος και άλλοτε ρέων, ξεδιπλώνουν το ποιητικό της πεδίο σε μια συλλογή 34 σύντομων ποιημάτων. Σύντομων είτε ως στιγμιότυπα είτε ως πυκνώσεις είτε ως ρανίδες ζωής.
Το ποιητικό υποκείμενο μετέρχεται της απεύθυνσης σε ένα «εσύ» ή σε ένα «σου» με το οποίο συνδιαλέγεται εν τη ποιητική απουσία του, στις πιο πολλές περιπτώσεις, ωστόσο αυτή η προθετικότητα διαλόγου ή έκφρασης νομιμοποιεί και ξεδιπλώνει την ποιητική χειρονομία. Οι αισθήσεις διαχέονται σε χώρους μυστικοπαθούς ανακάλυψης, όπως η κλειδαρότρυπα, ενώ η ερωτική ενατένιση λαμβάνει χώρα μονομερώς και προσωπικώς. Την κλειδαρότρυπα, ως χώρο περιορισμού της οπτικής και άτοπου χρόνου, ακολουθεί το σχήμα του καθρέφτη. Από αυτό εκκινεί μια, πάλι, ιδιότυπη όραση, με αντικείμενο ενατένισης, αυτήν την φορά, το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο ή με ενατενίζουσα την παραμυθένια Αλίκη, που κοιτά μέσα και έξω από τον καθρέφτη, σηματοδοτώντας την κίνηση μεταξύ δύο εποχών, μεταξύ του εντός και εκτός της εκκρεμότητας του απόλυτου έρωτα ή άλλης μιας υπηρεσιακής κουβέντας… Η ερωτική λειτουργία έχει απολέσει τις δυνατότητές της, οι οποίες μπορούν να πραγματωθούν σε κατειλημμένους χώρους, εκτός πρόσβασης, ή στο ονειρώδες σύμπαν της ασυνείδητης επιθυμίας. Στο πεδίο του συνειδητού, το πολύ στο οποίο μπορεί να φτάσει το ερωτικό υποκείμενο, είναι να καταστεί μια άλλη Φερμίνα Δάσα ανεπίδοτων επιστολών.
Ήδη έχουν τεθεί κάποιες από τις ορίζουσες της πρώτης ποιητικής συλλογής της Ματίνας Τσιμοπούλου: έρωτας, χρόνος, χώρος ή, ίσως, άχρονος χρόνος, άτοπος ή «ετερότοπος» χώρος των καταστάσεων που περιγράφονται, αλλά δεν πραγματώνονται. Ο τόνος των ποιημάτων στα πιο πολλά σημεία, υπαρξιακός, εσωτερικός, προσωπικός, χωρίς να γίνεται «κίτρινος» ή να στερείται ενδιαφέροντος ως αυστηρά και περιοριστικά οριοθετημένος. Η συνύπαρξη ενός «εγώ» με ένα «εσύ» συστηματοποιείται, καθώς φυλλομετρά κανείς την συλλογή, σε ένα «εμείς». Αυτό το «εμείς» δε συμβαδίζει συναισθηματικά, παρά δίνει το έναυσμα στο Εγώ να μιλήσει για όνειρα, επιθυμίες και αντινομίες που γεννά αυτή η ποιητική συνύπαρξη, σε διάφορα επίπεδα: παραθέτω από την συλλογή: «Ιδεολογικές συγκρούσεις», Μ’ έχει κουράσει/ η κουβέντα για το κυρίαρχο και το υποτελές/ και σου ζητώ να βάλουμε ταινία./ Εσύ προτιμάς να δεις ειδήσεις/ και πιστεύεις στην αδέσμευτη ενημέρωση., «Θα μπορούσαμε ίσως», Θα μπορούσαμε ίσως να ξεδιψάσουμε στην έρημο/ ή και να διαβάζουμε τη σκέψη των άλλων./ Αλλά δεν θα μπορούσαμε με τίποτα/ να απαρνηθούμε/ τις πιο βαθιές μας αυταπάτες/ και την αδήριτη ανάγκη για λίγο ουρανό.
Ο προσωπικός ψυχικός χώρος, όπως διαμορφώνεται στις Ετεροτοπίες, περικλείει το βίωμα της παιδικής ηλικίας και αθωότητας, ως ζητούμενο νοητής επιστροφής, καθώς στον ποιητικό παρόντα χρόνο το παραμύθι στερείται της παραμυθητικής του λειτουργίας. Αντίθετα, τα υπολείμματά του συνδέονται με «δόσεις αστικού ρομαντισμού» και άρνηση της ερωτικής ανταπόδοσης. Αστικός, με αρνητικές συνδηλώσεις, δεν είναι μόνο ο ρομαντισμός, είναι και το εξωτερικό περιβάλλον, όπου κάνει την εμφάνισή του. Αυτό θα αποτελέσει την «σκηνή» του υπαρξιακού και συναισθηματικού «δράματος» εν «‘Ωρα Αιχμής»: Κανένα τρακάρισμα/ δεν σε ταράζει περισσότερο/ από τον ήχο/ δύο άδειων, περαστικών βλεμμάτων/ που τσακίστηκαν/ πάνω σε τοίχο ακριβούς ασυγχρονίας. «Ιδανικά κι Ανεπαισθήτως» και με καβαφικές καταβολές σχηματοποιεί το υποκείμενο τον προσωπικό του χώρο στο αστικό τοπίο για το οποίο έχει ήδη γίνει λόγος, προκειμένου να συνυπάρχει στα μυστικά δείπνα όσων βαυκαλίζονται με τους «γάμους» τους, ενώ εκείνο, επιστρέφοντας στο γνώριμο περιβάλλον του, «στον κενό χώρο», όπου «απέμεινε μόνο το ολόγραμμά μας» εξερευνά το λευκό πανί της δυνατότητάς (του;) προς την φαντασιακή ευόδωση της επιθυμίας.
Η σχέση με το εξωτερικό κοσμικό περιβάλλον διαγράφεται ως σχέση αλλοτριωμένης απόστασης και συνειδητής κριτικής διάθεσης απέναντι στην σύγχρονη κοινωνία: Ο κόσμος όλος/ κολάζ από συρματοπλέγματα./ και εις τον πάτο της εικόνας/ ίχνη αφόρετων εαυτών/ με όψη μεταχειρισμένων. Το ποιητικό υποκείμενο προκρίνει να «κλείνεται» εις εαυτόν και σ’ εκείνα που νοητά το «ταλαιπωρούν», σε μια αυτοαναφορική έκφραση περί του άχθους της γραφής, ακαδημαϊκής ή ποιητικής: Μπορείς να κλείσεις το καλοκαίρι μου/ ανάμεσα σε δύο λευκές σελίδες στο word/ κι εγώ πάντα θα σκέφτομαι περισσότερα/ απ’ όσα μπορώ να γράψω. Ωστόσο, η ποίηση της Τσιμοπούλου γνωρίζει και στιγμές κατά τις οποίες ριζοσπαστικά διεκδικεί το δικαίωμά της να υπάρχει σ’ αυτόν τον κατά τα άλλα θραυσματικό ή και φοβικό δημόσιο χώρο, αλλά όχι εξατομικεύοντας αυτή της την κίνηση. Μπορεί να επανοικειοποιηθεί τον δημόσιο χώρο και να εξασκήσει τα δικαιώματά της και τις επιθυμίες της σ’ αυτόν, απεμπολώντας την αλλοτριωτική του διάσταση, σε συντροφική σχέση με κάποιον άλλον, έναν άγνωστο ή τον γνωστό, του οποίου το όνομα ξέχασε.
Οδεύοντας προς το τέλος της συλλογής, δυναμική φαίνεται να γίνεται η παρουσία της μνήμης και της λήθης, στο όνομα, πάντα του έρωτα, σχεδόν πάντα του ανεπίδοτου, όπως οι επιστολές προς την Φερμίνα. Το ερωτικό, και όχι μόνο ποιητικό, υποκείμενο καταλήγει στην λησμονιά ως modus vivendi. Έτσι συνεχίζει να «βιοπορίζεται» μέσα στις στιγμές της αμήχανης σιωπής μεταξύ των εραστών, που το ταίριασμά τους δεν είναι γήινο, υλικό και ευτοπικό, αλλά πνευματικό –μεταξύ συζητήσεων για τον Χέγκελ και το Φαινόμενο της Πεταλούδας– και χαώδες, ανίκανο οριστικών και οριοθετημένων σε χρόνο και χώρο απαντήσεων και σταθερών. Και, αν σε αυτήν την περίπτωση η λησμονιά έχει κατά κάποιο τρόπο λυτρωτική ή έστω συμβιβαστική λειτουργία, η περίπτωση της «Ακινησίας» ανθίσταται σθεναρά στις «δοκιμές νάρκης του άλγους», καθώς ο χρόνος μπορεί να ξεγράφει εικόνες, αλλά η μνήμη αποκτά την επώδυνη υπόσταση της πρόσδεσης στην υλικότητα του υποκειμένου, που περιμένει σε μια σχεδόν ανάπηρη ακινησία. Με την προσμονή κλείνει η συλλογή της Ματίνας Τσιμοπούλου, όχι πια εν ακινησία, αλλά σε πνευματική εγρήγορση, για την λέξη που «ΔΕΝ_ΕΧΕΙ_ΕΙΠΩΘΕΙ_ΑΚΟΜΑ_» κι ας κρέμεται από αυτήν η ζωή μας, εμάς πια, των αναγνωστών.
Ο προσωπικός τόνος που έχει ήδη προεξαγγελθεί δεν απέκλεισε την Ματίνα Τσιμοπούλου από την ενσυναίσθηση του κοινού και της πρόσληψης της ποίησής της. Η σύγχρονη, λιτή, μακριά από τυμπανοκρουσίες και ανισορροπίες γραφή της –αν θα μπορούσε να γίνει μια τέτοια γενεαλογία– την «φέρνει» κοντά σε γυναίκες ποιήτριες της Θεσσαλονίκης του ’70 και του ’80, οι οποίες από άλλες καταστατικές θέσεις, ωστόσο με παρόμοια χαμηλή, αλλά σθεναρά αρθρωμένη ποιητική φωνή, εκφράζουν την ταυτοτική λειτουργία της ποίησης. Ταυτοτική, ως προς την απόπειρα ανατομίας ενός χώρου και ενός χρόνου, μη συνεκτικού και γραμμικού, καθώς τέτοιος είναι ο προσωπικός, ψυχικός και πνευματικός χώρος με τον οποίο καταπιάνεται η Τσιμοπούλου. Το νεαρό της ηλικίας και το «φρέσκο» της ποιητικής φωνής καταγράφονται στην ιδιαίτερη έκφραση της επιθυμίας, ερωτικής και όχι μόνο, που μπορεί να είναι σε μεγάλο βαθμό ανεπίδοτη, όμως δεν είναι ακυρωμένη, τετελεσμένη ή ανέλπιδη. Αυτή η πρώτη της λαλιά υπόσχεται την συνέχεια της γραφής στο πανί της δυνατότητας και στο χαρτί της ποίησης, όπου με δοτικότητα κατέγραψε η Ματίνα Τσιμοπούλου την περιδιάβασή της στους «χώρους της», γιατί όχι και στους χώρους μας, ακόμα κι αν αυτοί δεν είναι έντεχνα καταγεγραμμένοι, ωστόσο είναι εμπειρικά βιωμένοι.