Γιώργος Ηρακλέους – Τα αιχμάλωτα μάτια
“Εγώ μένω εδώ,
μισότρελος χωρίς νερό και ρούχα
την εποχή της μεγάλης ξηρασίας…”
Η βιασύνη να ξεφύγεις, σε οδηγεί να μη βλέπεις τίποτα, ούτε γύρω ούτε μέσα σου…
Τα αιχμάλωτα μάτια
Από παιδί στα μάτια μου μια εικόνα,
το τρένο της φυγής σταματημένο
σ’ ένα παλιό σταθμό,
δε λέει να ξεκινήσει,
δε βρίσκει ράγες να ταξιδέψει.
Εγώ μένω εδώ,
μισότρελος χωρίς νερό και ρούχα
την εποχή της μεγάλης ξηρασίας,
όταν χάνει το χρώμα του ο ουρανός,
ριζώνω γερά στα υγρά μου θεμέλια!
Δε θα ’πρεπε να ήμουνα παιδί,
θα ’πρεπε να ’μουν σύννεφο,
να βλέπω ολόκληρη τη γη,
που τη στερήθηκα…
Τόσο πολύ αγάπησα τ’ αστέρια,
γι’ αυτό ίσως μου δείξουνε
τον δρόμο των ονείρων,
πριν με καταβροχθίσουν
τα σκυλιά που αλυχτάνε…
Πάλεψα πολύ να βρω τον ποταμό του ήλιου,
ματώσανε τα χέρια μου απ’ τα αγκάθια,
κλείνω τα μάτια,
για να δω πιο βαθύ το σκοτάδι,
τα αυτιά μου τα σφραγίζω με κερί
να μην ακούω να ψιθυρίζουνε το όνομα μου.
Δεν έχω όνομα πια…
Φυτρώνει κάτι απ’ το θάνατο μες το κορμί μου,
το πλέκω στεφάνι για να καταργήσουνε
τα μάτια οι τυφλοί
κι εγώ να γλιστρήσω απ’ το δέρμα μου,
τα εύκολα και τα άπιαστα να σβήσω στη σκηνή,
να τα σκοτώσω με τον άγριο θυμό
του ανεκπλήρωτου μες τα αιχμάλωτα μάτια μου…
Γιώργος Ηρακλέους