Γυναίκα – Ποίημα για την 8η Μάρτη
Το ποίημα γράφτηκε για την εκδήλωση της ΟΓΕ που πραγματοποιήθηκε στην Κομοτηνή το 2017, τιμώντας την 8η Μάρτη. Είναι ένα χιουμοριστικό ποίημα, που όμως περιγράφει την καθημερινότητα και την ωμή πραγματικότητα που βιώνουν πολλές γυναίκες έως και σήμερα.
Γυναίκα
Σήμερα που είναι η 8
Του Μάρτη η τιμημένη
Μια ιστορία θα σας πω
Ποιητικά γραμμένη
Ήτανε η Βασίλαινα,
νοικοκυρά μεγάλη
Είχε ένα σπίτι κάτασπρο
Δίπλα απ του μπακάλη
Κάθε πρωί χαράματα
Άνοιγε το παντζούρι
Ξύπναγε και τα 8 παιδιά
τους έδινε κουλούρι
Ξύπναγε και ο άντρας της
Ο κύριος Βασίλης
«Πού είναι το καφεδάκι μου?
Να είναι εδώ, οφείλεις»
Ετοίμαζε η Βασίλαινα
Βαρύ γλυκό με φούσκα
Καθότανε πιο κατακεί
Σιδέρωνε την φούστα
«Γυναίκα θέλω σήμερα
Να φάω σουτζουκάκια
Κι ύστερα για επιδόρπιο
Λίγα μπακλαβαδάκια»
Ο κυρ Βασίλης ντύθηκε
Να πάει στη δουλειά του
Φόρεσε φόρμα καθαρή
Του προλεταριάτου
Τα πέντε απο τα παιδιά
Έφυγαν στο σχολείο
Τα δυο τα μικρούτσικα
Στο νηπιαγωγείο
Και ένα ακόμα πιο μωρό,
Έκλαιγε όλη την ώρα
«σταμάτα βρε σκασμένο πια
σ ακούει όλη η χώρα»
Το πήρε στην αγκάλη της
Να πάνε στον μπακάλη
Να πάρει ό,τι χρειάζεται
Μα όχι με σπατάλη
«Είναι δικά μου τα λεφτά
Θα παίρνεις όσα δίνω
Για ν αγοράζεις τρόφιμα
Και τον καφέ που πίνω»
Θυμήθηκε τα λόγια του
Έσκυψε το κεφάλι
Ένιωσε πόνο στην καρδιά
Και μια μεγάλη ζάλη
Έφτιαξε νόστιμο φαί
Και το γλυκό στην ώρα
Γύρισαν όλοι νηστικοί
Να φάνε θέλουν τώρα
Έβγαλαν τα παπούτσια τους
Τα πέταξαν στη μέση
Οι τσάντες απο δω κι εκεί
Μα θα τους συγχωρέσει
Πήρε το ξεσκονόπανο,
Ξεσκόνισε το σπίτι
Σκούπισε και σφουγγάρισε
Και τώρα νεροχύτη
Μόλις τα τακτοποίησε
Να κάτσει λίγο θέλει
Με το μωρό στην αγκαλιά
Γάλα να του προσφέρει
Μα σαν ανέπνευσε βαθιά
Γύρισε και εκείνος
«Που είναι το ζεστό φαί
η σαλάτα και ο οίνος»?
Δούλευε στη φάμπρικα
Γυρνούσε κουρασμένος
Γι αυτό μονίμως ήτανε
Στραβός και τσατισμένος
«Σαλάτα δεν σου έφτιαξα
τέλειωσε το μαρούλι
ζαλίστηκα η έρημη
μου φυγε το μεδούλι»
«Γιατί ζαλίστηκες, μου λες
σπίτι είσαι όλη μέρα
εγώ δουλεύω για λεφτά
κι εσύ για τον αέρα»
Έφτασε το απόγευμα
Ώρα για καφενείο
Αλλά για την Βασίλαινα
Ήταν τρελοκομείο
Στο σπίτι με οχτώ παιδιά
Σκούπες και σφουγγαρίστρες
Μπουγάδες, σιδερώματα
Και δύο κουβαρίστρες
Κι όταν ο ήλιος έδυσε
Και έπεσε το σκοτάδι
Ένιωσε μεσ’ την φούστα της
Του άντρα της το χάδι
Ηθελε να κοιμηθεί
Κουράστηκε η καημένη
Μα τί να κάνει, έπρεπε
Ο σύζυγος επιμένει
Και επιτέλους έφτασε
Η ώρα η δικιά της
Η ώρα που θα κοιμηθεί
Θα πάει στα όνειρά της
Θα δεί πως είναι ισότιμη
πως κάνει ό,τι αγαπάει
πως πάει κι εκείνη στη δουλειά
η μέση πως δεν πονάει
Και πάλι εξημέρωσε
τα όνειρα μείναν άδεια
Μάνα υπηρέτρια το πρωί
Σύζυγος στα σκοτάδια
Το ποίημα τελείωσε
και βλέπω στην ματιά σας
πως κάπου αναγνωρίσατε
κάτι απ τα δικά σας.
Το ποίημα το έγραψε η Κλειώ, μόνιμη κάτοικος Κομοτηνής. Γραμματέας της ΟΓΕ Κομοτηνής και μέλος του Σωματείου Ιδιωτικών Υπαλλήλων Κομοτηνής. Με έντονη αντικαπιταλιστική και αντιφασιστική δράση.