Το γράμμα του Γιάννη Ρίτσου
Δυο ποιήματα που γράφτηκαν για τον Γιάννη Ρίτσο, από τον Οζντεμίρ Ιντζέ, Τούρκο ποιητή, συγγραφέα, δημοσιογράφο και μεταφραστή του ποιητή της Ρωμιοσύνης. Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε σαν σήμερα, την Πρωτομαγιά του 1909, στην Μονεμβασιά.
Πρόλογος
Κάποτε μια λέξη ψάχνει ο ποιητής, περιμένει,
τη λέξη – κλειδί για ν’ αρχίσει το ποίημα,
μιάν οπτασία, έναν ήχο, ένα άρωμα,
και κάποτε κάτι οτιδήποτε, ένα ίχνος κίνησης.
Όλα υπάρχουν, τόσο όσα δε θέλει·
θεάματα πυρρού ασβέστη: Λήμνος, Άι – Στράτης,
τρεις λέξεις μάρτυρες: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος·
εξορίες διηγούνται, βασανιστήρια, τα κόκαλα που ανατριχιάζουν.
Δέντρα: ελιές, πλατάνια, συκιές, ευκάλυπτοι.
Τοίχοι: ασπροβαμμένοι των κήπων φράχτες.
Ήχοι: άροτρα, κουδουνάκια, κατσικιών βέλασμα.
Και πόσα άλλα: πέτρες ασβέστη, πράσινες και γαλάζιες.
Και μια φωτογραφία, λίγο παλιά:
μια χαμογελαστή γυναίκα με κοντά μαλλιά, γλυκομελάχρινη,
ένα παιδί, σγουρόμαλλο, τρίω – τέσσερω χρονώ,
και ένας άντρας, με κοντό παντελόνι,
τα χέρια σταυρωμένα, γυμνό το στήθος
και ζώνη στρατιώτη στη μέση του.
Μια ζώνη στρατιώτη, ολόιδια
μ’ άσπρες κλωστές που μπερδεύουν στα δάχτυλα,
να τα θυμούνται, να μην ξεχαστούν,
αν κάποτε τα χρειαστεί κάποιος ερμηνευτής της ιστορίας.
Γελάει ο άντρας, ευτυχισμένος θα’ λεγε κανείς,
«πιο λίγο ουρανό δε θέλω» σαν να λέει.
Μόνον ένας εργάτης – ποιητής μπορεί να στέκεται έτσι ορθός,
μετά από τόσα βάσανα, τόσες δοκιμασίες.
Καρλόβασι, Σάμος, 31 Αυγούστου 1978
Άγκυρα, 25 Σεπτεμβρίου 1978
*
Το γράμμα του Γιάννη Ρίτσου
Ένα γράμμα ήρθε σήμερα απ’ το Γιάννη Ρίτσο,
σε κίτρινο ανοιχτό χαρτί μαύρο μελάνι,
τεκμήριο εξουσιοδότησης του Δάσκαλου – σε μένα –
μήνυμα στα νερά, στα χόρτα, στα βουνά,
φερμάνι σε δέρμα δορκάδας,
οικόσημο πάνω στην πύλη μιας καρδιάς.
Ένα γράμμα ήρθε σήμερα απ’ το Γιάννη Ρίτσο.
Τα γράμματα ελεύθερα είναι να μοιάζουν τα πάντα:
διάφανα είναι κάποτε, όσο φωνή που νίκησε την οδύνη,
νερό της στάμνας δροσερό, που να το πιούν περιμένει,
το πρόσωπο ίσως της Αθηνάς Παναγούλη ανάμεσα στα τόσα πρόσωπα,
ανάμεσα στα τόσα χέρια της μάνας μου τα χέρια που μυρίζουν σαπούνι,
αγνάντεμα της θάλασσας από την Σαντορίνη.
Ένα γράμμα ήρθε σήμερα απ’ το Γιάννη Ρίτσο,
σε είκοσι σωστές γραμμές ένας κόσμος.
Αν πάω να χτυπήσω την πόρτα του, κι ήρθα σε σένα, δάσκαλε,
του πω, ήρθα να προστατέψω την ειρήνη, τις ελευθερίες,
να μη σκοτώνουνε πια τα παιδιά μας το ένα το άλλο,
ήρθα να στρώσουμε τραπέζι: μ’ ελιές, ντομάτες και μ’ άσπρο τυρί,
ν’ ανοίξουμε μια ρετσίνα, ένα μπουκάλι ρακί,
στους ανέμους, στις θάλασσες, στις φιλίες να πιούμε,
κι αν του πω, θέλεις ν’ ανοίξουμε ένα καπνάδικο μαζί,
ξέρω καλά τι θα μου απαντήσει, το ξέρω σαν το γάλα της μάνας μου.
Γι’ αυτό γιορτάσαμε από πριν τη γιορτή με τους φίλους,
ήπιαμε στην υγειά της γειτονικής ακτής,
γι’ αυτό φέρνω στα χέρια και στο μέτωπό μου το γαλάζιο του Αιγαίου.
Ένα γράμμα ήρθε σήμερα απ’ το Γιάννη Ρίτσο,
μια καρδιά ποιητή ήρθε να προστεθεί στους δώδεκα αστερισμούς.
Άγκυρα, 24 Φεβρουαρίου 1978
ΟΖΝΤΕΜΙΡ ΙΝΤΖΕ, Δώδεκα ποιήματα για τον Γιάννη Ρίτσο, μετάφρ. Ιωάννας Κουτσουράδη, Κέδρος, Αθήνα 1979
(Για την Πρωτομαγιά 1979, στα εβδομήντα χρόνια του Ποιητή)