Γιώργος Ηρακλέους – Η εξομολόγηση

Όλα τα παιδικά μου παράπονα
στον καπνό του πρωινού τσιγάρου,
μαύρες μέρες, η πόλη σκοτεινή,
μοναξιά, κάποιος αγκαλιάζει
το άγαλμα στο πάρκο και κλαίει…
Ποια η αρχή και ποιο το τέλος;

Στο άνοιγμα της πόρτας οι γονείς μου,
πεθαμένοι από χρόνια,
μου χαμογελάνε φορώντας
τα παλιά τους πανωφόρια…
Ονειρεύομαι ή ζω;

Όλα τα παιδικά μου παράπονα
στον καπνό του πρωινού τσιγάρου,
μαύρες μέρες, η πόλη σκοτεινή,
μοναξιά, κάποιος αγκαλιάζει
το άγαλμα στο πάρκο και κλαίει…
Ποια η αρχή και ποιο το τέλος;

Σβησμένα τα φώτα του καφενείου,
στο μισοσκόταδο ακούγονται πενιές,
κοιτάζω στο συρτάρι του γραφείου το σφουγγάρι
που κράτησα απ’ το παλιό σχολείο μου,
δάσκαλος μαζί και μαθητής.

Τηλεφωνικοί θάλαμοι στη γραμμή,
δεν έχω με ποιον να μιλήσω…
Ένα μονάχα με πονάει βαθιά,
το πώς θ’ αντέξω να φέρω
μέχρι το τέλος τη μοίρα μου,
τα τόσα λόγια που δεν είπα,
τα τόσα που ήθελα να κάνω
και δεν έκανα!

       3/1/2023

                                                        Από τη συλλογή: «Τα λυρικά»

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: