Γιάννης Ρίτσος, οι λέξεις του φλέβες, που μέσα τους αίμα κυλάει!

Ο Ρίτσος καταφέρνει να κάνει ποιητικό κάθε τι μη ποιητικό. Αμακιγιάριστες εικόνες που μιλούν στην καρδιά του λαού!

Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα.

Μονάχος στην δόξα και στο θάνατο.

Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.

Γιάννης Ρίτσος, Η Σονάτα του Σεληνόφωτος.

 

Ο πατέρας μου, ενώ λάτρευε τη μουσική,  ήταν φάλτσος ή τουλάχιστον έτσι ισχυριζόταν ο ίδιος. Δεν τραγουδούσε λοιπόν, παρά μόνο σιγομουρμούριζε. Το δικό μου νανούρισμα από εκείνον ήταν το “Πρωινό Άστρο”, ποίημα που έγραψε ο αγαπημένος του ποιητής όταν ο ίδιος έγινε πατέρας.

Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.

Θέλω να σου φέρω
ένα περιβολάκι
ζωγραφισμένο με λουλουδόσκονη
πάνω στο φτερό μιας πεταλούδας
για να σεργιανάει το γαλανό όνειρό σου […]

Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία μου με τον Γιάννη Ρίτσο, τον ποιητή που θα σημάδευε πραγματικά το κάθε μου βήμα. ‘Οπως λέει κι ένας φίλος καλός, ποιητής κι αυτός “Εσύ έχει το Ρίτσο, Ευαγγέλιο κάτω από το μαξιλάρι σου”.  Αργότερα θα τον γνώριζα και θα τον ανακάλυπτα μόνη. Μια εργασία στο πρώτο έτος της φιλοσοφικής για την “Τέταρτη Διάσταση” θα ήταν η αφορμή για μια μεγάλη αγάπη.

Γεννημένος την Πρωτομαγιά του 1909 στη Μονεμβασιά, ήταν το μικρότερο παιδί του Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζουναρά. Ο Γιάννης ερχόταν μετά τη Νίνα, το Μίμη και τη Λούλα, να ολοκληρώσει τη χαρά της οικογένειας. Η ελευθερία στα ονόματα των γονιών του, λες και λειτούργησε συμβολικά πάνω στο μικρό τότε αγόρι, που έμελλε να περάσει στην αιωνιότητα με τις γεμάτες φλέβες λέξεις του.

Ο Ρίτσος λάτρευε τον τόπο του, τον έχει άλλωστε πολυτραγουδήσει. Λάτρευε και τα τρία μεγαλύτερα αδέλφια του τη Νίνα (1898-1970), το Μίμη (1899-1921) και τη Λούλα (1908- 1995).

Πρώτο του σχολείο, το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς από το οποίο θα αποφοιτήσει το 1919.  Ζωγραφίζει, παίζει πιάνο και έχει ήδη ξεκινήσει να γράφει ποίηση. Η μητέρα του, που και η ίδια γράφει και μιλά με στιχάκια, τον ενθαρρύνει “Να δεις που μια μέρα ο Γιάννης, θα γίνει διάδοχος του Παλαμά”, λέει όλο καμάρι στην κόρη της Λούλα. Δύο χρόνια αργότερα το 1921, η χρονιά, που ο ποιητής μπαίνει στην εφηβεία, είναι η χρονιά που θα χάσει τον αδερφό και τη μητέρα του από φυματίωση. Τα ανέμελα παιδικά χρόνια θα τσακιστούν από την απώλεια των αγαπημένων. Η Ελευθερία Βουζουναρά δεν θα προλάβει να δει ότι θα βγει αληθινή η πρόβλεψή της για το γιο της. Ο γερο Παλαμάς διέγνωσε από νωρίς την αξία του νεαρού ομότεχνού του. «Το Ρίτσο δίχως να προσμείνω από τα νέα του χρόνια τον εχαιρέτησα:

«Το ποίημά σου το πικρό το ζουν ιχώρ κι αιθέρας
καθάριος όρθρος της αυγής, μηνάει το φως της μέρας.
Σε μια φρικίαση τραγική χαμoγελάει μιας πλάσης
ρυθμός. Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις»

Ο μεγαλοκτηματίας Ελευθέριος Ρίτσος συντετριμμένος από το χαμό της γυναίκας και του παιδιού του, χάνει σιγά σιγά την περιουσία του. Ο μικρός Γιάννης με τη βοήθεια ενός θείου, θα γραφτεί στο Γυμνάσιο Γυθείου. Το 1924 θα δημοσιεύσει τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό «Διάπλαση των Παίδων» με το ψευδώνυμο «Ιδανικόν Όραμα».

Το 1925 θα τελειώσει το γυμνάσιο και θα φύγει από το Γύθειο,  με την αδερφή του Λούλα για την Αθήνα. Η οικονομική καταστροφή του πατέρα του αναγκάζει τον ποιητή να εργαστεί για τα προς το ζην, αρχικά ως δακτυλογράφος, καλλιγράφος και στη συνέχεια ως αντιγραφέας στην Εθνική Τράπεζα. Η αδελφή του εισάγεται στη Φιλοσοφική, ενώ ο ίδιος επιλέγει το δρόμο της αυτοδιδαχής, διαβάζει και γράφει πολύ. Γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας, χωρίς να μπορέσει ποτέ να φοιτήσει. Συνέχισε να εργάζεται ως βοηθός βιβλιοθηκαρίου και γραφέας στο Δικηγορικό Σύλλογο της Αθήνας. «Σπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στην σύγχρονη σχολή του αγώνα», θα έλεγε ο ίδιος.

Σε ηλικία 18 ετών ο Ρίτσος έχει την πρώτη του αιμόπτυση. Η αδελφή του θορυβημένη τον πηγαίνει στο νοσοκομείο. Τον Ιανουάριο του 1927 νοσηλεύτηκε στην κλινική Παπαδημητρίου κι έπειτα μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο “Σωτηρία”. Εκεί στο σανατόριο, στη Σωτηρία, θα γνωρίσει τη Μαρία Πολυδούρη. Το αρχείο του Ρίτσου καταστράφηκε δύο φορές, στη μία εκ των οποίων χάθηκε δυστυχώς,  η μεταξύ τους αλληλογραφία.

Εκτός από τη μεγάλη ποιήτρια στο σανατόριο θα γνωρίσει και τους μελλοντικούς του συντρόφους. “Χάρη στη φυματίωση” ο Ρίτσος έγινε κομμουνιστής κι έτσι αμετανόητος παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του πιστός στα ιδανικά του. Νοσηλευόμενος έγραψε κάποια ποιήματά του, που δημοσιεύτηκαν στο φιλολογικό παράρτημα της Εγκυκλοπαίδειας «Πυρσός». Από το φθινόπωρο του 1930 και για ένα χρόνο έζησε στα Χανιά, αρχικά στο φθισιατρείο της Καψαλώνας και μετά από προσωπική του καταγγελία των άθλιων συνθηκών ζωής που επικρατούσαν εκεί, μεταφέρθηκε μαζί με όλους τους τρόφιμους στο σανατόριο Άγιος Ιωάννης.

Η αρρώστια δεν θα τον κάμψει, είναι αποφασισμένος να τη νικήσει και να προχωρήσει. Θα ζήσει.

 

Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της 
και συ να λείπεις.
Να `ρχονται οι άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα 
και συ να λείπεις.
Να `ρχονται τα κορίτσια στο παγκάκι του κήπου 
με χρωματιστά φορέματα 
και συ να λείπεις.
Το 1933 συνεργάστηκε με το αριστερό περιοδικό «Πρωτοπόροι» και για τέσσερα χρόνια δούλεψε ως ηθοποιός με τους θιάσους Ζωζώς Νταλμάς, Ριτσιάρδη, Παπαϊωάννου και Μακέδου. Εξακολουθούσε να κάνει περιστιακές δουλειές για να ζήσει, εργάζεται ως  χορευτής ή  επιμελητής εκδόσεων, ενώ παράλληλα γράφει.
Το 1934, είναι μια σημαντική για εκείνον χρονιά, εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο “Τρακτέρ” με το ψευδώνυμο Σοστίρ (αναγραμματισμό του επιθέτου του) και γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος,

Η δεύτερη ποιητική του συλλογή θα έρθει ένα χρόνο αργότερα, το 1935  με τίτλο «Πυραμίδες». Ο ποιητής την ίδια χρονιά, προσλαμβάνεται ως επιμελητής κειμένων στις εκδόσεις «Γκοβόστη».

Στις 9 του Μάη του 1936 η βίαιη καταστολή του καπνεργατικού κινήματος στη Θεσσαλονίκη και η φωτογραφία μιας μητέρας που θρηνεί στη μέση του δρόμου το σκοτωμένο παιδί της, συγκλονίζει το Ρίτσο, ο οποίος γράφει τον “Επιτάφιο”

 

 

Η ποίησή του διακρίνεται για τον κοινωνικό της προσανατολισμό, τη συναισθηματική της ένταση, την αισθητική αρτιότητα και την πολυσημία. Ο Ρίτσος έρχεται και φέρνει κάτι ολότελα δικό του. Το αυτοβιογραφικό στοιχείο , η προβολή καθημερινών σκηνών ή και προσωπικών βιωμάτων, αναδεικνύονται μέσα στο έργο του. Ο Ρίτσος καταφέρνει να κάνει ποιητικό κάθε τι μη ποιητικό. Αμακιγιάριστες εικόνες που μιλούν στην καρδιά του λαού!

Θα πολεμηθεί φυσικά πολύ νωρίς από το κατεστημένο, ένας αντάρτης ποιητής και ένας άνθρωπος αγωνιστής, φαντάζει τρομερά επικίνδυνος με τέτοια απήχηση στον κόσμο. Τα 10.000 αντίτυπα του Επιταφίου θα γίνουν ανάρπαστα. Μόλις τα  τελευταία 250 θα  προλάβει να κάψει δημοσίως, η δικτατορία του Μεταξά, μαζί με έργα άλλων “αντιφρονούντων”. Ο Ρίτσος θα έγραφε ιστορία, καθώς τα ποιήματά του μελοποιημένα θα συντρόφευαν τους νέους αγώνες που έρχονταν, αλλά και τους ένδοξους νεκρούς, Γρηγόρη Λμαπράκη και Σωτήρη Πέτρουλα.

Στις αρχές του 1937 η αδελφή του, Λούλα εισήλθε στο Δημόσιο Ψυχιατρείο στο Δαφνί, κλονισμένη από τις απώλειες των οικείων τους, την κατάσταση του πατέρα της κι ανήσυχη για τις αιμοπτύσεις του ποιητή. Ο ίδιος  ο Ρίτσος που νοσηλευόταν στο σανατόριο της Πάρνηθας θα  γράψει με αφορμή την ασθένειά της, την ποιητική σύνθεση «Το τραγούδι της αδελφής μου», ένα από τα ωραιότερα λυρικά της νεοελληνικής ποίησης.

Αδελφή μου,

μονάχα εσύ μου απόμενες

ν’ ακουμπώ στην καρδιά σου

και ν’ ακούω το σφυγμό των ανθρώπων.

Κάτω απ’ τους θόλους των ματιών σου

ταξίδευε η ζωή μου.

Είναι αυτή η στιγμή που ο Παλαμάς θα χαιρετίσει το Ρίτσο με τη γνωστή φράση “Παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις” και θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων. Τόσο νέος ο Ρίτσος και τόσο κομμουνιστής για τα γούστα τους, που δεν διανοούνται πως ο πατριάρχης της ελληνικής ποίησης του παραδίδει τρόπον τινά το σκήπτρο της διαδοχής.

Το 1938 κυκλοφορεί η «Εαρινή Συμφωνία» και προσλαμβάνεται στο Εθνικό Θέατρο. Δύο χρόνια αργότερα, εκδίδει την «Παλιά μαζούρκα σε ρυθμό βροχής» και προσλαμβάνεται ως χορευτής στη Λυρική Σκηνή.

Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος. Το σπίτι του θα μετατραπεί σε σημείο συνάντησης και συζήτησης για ποίηση και επανάσταση.  Συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ. Οι κακουχίες και η έλειψη τροφής χτυπούν την πόρτα. Ο Ρίτσος ζει, μόνο με τη θέλησή του όπως θυμούνται φίλοι και σύντροφοί του. Δεν κινείται και δεν κουράζεται περιττά, παρά μόνο όταν τον επισκέπτονται σύντροφοι για να μιλήσουν. Το μόνο φαγητό του Ρίτσου στην Κατοχή του το έφερνε ο Ανδρέας Φραγκιάς που δούλευε στα λαϊκά συσσίτια στο Περιστέρι και είχε δικαίωμα διπλής μερίδας. Λίγο πλιγούρι σε ένα τενεκεδάκι. Ήταν το μόνο που δεχόταν. Θα αρνηθεί  να δεχτεί χρήματα από έρανο, με κίνδυνο να χάσει τη ζωή του το 1942, από τις κακουχίες, όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες του 1942.

Έπειτα θα ακολουθήσει τις δυνάμεις του Ε.Λ.Α.Σ στη σύμπτυξη.  Θα περάσει από τη Λαμία, όπου θα συναντήσει τον Άρη Βελουχιώτη.

Ο Άρης, παραμύθι-αλήθεια

Πριν κάμποσο καιρό, πάνου στη Λιάκουρα, στο αετοχώρι

το Δαδί, ρώτησα ένα παιδί ως οχτώ χρονώ:

– Τον ξέρεις τον Άρη;

– Ναι, μου λέει. Τον ξέρω.

– Τον είδες ποτέ σου;

– Όχι. Μα τόνε ξέρω.

– Πώς είναι;

– Τρεις βολές πιο αψηλός απ’ τον πατέρα μου. Κι έχει ένα

μεγάλο-μεγάλο κόκκινο άλογο. Και πίσω τον ακολουθάει

πάντοτες ένας τρανός αητός με μια σημαία.

Μιαν άλλη φορά, στα Τρίκαλα, ρώτησα ένα «αετόπουλο»

που πέρναγε τις γραμμές του οχτρού μεταφέροντας μαντάτα

στους αντάρτες μέσα στο κούφωμα ενός καλαμιού.

– Γιωργή, τον ξέρεις τον Άρη;

– Τόνε ξέρω.

– Τον είδες ποτέ σου;

– Τον είδα με τα μάτια μου.

– Πώς είναι;

– Έχει μακριά γένεια κι ένα αληθινό άστρο στο μαύρο σκού-

φο του. Κι άμα μιλάει -κι ας χιονίζει ακόμα- γίνεται

μονομιάς πολλή ζέστα. Κι όταν ακούνε το όνομά του οι Γερ-

μανοί κρύβουνται σα λαγοί μέσα στα δάσα.

Ένα μεγάλο κόκκινο άλογο, ένας αητός με μια σημαία, ένα

άστρο αληθινό, πολλή ζέστα -αυτός είναι ο Άρης των παι-

διών και των μεγάλων.

Και γω που δυο φορές όλο-όλο τον αντάμωσα, έτσι σαν τα

παιδιά και γω, έτσι τον βλέπω και τον τραγουδάω τον ΑΡΗ.

 

Ύστερα φθάνει μέχρι την Κοζάνη, όπου και θα ανεβάσει  το θεατρικό του «Η Αθήνα στ’ άρματα».  Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου θα γράψει τη «Ρωμιοσύνη», έργο που θα τον χαρακτηρίσει καθώς θεωρείται “ο ποιητής της Ρωμιοσύνης”. Μελοποιημένο από το Μίκη Θεοδωράκη το 1966, θα κάνει το γύρο του κόσμου.

Καθώς ο Ρίτσος δε βολεύεται με λιγότερο ουρανό κι η καρδιά του αναζητά μόνο το δίκιο, τον περιμένει εξορία κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Το Κοντοπούλι της Λήμνου (1948), η Μακρόνησος (1949) και Ο Άη Στράτης  (1950-1951), θα αποτελέσουν τόπους εξορίας για τον ποιητή, ο οποίος θα αντέξει, θα βγει αγέρωχος και αήττητος για άλλη μια φορά. Παρότι στον Άγιο Ευστράτιο θα μεταφερθεί  πάρα πολύ άρρωστος,  θα κάνει την εξορία δύναμη, θα γράψει, θα γράψει πάνω σε πουκάμισα σκοτωμένων.

“Όλοι πεινάνε, όλοι σκοτώνονται 

και ΚΑΝΕΝΑΣ δεν πέθανε”

 

Το 1947 εκδίδεται το Καπνισμένο Τσουκάλι, το οποίο μελοποίησε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης ο Χρήστος Λεοντής και ερμήνευσε ο Νίκος Ξυλούρης.

“Ηταν μακρύς ο δρόμος ως εδώ! Πολύ μακρύς αδελφέ μου.
Οι χειροπέδες βάραιναν τα χέρια. Τα βράδια
που ο μικρός γλόμπος κουνούσε το κεφάλι του λέγοντας “πέρασε η ώρα”
εμείς διαβάζαμε την ιστορία του κόσμου σε μικρά ονόματα
σε κάποιες χρονολογίες σκαλισμένες με το νύχι στους τοίχους
των φυλακών,
σε κάτι παιδιάστικα σχέδια των μελλοθανάτων…”

 

Τον Αύγουστο του 1952 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά από την άσκηση πιέσων καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο για την αποφυλάκισή του. Ο Νερούδα, ο Ελυάρ και ο Πικάσο, φωνάζουν για την απελευθέρωση του σπουδαίου Έλληνα λογοτέχνη. Έρχονταν μέρες γαλήνης.  Το 1954 θα παντρευτεί την αγαπημένη του Φηλίτσα Γεωργιάδου, παιδίατρο από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μία κόρη, την Έρη (1955). Η συζυγός του μια σπουδαία γυναίκα, δεν έζησε ποτέ στη σκιά του ποιητή, ήταν πλάι του, αυτόφωτη η ίδια εμ μεγάλη προσφορά.  Τα χρόνια που μετακόμισαν οικογενειακώς στη Σάμο, θα είναι τα ευτυχέστερα της ζωής του. Η γέννηση της κόρης του φωτίζει τον κόσμο του.

Η Σάμος θα αποτελέσει για αυτόν, μετά τη Μονεμβασιά του, μια δέυτερη πηγή έμπνευσης. Αρχίζει να γράφει τα έργα της ώριμης περιόδου του. Η “Σονάτα του Σεληνόφωτος”, ένα ποιητικό αριστούργημα που θα τιμηθεί με το κρατικό βραβείο ποίησης είναι έργο αυτής της περιόδου. Όταν το διάβασε ο σπουδαίος γάλλος ποιητής και συγγραφέας Λουί Αραγκόν (1897-1982) αισθάνθηκε «το βίαιο τράνταγμα μιας μεγαλοφυΐας» και αποφάνθηκε πως ο δημιουργός του είναι «ο μεγαλύτερος από τους ποιητές του καιρού μας που βρίσκονται στη ζωή». Το 1956  θα ταξίδεψει στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων.

Η συνάντησή του με το Ναζίμ Χικμέτ, το 1962 στη Ρουμανία θα σταθεί αφορμή ενός μεγάλου μεταφραστικού επιτεύγματος. Ο Ρίτσος θα μεταφράσει Χικμέτ στα ελληνικά, θα δώσει έτσι στο ελληνικό κοινό την ευκαιρία να γνωρίσει έναν σπουδαίο δημιουργό.

Το 1964 θα συμμετάσχει  στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ.

Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, τον έχει στο στόχαστρο όπως και τους συντρόφους του. Ο Ρίτσος θα αρνηθεί να εγκαταλείψει το σπίτι του παρά τις προειδοποιήσεις των φίλων του για τη σύλληψή του.  Θα συλληφθεί και θα κλειστεί στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Λίγο αργότερα θα μεταφερθεί στη Γυάρο και έπειτα στο Παρθένι της Λέρου. Νέα χώματα εξορίας, νέες μέρες στα κελιά,  νέοι φύλακες, νέοι στίχοι που θα γεννηθούν…Στη βαλίτσα του, ένα καμινέτο, ένα μπρίκι, δύο φλιτζάνια, δύο αλλαξιές ρούχα. Ήταν πάντα ευγενικός, καλοντυμένος, με το λευκό του κοστούμι και τα καλογυαλισμένα του παπούτσια. Ποτέ λυγισμένος! Ήξερε πως αν δεν έβγαινε ζωντανός από εκεί μέσα θα είχε προσθέσει στο έργο του, μα και στην ιστορία ένα μεγάλο κεφάλαιο!

Το 1968 νοσηλεύθηκε στον «Άγιο Σάββα» και στη συνέχεια τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του στο Καρλόβασι της Σάμου. Το 1970 επέστρεψε στην Αθήνα, μετά όμως από άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου εξορίστηκε εκ νέου στη Σάμο ως το τέλος του χρόνου που μπήκε για εγχείρηση στη Γενική Κλινική Αθηνών.

Ο Πάμπλο Νερούδα όταν παραλάβει το Νόμπελ Λογοτεχνίας θα αναφωνήσει “Ζήτω ο Γιάννης”, με τη σκέψη στον κομμουνιστή ποιητή, που βρίσκεται εξόριστος.

Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Μετά την πτώση της δικτατορίας αρχίζει να δέχεται από παντού προτάσεις γαι βραβεία και διακρίσεις. Νόμπελ δεν θα πάρει, γιατί μπορεί η χούντα να έφυγε, μα το αντικομμουνιστικό μένος δεν είχε φύγει ποτέ. Θα τιμηθεί με το βραβείο Λένιν για την ειρήνη και τη φιλία των λαών. Το έργο του θα γίνει ευρύτερα γνωστό, γνωρίζοντας αλλεπάλληλες εκδόσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό.

Παρά τη διεθνή αναγνώριση ο Γιάννης Ρίτσος, θα παραμείνει σεμνός, εγκάρδιος και προσήνης, πιστός στα ιδανικά του και φοβερός δουλευτής.  Γράφει με πυρετώδεις ρυθμούς. Το 1975 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τιμήθηκε με το μεγάλο γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί». Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» στη Μόσχα. Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια αναγορεύσεις του σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια: Μπίρμιγχαμ (1978), Καρλ Μαρξ της Λειψίας (1984) και Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1987). Το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ.

Ο μεγάλος ποιητής, το δικό μας Ευαγγέλιο κάτω από το μαξιλάρι, έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα ,στις 11 Νοεμβρίου το 1990, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές. Έχει ταφεί στη Μονεμβασιά που τόσο αγάπησε!

 

 

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: