Γιώργος Ηρακλέους: «Ρήματα, ο άρτος της ζωής» – Β’ Μέρος

Σήμερα σας παρουσιάζουμε ποιήματα από τη Β’ ενότητα της συλλογής του γνωστού συγγραφέα και ποιητή, με ειδικό τίτλο “Διάλογος με τους ποιητές”. Στην ενότητα αυτή ο Γιώργος “συζητάει” με τους αγαπημένους του ποιητές και συγγραφείς για την τέχνη τους και διάφορα επίκαιρα και διαχρονικά θέματα και προβλήματα.

Σας έχουμε ήδη προαναγγείλει την έκδοση της ποιητικής συλλογής του Γιώργου Ηρακλέους, με τίτλο «Ρήματα, ο άρτος της ζωής» και δημοσιεύσαμε και δύο ενδεικτικά ποιήματα από την πρώτη ενότητα αυτής της συλλογής.

Σήμερα σας παρουσιάζουμε ποιήματα από τη Β’ ενότητα της συλλογής του γνωστού συγγραφέα και ποιητή, προέδρου του Λαϊκού Πανεπιστήμιου Αγίου Δημητρίου, με ειδικό τίτλο “Διάλογος με τους ποιητές”. Στην ενότητα αυτή ο Γιώργος “συζητάει” με τους αγαπημένους του ποιητές και συγγραφείς για την τέχνη τους και διάφορα επίκαιρα και διαχρονικά θέματα και προβλήματα. ( Κ. Καβάφη, Γ. Σεφέρη, Γ. Ρίτσο, Α. Παπαδιαμάντη, Μπ. Μπρεχτ, Κ. Δημουλά κ.α).

Σας δίνουμε λοιπόν σήμερα δύο από τα ποιήματα αυτής της ενότητας:

  1. 1. “Του Γιάννη Ρίτσου και του κυρ’ Αλέξανδρου …”, όπου απευθύνεται στον Γιάννη Ρίτσο και στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη που λατρεύει. Σ’ έναν μονόλογο ποιητικό περιγράφει εικόνες από την καθημερινή ζωή στην Αθήνα σήμερα και επιβεβαιώνει την επιστημονική σκέψη του Ρίτσου από το ποίημά του “Ανυπόταχτη πολιτεία”, στο οποίο ο ποιητής προβλέπει από το 1953 την υποταγή της Ελλάδας σε ξένες υποκουλτούρες. Παρακινεί να αλλάξουνε τα πράγματα και δείχνει τον τρόπο. Και
  2. 2. “Με τον τρόπο του Γιώργου Σεφέρη”, όπου “συνομιλεί” με τον πολυαγαπημένο του ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Μιλάνε για την Ελλάδα που με τις πληγές της, που με όσα γίνονται πληγώνει τον Σεφέρη άλλα και τον Ηρακλέους, γι αυτό και πίνουνε χρόνια φαρμάκι μαζί σε ρεμπέτικο ποτηράκι γιατί το ρεμπέτικο κλαίει για την Ελλάδα μας. Το καφενείο αυτό όπως γράφει μας φαρμακώνει. Στο τέλος φοβάται να ακολουθήσει τον Σεφέρη, να ανοίξουνε μαζί πανιά για το άγνωστο, επειδή αγαπάει τόσο πολύ την Ελλάδα, τον πολιτισμό, την γλώσσα και τα έθιμα της, που θέλει αφού είναι η ψυχή του, να ξεψυχήσει μαζί της.

Του Γιάννη Ρίτσου και του κυρ’ Αλέξανδρου…

Άνθρωποι νέοι, γέροι και παιδιά ζητιανεύουνε παντού μες την Αθήνα. Στους δρόμους, στα βαγόνια, στις γωνιές, στην είσοδο των σούπερ μάρκετ, διακονεύουν τρόφιμα, ψωμί και λίγα σκουριασμένα κέρματα.
Σαν δαίμονες οι ενοχές πολιορκούνε ψυχές και σώματα.
Τα μεγάφωνα φωνάζουνε αυστηρά:
απαγορεύεται η επαιτεία, αποβιβαστείτε.
Η νύχτα δεν λέει να ξημερώσει…

Ποιος διαφεντεύει; Ποιος ορίζει; Ποιος μας κυνηγά; Άστεγοι περιπλανιούνται, ξεκληρισμένοι και πουλάνε τη Σχεδία, όμως σχεδία σωτηρίας δεν υπάρχει.
Άλλοι σκοτώνουνε και ληστεύουνε με το παραμικρό.
Μικρά κορίτσια, νεαρές μανάδες ρίχνουν τα νεογέννητα τα βρέφη τους νεκρά σε σκουπιδότοπους και κάδους σχιζοφρένειας ή σε γιαπιά κι απόμακρες ερημικές παραλίες.

Γριούλες αφηγούνται στον ηλεκτρικό ιστορίες,
δείχνοντας πιστοποιητικά καρκινοπάθειας, χαρτιά ψυχιατρείων κι άλλα πολλά σημάδια της ανάπηρης ζωής.
Νέοι με τρύπια χέρια απ’ τις ενέσεις, με τα κουρέλια τους μαζί χορεύουνε τον ίδιο το χορό των κολασμένων, κανείς δεν ψάχνει για τους αυτουργούς.

Εικόνες του ελεύθερου κόσμου, χωρίς καμιά ελευθερία…
Η ανυπόταχτη πολιτεία σου, Γιάννη Ρίτσο, με τα περήφανα τραγούδια του ΕΑΜ, γέμισε ξανά με φωτεινές πολύχρωμες επιγραφές, ευρωπαϊκές και αμερικάνικες είναι πάλι.
Δε φτάνει το ανάθεμα στον Ιλισσό, κυρ’ Αλέξανδρε,
ούτε το λιβάνι στον μικρό προφήτη Ελισσαίο.
Πρέπει γρήγορα να πάρουμε ξανά στα χέρια μας, αυτό που λέγαμε ζωή μας, πριν πάνε όλα τα χρόνια μας χαμένα, πριν γίνουν κόκκινη σταγόνα στη βροχή.

2014, 17 Νοέμβρη, Καλλιθέα

Γιώργος Ηρακλέους

Με τον τρόπο του Γιώργου Σεφέρη

Η μέρα πάλι, δε λέει να ξεψυχήσει στα δάση και τις αμμουδιές.
Η τρελή μάνα δεν ξαγρυπνάει πια στα τρίστρατα, δεν φέγγει το φεγγάρι τις σκοτεινές ψυχές για να φανερωθούν.
Στο περιβόλι με τα λουλούδια έσβησες τις ρυτίδες σου για πάντα, τα μυστικά της θάλασσας σου δείξανε τα μάγια και τον τρόπο
ν’ απλώνεις ρίζες στις πέτρες της υπομονής,
να ανοίγεις τα φτερά στον έναστρο ουρανό.

Πίνουμε χρόνια φαρμάκι μαζί σε ποτηράκι από ρεμπέτικο τραγούδι, σ’ αυτόν τον καφενέ που μας πληγώνει.
Κι όλο γερνάμε στα αλειτούργητα ξωκλήσια των Κυκλάδων.
Το μαύρο περιστέρι δε θα μας προφτάσει, του έστησα ξόβεργα μες τις ανηφοριές.

Η νύχτα αυτή δεν μας χωράει.
Καιρός να ανοίξουνε πανιά οι ψυχές μας, να ταξιδέψουν.
Όμως, φοβάμαι να σε ακολουθήσω,
θέλω να μείνω εδώ στην ταραγμένη μου ζωή, αυτή που δεν λέει με τίποτα να ξεψυχήσει…

1η Μαρτίου 2018

Γ.Ηρακλέους

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: