Για τον ΑΝΤΩΝΗ

“Έτσι, για να μείνει μια λάμψη
από μια φλόγα που δεν άναψαν ποτέ
από ένα αστέρι που ποτέ δεν κοίταξαν…”

Αχ βρε παιδί μου 

δεν μπορούσες να βάλεις ένα κοστούμι;

ένα πουκάμισο καλό; 

μία στολή . . . ό,τι να ΄ναι

κάτι σαν κι αυτήν που φορούσε αυτός που σε έσπρωξε. 

Τίποτα περίεργα ρούχα να μοιάζεις με τουρίστα 

κάτι τέλος πάντων να ’κρυβε τις αδυναμίες τους 

κάτι, να μην τους θύμιζε τη φτώχεια τους

Ποιός θα τολμούσε να σε αγγίξει τότε;

 

Δεν είχες ένα κοστούμι;

 

Αχ βρε Αντώνη μου! 

Τώρα, τίποτα δεν θα είχε συμβεί. 

 

Ακόμα κι αν σε γνώριζαν καλά

με ένα κοστούμι αν σε έβλεπαν, με ένα ωραίο πουκάμισο, 

θα το σκεφτόταν. 

Δεν σε έσπρωξαν δα και με τη δύναμή τους! 

Με την ψευδαίσθηση της δύναμης σε έσπρωξαν

Κι αυτή δεν θέλει και πολύ. 

Έτσι . . . με ένα άλλο ρούχο με ένα καλό πουκάμισο, 

σκόνη γίνεται. 

Όπως είναι όλη τους η ζωή

Οι αξίες τους 

τα συναισθήματά τους

Μια σκόνη 

που κάθεται κάθε φορά όπου την άφησε ο αέρας. 

 

Έτσι κι εσύ 

αν έμπαινες έστω, με έναν άλλο αέρα

με τον αέρα κάποιου πλούσιου ή ενός πετυχημένου 

στην άκρη θα έκαναν αυτοί.

Τέτοιοι είναι 

 

Τι ήταν ένα πουκάμισο καλό; 

ένας ψεύτικος αέρας;

μία εικόνα ψεύτικη;

Φοριέται τόσο πολύ σήμερα!

 

———————————————————————————————–                 

                                    

Και έτσι τίποτα δεν θα είχε συμβεί 

Κανείς δεν θα είχε αναστατωθεί 

Κανείς δεν θα είχε ανησυχήσει

Εσύ θα πήγαινες στη δουλειά σου και εμείς στις δικές μας   

Και εκείνοι δεν θα είχαν μπει  στον κόπο να μας εξηγήσουν 

πόσο εύκολο είναι να σπρώχνεις έναν άνθρωπο στο θάνατο. 

Έστω . . . έναν φτωχό άνθρωπο

 

Μα τώρα 

Θα πρέπει να τα ξαναστήσουμε όλα απ’ την  αρχή

Θα πρέπει να τα εξηγήσουμε όλα απ’ την αρχή 

σαν να μην έχουν ειπωθεί ποτέ ξανά.  

  

Θα πρέπει να εξηγήσουμε 

γιατί το έγκλημα, λέγεται έγκλημα 

ένα.

γιατί η απαθρωπιά, είναι έγκλημα

δύο.

γιατί η αδιαφορία για τη ζωή είναι απανθρωπιά

τρία.

γιατί η ζωή . . .

 

Θα πρέπει να τα ορίσουμε απ την αρχή.

ένα, δύο, τρία 

πάνω στο άψυχο σώμα σου 

τρία, τέσσερα 

πάνω στο παγωμένο σου χαμόγελο

τρία, τέσσερα, πέντε 

πάνω στα βρεγμένα σου ρούχα 

τέσσερα, πέντε 

πάνω στα ρούχα σου που πέφτουν τα δάκρυά μας 

πέντε, πέντε, πέντε

για να μη στεγνώσουν ποτέ 

απ’ την αρχή 

ξανά 

γιατί πρέπει να τα ορίσουμε όλα πριν στεγνώσουν τα ρούχα 

ένα δύο τρία 

απ’ την αρχή

ξανά 

ένα δύο τρία 

πριν στεγνώσουν τα ρούχα

 

——————————————————————————————-

 

Θα πρέπει να εξηγήσουμε απ’ την αρχή

Πως η αφαίρεση μιας ζωής 

δεν χάνεται ανάμεσα σε χιλιάδες αφαιρέσεις 

δεν μειώνεται 

Έχει μια ειδική υπόσταση που μεγαλώνει όλα τα μεγέθη

φτάνει όλες τις διαστάσεις στα όριά τους  

Δεν είναι ποτέ, ένας κόκκος άμμου σε μια μεγάλη παραλία 

Είναι ένας βράχος τεράστιος στη μέση του σπιτιού σου

που δεν σ’ αφήνει να ανοίξεις ή να κλείσεις τα παράθυρα 

δεν σε αφήνει να βγεις ή να μπεις στο σπίτι. 

Στέκεται εκεί για να μη μπορείς να σταθείς εσύ. 

 

Δεν είναι μια κουβέντα παρηγοριάς στο κεντρικό δελτίο

Ούτε μια σπαρακτική κραυγή στο τέλος του ρεπορτάζ 

Δεν είναι μια δυνατή αγόρευση στο δικαστήριο

ή έστω μια δίκαιη απόφαση, τελεσίδικη. 

Είναι ένα στόμα με δόντια κοφτερά 

καρφωμένα στο λαιμό σου 

να σε σέρνει έτσι μέχρι το τέλος. 

 

Θα πρέπει να εξηγήσουμε απ’ την αρχή

Πως η αφαίρεση ζωής, 

δεν μπορεί να είναι ένα λάθος 

καθώς ο άλλος κοιτάει τη δουλειά του ως υπεύθυνος εργαζόμενος 

ή καθώς αδιαφόρησε γιατί είχε ανάγκη μεγάλη 

ή καθώς εκτελούσε εντολές ανωτέρων 

όπως όφειλε ως κατώτερος 

ή από υπέρμετρο ζήλο 

ως ανώτερος 

 

Θα πρέπει να εξηγήσουμε απ’ την αρχή 

Γιατί ο φονιάς λέγεται φονιάς 

έστω και αν έκανε το φόνο 

καθώς πήγαινε τα παιδιά του στο σχολείο 

ως καλός πατέρας 

ή καθώς πήγαινε το πρωί της Κυριακής στην εκκλησία 

ως καλός χριστιανός

ή καθώς ξεχώριζε τη φύρα από το όφελος

ως καλός έμπορος 

ή καθώς έπαιρνε τις αποστάσεις του

ως υπεύθυνος πολίτης  

ή καθώς έκλεινε μια πόρτα

ως έχει μάθει να κλείνει τα μάτια και τα αυτιά του 

να κλείνει το μυαλό του 

και το στόμα του

ως καλό. . . τίποτα

 

Θα πρέπει να εξηγήσουμε απ’ την αρχή, τα στοιχειώδη, 

για το τι σημαίνει άνθρωπος.

Να εξηγήσουμε πως δεν είναι εξέλιξη του ανθρώπινου είδους 

το χέρι που σπρώχνει στο γκρεμό 

αλλά το χέρι που απλώνεται να σε κρατήσει.

Και ακόμα χειρότερα 

θα πρέπει να εξηγήσουμε απ’ την αρχή

την αξία της ζωής

 

Αχ  Αντώνη μου πως να τα εξηγήσουμε όλα αυτά απ την αρχή;

 

—————————————————————————————————

 

Και δεν ήταν πόλεμος 

δεν ήταν σεισμός 

δεν παιζόταν δα τα μεγάλα συμφέροντα

 

Ένα βήμα ήταν 

όπως αυτό που κάνουν κάθε μέρα εκατομμύρια άνθρωποι 

για να ανέβουν στο λεωφορείο, στο τραμ, 

σ’ ένα αεροπλάνο, σ’ ένα καράβι, σ’ ένα τρένο 

Για να πάνε στη δουλειά τους 

για ένα ταξίδι

για να επιστρέψουν στο σπίτι 

για ένα σαββατοκύριακο, να δουν τα παιδιά τους που τους έλειψαν. 

 

Για εκατομμύρια ανθρώπους, κάθε φορά, 

ένα βήμα γι αυτό που λείπει

όχι για αυτό που περισσεύει.

 

Ένα βήμα ήταν 

ανάμεσα στα πολλά που έκανες κείνη τη μέρα 

για να πας . . .σπίτι σου

 

Τόσο απλό 

Όπως ανοίγουν το πρωί τα βλέφαρα με τον ήχο από το ξυπνητήρι. 

Ή από μια ηλιαχτίδα που περνάει κάθε πρωί μέσα απ’ την ίδια γρίλια 

κι ακουμπάει στο πρόσωπό σου. 

Αχ παιδί μου, πως να το εξηγήσουμε αυτό;

 

Ένα βήμα 

Όπως ανοίγεις ένα μπουκάλι για να πιεις λίγο νερό 

γιατί δίψασες

Όπως ένα θλιμμένο κορίτσι γελάει ξαφνικά, 

βλέποντας το μουτζουρωμένο πρόσωπο ενός μωρού που τρώει σοκολάτα  

Όπως κλαις με μια αδικία που σε πνίγει 

όπως γελάς με ένα αστείο 

όπως ξέχασες κάτι και . . . γυρίζεις να το πάρεις.

Αχ Αντώνη μου πως να τα εξηγήσουμε αυτά;

 

—————————————————————————————————

Αχ βρε παιδί μου 

πόσο δύσκολα μας έβαλες 

Κι όμως αν είχες μπει 

με τον αέρα της σιγουριάς ενός νοικοκύρη που πάει στη δουλειά του

ποιός θα τολμούσε να σε εμποδίσει; 

Μα τώρα θα πρέπει να εξηγήσουμε σε κάθε νοικοκύρη 

πως δεν είναι η αλήθεια αυτή που πρέπει να κρύβει

το βόλεμά του είναι ντροπή 

και εκείνο το εγώ που το κοιμάται όλο το βράδυ αγκαλιά

και το πρωί το βυζαίνει 

για να μπορεί να το σέρνει ολημερίς ανάμεσα στο δούναι και λαβείν

και κάθε πρωί τον ρουφάει όλο και περισσότερο 

και γίνεται όλο και πιο μεγάλο 

για να γίνει κάποτε πιο μεγάλο και από αυτόν 

και να είναι πια αυτό το αφεντικό και αυτός το εμπόρευμα. 

Έτσι που να μη ξεχωρίζετε πια 

ποιος πουλάει και ποιος πουλιέται.

 

Να εξηγήσουμε σε κάθε νοικοκύρη πως ο φόβος δεν είναι σύμβουλος καλός 

είναι ο προθάλαμος του τρόμου

το λίπασμα της φρίκης 

το σκουλήκι που τον τρώει από μέσα 

πριν ακόμα πεθάνει

 

Κι αν ακόμη είχες μπει 

με τον αέρα ενός πετυχημένου δημοσιογράφου 

που δεν χρειάζεται να δίνει εξηγήσεις 

γιατί οι άλλοι δίνουν σε αυτόν,

ποιός θα τολμούσε;

Τώρα;

Πώς θα εξηγήσουμε στους εμπόρους του λόγου και της αλήθειας

τι διαφορά της αξιοπρέπειας απ’ το εμπόριο;

Πως η αναξιοπρέπεια δεν είναι συνάλλαγμα ζωής

Ούτε το κέρδος της ζωής κοστολογείται

Θα πρέπει να εξηγήσουμε απ’ την αρχή 

τι σημαίνει να στέκεσαι στα πόδια σου και τι να σέρνεσαι 

την διαφορά από ένα λουλούδι που ανοίγει 

και από ένα κουφάρι που σαπίζει

Να εξηγήσουμε 

το αναγκαίο και το περιττό

την ουσία και την αθλιότητα

την ομορφιά και την ασχήμια 

Πώς;

Πώς όλα αυτά απ’ την αρχή παιδί μου; 

 

Αν έμπαινες έστω

με τη φόρα ενός στελέχους μεγάλης επιχείρησης 

που δεν έχει χρόνο για περιττές διευκρινήσεις  

Με τη στιβαρότητα ενός στελέχους της κυβέρνησης 

που το βαραίνουν οι ευθύνες 

Με τον αέρα του υπουργού που ξεχειλίζει προς στις κάμερες 

από κατανόηση και ανωτερότητα

Ποιός θα τολμούσε; 

Μα τώρα  

Θα πρέπει να απολυμάνουμε τις οθόνες 

και όπου ο ήχος τους ακούμπησε –

γρύλισμα, μουγκρητό, γεμάτο απάθεια και αίμα. 

Να καθαρίσουμε τα έπιπλα 

να πλύνουμε τους τοίχους 

να τρίψουμε καλά καλά τα πατώματα 

να ασβεστώσουμε μέσα και έξω τις αυλές 

και όταν με όλα αυτά θα έχουμε τελειώσει 

να βγουν τα μηχανήματα του Δήμου 

να πλύνουν τους δρόμους και τις πλατείες

 

Όλα απ’ την αρχή Αντώνη μου 

 

——————————————————————————————————

 

Όλα απ’ την αρχή.

Για να μπορούν να ξαναβγούν τα παιδιά ελεύθερα 

στις αυλές, στους δρόμους και στις πλατείες 

χωρίς να πρέπει να δώσουν εξηγήσεις για κάθε τους βήμα 

χωρίς να φοβούνται μήπως κάποιος τα σπρώξει τόσο μακριά

 

Να μπορούν να πηγαίνουν στο σχολείο τους 

χωρίς να φοβούνται μήπως βρεθούν πεταμένα στην άκρη του δρόμου

μέσα στους βάλτους της απανθρωπιάς του φόβου και της αδιαφορίας

 

Να περνάνε τις μεγάλες καγκελόπορτες των προαυλίων 

χωρίς να φοβούνται μήπως  αφήσουν την τελευταία τους ανάσα 

πιασμένα ανάμεσα στο άψυχο σίδερο της πόρτας  

και στις παγωμένες ψυχές των περαστικών

 

Και όταν στέκονται μπροστά στις θάλασσες και στα ποτάμια  

να φαντάζονται άλλα πράγματα 

παιχνίδια στο νερό, ταξίδια,

και όχι, ότι κάποια μέρα μπορεί να βρεθούν στις όχθες τους νεκρά.

 

Να ανεβαίνουν στα καράβια και στα τρένα 

και να σκέφτονται μόνο 

τον τόπο τους που άφησαν πίσω 

τα αγαπημένα πρόσωπα που αποχαιρέτησαν

ή τα αγαπημένα πρόσωπα που τους περιμένουν 

ή ένα πρόβλημα που τους βασανίζει και βρήκαν λίγο χρόνο να το σκεφτούν

ή τίποτα από όλα αυτά 

Μόνο τη διαδρομή να απολαύσουν.   

 

Να ανεβαίνουν στα καράβια και στα τρένα 

περιπαίζοντας το μέλλον τους, 

τα εμπόδια και τις δυσκολίες, 

λέγοντας «πάμε κι όπου βγει» 

μα όχι από φόβο και αγανάκτηση 

Αλλά με την αισιοδοξία την σιγουριά και την τρέλα της νιότης τους 

πως κι αν σε λάθος προορισμό τα πάνε,

αυτά θα βρουν το δρόμο τους. 

 

————————————————————————————————-

 

Ένα κοστούμι δεν είχες 

Μήτε ένα ψεύτικο αέρα δεν είχες να φορέσεις

Της κοινωνίας το κοστούμι, 

απ’ την αρχή 

ανάποδα ραμμένο. 

Κι έτσι το βήμα σου δεν ήταν σαν των πολλών ανθρώπων 

της φιλήσυχης κοινωνίας των νοικοκυραίων.

Έμοιαζε με εκείνα τα βήματα των γυμνών ποδιών 

με τις πληγές χιλιόμετρα επάνω τους

που ανεβαίνουν στη βάρκα σαν ν’ ανεβαίνουν σε σταυρό 

κι η αποκαθήλωση να περιμένει μεσοπέλαγα.

 

Κι ας μην ερχόσουν από σεισμό 

μήτε από πόλεμο

το βήμα σου σαν των ξεριζωμένων έμοιαζε

Η εικόνα σου, δεν ταίριαζε στον καθρέφτη με την κορνίζα τη χρυσή

Κι αν τις ελπίδες δεν στις γκρέμισε σεισμός  

μήτε πόλεμος δεν σε έδιωξε απ΄ τον τόπο σου  

απ’ το κόσμο μας το γυάλινο, σπρωγμένος έξω από χρόνια 

κατ’ εικόνα και ομοίωση δεν έμοιαζες

Έτσι 

που ετούτο εδώ 

το τελευταίο σπρώξιμο

πολύ απλό φαινόταν.

 

——————————————————————————————-

 

Και τώρα πια, καμία διαφορά

Εδώ που βγήκες, όλα ίδια

Κι αν η ζωή άλλα ταξίδια σ’οριζε 

η ίδια θάλασσα σε άδειασε  και σένα 

Εδώ και εσύ 

με τα ξυπόλητα παιδιά και τα κυνηγημένα

Εδώ κι εσύ 

με τα χρυσά παιδιά, με τα παπούτσια αμέτρητα 

και τα ταξίδια ναυλωμένα από τη γέννα 

Εδώ και εσύ 

με των νοικοκυραίων τα παιδιά 

με τα μεγάλα σχέδια των γονιών τους στα μπαγκάζια 

και τ’ ακριβά πουκάμισα, σημαία σιγουριάς.

 

Τώρα λοιπόν, όλα ίδια 

Κι θάλασσα κι αμμουδιά και τα κορμιά επάνω τους. 

 

Και μη ρωτάς 

Με τέτοιο άνεμο αδιαφορίας στα πανιά τους, κανένας δε ρωτά. 

Μα μη γελιέσαι

Όλοι το ξέρουνε καλά 

Δικές τους είναι οι θάλασσες 

Ιδιοκτησία ατέλειωτη, στα εγώ τους μοιρασμένη.

Την ξέρουνε καλά 

Δικοί τους και οι ανέμοι και τα κύματα 

οι αμμουδιές, τα βράχια

Δικά τους τα καράβια, τα ταξίδια και τα όνειρα  

Και τα ηλιοβασιλέματα ακόμη κι ο ορίζοντας κι η αύρα 

κι αυτά, σε μερτικά δικά τους μοιρασμένα. 

Καλά μοιρασμένα οικόπεδα ευτυχίας με θέα ιδιωτική 

να βλέπει στο εγώ του καθενός 

όχι αλλού. 

 

Όλα δικά τους. Καλά και αγοραία  

Και τα ναυάγια

Αυτά κυρίως.

Γιατί με τα ναυάγιά τους, τις θάλασσές τους φτιάξανε 

Και κάθε βράδυ

για να τις μεγαλώσουν  

πνίγουν εκεί 

ό,τι τους έχει απομείνει.

 

Γι αυτό σου λέω  

μην ρωτάς, 

μην απορείς πως δεν τους ενοχλεί 

που η θάλασσά τους στην ίδια αμμουδιά σε άδειασε και σένα. 

Βόλευε να το συνηθίσουν και αυτό

μαζί με τα άλλα τα ναυάγια.

Έτσι λοιπόν το ξέρουνε καλά 

Πως ό,τι ξερνάν οι θάλασσες με την αγοραία αύρα

οι αμμουδιές τους  δεν το ξεχωρίζουν

Δεν ξεχωρίζεται εκεί ο ξένος κι ο δικός 

μήτε ο τρελός κι ο λογικός 

μήτε το εισιτήριο μετρά, και μήτε το κοστούμι.

Μόνο το ψέμα πια μετρά 

και τ΄ ακριβό το μάρμαρο στους τάφους 

 

Έτσι, για να μείνει μια λάμψη 

από μια φλόγα που δεν άναψαν ποτέ 

από ένα αστέρι που ποτέ δεν κοίταξαν.  

 

Γιατί είναι τα ταξίδια τους κλειστά

και τα καράβια τους από χαρτόνι ιλουστρασιόν 

Κι οι πολιτείες τους πιο βρώμικες 

κι απ τα  νερά του λιμανιού που σ’ έριξαν.   

 

                                                                          Παναγιώτης  Μπάνος

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: