Hasta la poesía de la revolución − Ο Τσε και η ποίηση
«Ο Τσε ήταν κάτι ανάμεσα σε αθλητή και σε ασθματικό· ενάλλασσε τον Στάλιν με τον Μπωντλαίρ, την ποίηση με το μαρξισμό»
Κάρλος Φράνκι, 1956
Τα έξι (6) ποιήματα που ακολουθούν δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς από την Μποτίλια Στον Άνεμο (λεπτομέρειες στο τέλος). Ξαναδουλεμένα και σχολιασμένα, υπό τον γενικό τίτλο Ο ΤΣΕ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ παρουσιάστηκαν στη μεγάλη εκδήλωση στο σινέ Αλκυονίς, που διοργάνωσε η New Star για τα 89 χρόνια από τη γέννηση του Κομαντάντε, στις 14 Ιουνίου 2017.
Μετάφραση ποιημάτων – Κείμενα– Παρουσίαση – Συνοδευτικά σχέδια των Τσε, Νερούδα και Γκιγιέν: Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
Στην Κατιούσα δημοσιεύονται με μεγάλες προσθήκες, όσον αφορά τα συνοδευτικά κείμενα (π.χ. ολόκληρη σχεδόν η επιστολή Κορτάσαρ, εμπλουτισμός βιογραφικών), καθώς και κάποιες μικρές μεταφραστικές και στιχουργικές διαφοροποιήσεις.
Τα ποιήματα των Κορτάσαρ, Μπενεδέτι, Δάλτον και Γκιγιέν μεταφράζονται για πρώτη φορά στη γλώσσα μας.
*
ΕΡΝΕΣΤΟ ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ
«Ο Τσε ήταν κάτι ανάμεσα σε αθλητή και σε ασθματικό· ενάλλασσε τον Στάλιν με τον Μπωντλαίρ, την ποίηση με το μαρξισμό»
Κάρλος Φράνκι (Κουβανός δημοσιογράφος), 1956
Το πρώτο ποίημα, Τραγούδι για τον Φιντέλ, ανήκει στον Τσε. Γράφτηκε στο Μεξικό, πιθανόν τον Ιούνιο του 1956, στο ράντσο που είχαν νοικιάσει οι επαναστάτες για την εκπαίδευσή τους, ή τον Ιούλιο στη φυλακή Μιγκέλ Σουλτς, από όπου στις 6 του μήνα, ο Τσε γράφει στους γονείς του:
«Ένας νεαρός Κουβανός ηγέτης με προσκάλεσε να προσχωρήσω στο κίνημά του, που αφορά την ένοπλη απελευθέρωση της πατρίδας του. Εγώ, φυσικά, δέχτηκα»[…] «Όσον αφορά τα μακροπρόθεσμα σχέδιά μου, θα σας πω ότι το μέλλον μου είναι συνδεδεμένο με την απελευθέρωση της Κούβας. Ή θα θριαμβεύσω με αυτήν ή θα πεθάνω εκεί». Και πιο κάτω «Από δω και στο εξής δε θα θεωρούσα το θάνατό μου λόγο μεγάλης απογοήτευσης, αλλά, όπως λέει κι ο Χικμέτ: Το μόνο που θα πάρω μαζί μου στον τάφο / θα είναι η θλίψη ενός ατέλειωτου τραγουδιού».
Ορισμένες πηγές δίνουν ως ημερομηνία γραφής του ποιήματος την επομένη της επιστολής (7 Ιουλίου 1956). Σε αυτό συνηγορούν άλλωστε και οι ομοιότητες του ποιήματος με την επιστολή (υπογραμμίσεις).
Στις 25 Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς θα ξεκινήσουν με το κότερό τους για την κρίσιμη αναμέτρηση με την αθανασία.
ΥΜΝΟΣ ΣΤΟΝ ΦΙΝΤΕΛ
Πάμε λοιπόν,
φλογερέ προφήτη της αυγής
για τα κρυφά αποκομμένα μονοπάτια
Πάμε να ελευθερώσουμε αυτό το πράσινο καϊμάν που τόσο αγαπάς.
Πάμε λοιπόν
τους εξευτελισμούς να αντιμετωπίσουμε
οπλισμένοι με τα εξεγερμένα αστέρια του Μαρτί
κι ας πάρουμε όρκο πως ή θα βγούμε νικητές ή που μας περιμένει ο θάνατος.
Όταν θα πέσει η πρώτη ντουφεκιά και θα σκιρτήσει
μες στον παρθενικό της ύπνο η ζούγκλα απ’ άκρη σ’ άκρη,
εκεί, στο πλάι σου, αποφασισμένους μαχητές
λογάριαζε κι εμάς.
Όταν η φωνή σου στους τέσσερεις ανέμους αντηχήσει
γι’ αγροτική αλλαγή, δικαιοσύνη, ψωμί και λευτεριά,
εκεί, στο πλάι σου, με μια φωνή,
λογάριαζε κι εμάς.
Κι όταν θα φτάσεις στου ταξιδιού το τέρμα
στην κρίσιμη αναμέτρησή σου με τον τύραννο
εκεί, στο πλάι σου, προσμένοντας την τελευταία μάχη,
λογάριαζε κι εμάς.
Τη μέρα που το κτήνος θα γλείφει την πληγή
απ’ της εθνικοποίησης το βέλος που θα ρίξεις,
εκεί, στο πλάι σου, με την καρδιά αγέρωχη,
λογάριαζε κι εμάς.
(Μη φανταστείς ότι μπορεί να κόψουν την ορμή μας
αυτοί οι στολισμένοι ψύλλοι που παριστάνουν το στρατό·
ένα τουφέκι χρειαζόμαστε, τις σφαίρες τους και ένα βράχο.
Τίποτ’ άλλο).
Κι άμα το δρόμο μας το σίδερο θα κόψει,
το μόνο που ζητάμε είν’ ένα σάβανο από τα δάκρυα της Κούβας
για να σκεπάζει τ’ αντάρτικα κουφάρια μας,
καθώς θα διασχίζουν την αμερικάνικη ιστορία.
Τίποτ’ άλλο.
(Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 26 Δεκεμβρίου 2016)
*
Ο πράσινος αλιγάτορας είναι η Κούβα. Ο Νικολάς Γκιγιέν την αποκαλεί Μια μακριά πράσινη σαύρα, στο ομότιτλο ποίημά του. Μια μακριά πράσινη σαύρα / με νερού και πέτρας μάτια, έτσι όπως φαίνεται από ψηλά, αλλά και στο χάρτη της, καταπράσινη και γεμάτη ποτάμια.
Το ποίημα αυτό ο Τσε δεν το έδωσε στον Φιντέλ, αφού πίστευε ότι ήταν το χειρότερό του και το ήθελε απλά σαν αναμνηστικό. Όταν πολύ αργότερα το δημοσίευσε η Επιθεώρηση Βέρδε Ολίβο, προειδοποίησε τον διευθυντή ότι δεν επιτρεπόταν να δημοσιεύει τίποτα χωρίς την άδειά του «και πολύ περισσότερο αυτούς τους στίχους που είναι φριχτοί». Κάποια άλλη φορά «απείλησε» ότι θα στείλει στο απόσπασμα αυτόν που θα τολμούσε να διαβάσει το ποίημα στο ραδιόφωνο.
Ο Τσε μεταξύ 1954-1956 έχει γράψει 9 ποιήματα. Ο Μάριο Μπενεδέτι τα συγκεντρώνει στην ανθολογία: Ακρωτηριασμένη Ποίηση. «Είκοσι Λατινοαμερικανοί ποιητές που έδωσαν τη ζωή τους για την υπόθεση της επανάστασης, πεθαίνοντας οι περισσότεροι από αυτούς επάνω στη νιότη τους». Ο τίτλος προέρχεται από τον στίχο του Τσε: Σε νιώθω ακρωτηριασμένο μου χελιδόνι.
Ο Τάιμπο, ο βιογράφος του, μας λέει ότι είναι πιθανόν να είχε γράψει στίχους κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του, αλλά κανείς δεν τους γνωρίζει.
*
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ
Χιλή. Παράλ, 12 Ιουλίου 1904 – Σαντιάγο, 23 Σεπτεμβρίου 1973. Κάτι λιγότερο γνωστό για τον Νερούδα είναι ότι το Δεκέμβρη του 1960 εκδόθηκε από το Εθνικό Τυπογραφείο Κούβας η συλλογή του Επικό Τραγούδι. Πρόκειται για 42 ποιήματα, μεγάλο μέρος των οποίων είναι ειδικά γραμμένο για την Κούβα και την Επανάστασή της. Ο Νερούδα στον πρόλογό του σημειώνει: Το αφιερώνω στους ελευθερωτές της Κούβας: Στον Φιντέλ Κάστρο, στους συντρόφους του και σε ολόκληρο τον κουβανικό λαό.
ΘΛΙΨΗ ΓΙΑ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΕΝΟΣ ΗΡΩΑ
Όσοι εζήσαμε αυτή την ιστορία,
το θάνατο και την ανάσταση
της μαυροφορεμένης μας ελπίδας,
όσοι διαλέξαμε το δρόμο του αγώνα
και είδαμε να ξεδιπλώνονται σημαίες,
ξέραμε πως οι πιο λιγομίλητοι
ήτανε οι μόνοι ήρωές μας,
και πως μετά τις νίκες
οι φαφλατάδες ήρθανε
με τα παχιά τα λόγια
και τα σάλια τους.
Κούνησε το κεφάλι του ο λαός·
και γύρισε ο ήρωας στη σιωπή του.
Μα ντύθηκε στα μαύρα η σιωπή
ώσπου κι εμείς βουλιάξαμε στο πένθος,
σαν έσβησε απάνω στα βουνά
η πυρκαγιά κι η δόξα του Γκεβάρα.
O Κομαντάντε τέλειωσε
σ’ ένα φαράγγι σκοτωμένος.
Κανείς δεν βρήκε λέξη για να πει
Κανείς δεν έκλαψε στα ινδιάνικα χωριά
Κανείς δεν χτύπησε καμπάνες
Κανείς δεν σήκωσε ντουφέκι,
και εισπράξανε την αμοιβή
αυτοί που ο δολοφονημένος κομαντάντε
πήγε για να τους σώσει.
Τι τάχα γίνηκε, σκέφτετ’ εκείνος που μετάνιωσε,
με τούτα τα γενούμενα;
Και η αλήθεια δεν ειπώθηκε,
τυλίχτηκε όμως σε μια κόλα από χαρτί
αυτή η δυστυχία η ασήκωτη.
Κι ότι είχε αρχίσει ο δρόμος να χαράζει
και η ήττα έφτασε σε μας
σαν τσεκουριά που γκρέμισε
τη στέρνα της σιωπής.
Η Βολιβία ξαναγύρισε στην έχθρα της,
στους διαβρωμένους γοριλάνθρωπους,
μες στην αγιάτρευτή της φτώχεια,
και τότε οι λοχίες της ντροπής,
οι δολοφόνοι στρατηγίσκοι,
σαν τρομαγμένες μάγισσες
εκρύψανε καλά καλά
το σώμα του αντάρτη,
λες και τους έκαιγε ο νεκρός.
Κατάπιε η σέλβα η πικρή
τα μονοπάτια, κάθε κίνηση,
κι εκεί που άλλοτε διάβαιναν
οι αποδεκατισμένοι άντρες
σήμερα είναι οι λιάνες που συσκέφτονται
–βραχνή η πράσινη φωνή τους όλο ρίζες–
κι αθόρυβα στις φυλλωσιές
τ’ άγριο ελάφι επιστρέφει.
Από τη συλλογή Το Τέλος Του Κόσμου, 1969
(Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 11 Οκτωβρίου 2015)
_______________
Ας σημειώσουμε, ότι η καλύτερη κριτική για το Κάντο Χενεράλ θεωρείται αυτή του Τσε (Βλ. από Κατιούσα: Η κριτική του Τσε για το Canto General και ο Πάμπλο Νερούδα για τη συνάντησή του με τον Τσε).
_______________
και πως μετά τις νίκες / οι φαφλατάδες ήρθανε / με τα παχιά τα λόγια / και τα σάλια τους
Είναι προφανές ότι οι στίχοι φωτογραφίζουν τον Φιντέλ. Γιατί όμως; Και όταν μάλισταστο Πανεπιστήμιο της Αβάνας, με αφορμή την έκδοση της συλλογή αυτής, του πλέκει το εγκώμιο;
Αιτία ήταν τρία χρόνια πριν, τον Ιούλιο του 1966, η ανοιχτή επιστολή 145 Κουβανών διανοουμένων με κριτική στον Νερούδα, για τη συμμετοχή του, ένα μήνα πριν, σε εκδήλωση προς τιμή του από το PEN Club Νέας Υόρκης, (Poets, Playwrights, Editors, Essayists, Novelists – Ποιητές, Δραματουργοί, Εκδότες, Δοκιμιογράφοι, Μυθιστοριογράφοι) –ο Ζαν Πωλ Σαρτρ είχε αρνηθεί παρόμοια πρόσκληση–, αλλά και για το φιλικό του γεύμα με τον «δημοκράτη» πρόεδρο του Περού Fernando Belaúnde Terry (1963-68), ο οποίος του απένειμε το μετάλλιο του Τάγματος του Ήλιου.
Εκείνη την εποχή η περουβιανή κυβέρνηση, υπό την ηγεσία του Μπελαούντε, συνεχίζει τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις για τη συντριβή του αντάρτικου, που έχει αναπτυχθεί στη χώρα από το 1962 (ELNP – Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός του Περού και MIR –Κίνημα της Επαναστατικής Αριστεράς). Κατά τις επιχειρήσεις θα σκοτωθούν επιφανή στελέχη του ένοπλου αγώνα: Luis de la Puente (1926-1965), Guillermo Lobaton (1927-1966), και ο νεαρός αντάρτης, σπουδαστής τότε του Πανεπιστημίου της Αβάνας, πολλά υποσχόμενος ποιητής, Javier Heraud (1942-1963), γεγονότα που αναφέρονται στην επιστολή των 145.
Κατά τον Νερούδα, ο «φυσικός» συντάκτης της επιστολής είναι ο ίδιος ο Φιντέλ.
Πέραν τούτων, είναι μια ιδιαίτερα φορτισμένη εποχή. Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι από τον Κόλπο των Χοίρων (17-19 Απρίλη 1961) και εντεύθεν έχει αρχίσει να διαμορφώνεται το πολιτικό χάσμα ανάμεσα στη «δικτατορική διακυβέρνηση» της Επαναστατικής Κούβας και στον ειρηνικό δρόμο της σοσιαλδημοκρατικής Χιλής.
Η ταπεινή μου άποψη –γνωρίζοντας το πλήρες κείμενο της επιστολής, την απάντηση του Νερούδα και την ανταπάντηση που ακολούθησε– είναι πως οι Κουβανοί έχουν απόλυτο δίκιο.
Και φαίνεται ότι ο Νερούδα, με το πέρασμα των ετών πρέπει να το μετάνιωσε, ιδιαίτερα μετά και την επίσκεψη του Φιντέλ στη Χιλή το 1971 (πήγε στις 10 Νοε. για μια βδομάδα και έμεινε μέχρι τις 4 Δεκ., κοντά ένα μήνα, παίρνοντας σβάρνα τα εργοστάσια και τα πανεπιστήμια), όπου μετέφερε την αμέριστη συμπαράσταση του λαού της Κούβας και διαβεβαίωσε ότι θα στηρίξει τον Πρόεδρο Αγιέντε με κάθε μέσον και τρόπο.
Θα επανέλθουμε.
- Ωστόσο, βλέπε και εδώ: Ο Φιντέλ του Πάμπλο Νερούδα: Για να μπορούν τα γιασεμιά να λάμπουν (πρώτη ελληνική μετάφραση) −Ένα Επικό Τραγούδι και η ιστορία του (2 VIDEO-ντοκουμέντα και Φωτό).
*
ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ
Αργεντινός. Βρυξέλλες, 1914 – Παρίσι, 1984. Μετά από πενταετή θητεία ως φιλόλογος, στράφηκε αποκλειστικά στη λογοτεχνία.
Ανανεωτής της γραφής, από τους κορυφαίους λατινοαμερικανούς συγγραφείς του 20ού αιώνα, έγραψε ποιήματα και το πρώτο του μυθιστόρημα σε ηλικία εννέα ετών: Δεν έχω ιδέα –εξομολογείται– περί τίνος επρόκειτο, αν και υποθέτω ότι ήταν κάτι πολύ δακρύβρεχτο, πολύ ρομαντικό, μια ιστορία όπου στο τέλος οι πάντες πεθαίνουν, με τη μητέρα του να νομίζει ότι το έχει αντιγράψει, γεγονός που του προκάλεσε ψυχικό τραύμα.
Το 1961 γοητευμένος από την επανάσταση επισκέπτεται την Κούβα, και τότε είναι –όπως λέει ο ίδιος– που θα αποκτήσει σαφή ιδεολογική συνείδηση. Θα υπερασπιστεί μέχρι τέλους τα ιδανικά της Επανάστασης του Τσε και του Φιντέλ, αλλά και τη Νικαράγουα των Σαντινίστας.
Προς τιμήν του το Casa de las Americas [εκδοτικός οίκος αρχικά (1959), με την από το 1961 ομώνυμη, 3μηνιαία, επιθεώρηση τέχνης], αυτό το μεγάλο πνευματικό κέντρο της Κούβας, αλλά και ολόκληρης της Λατινικής Αμερικής, απονέμει το λογοτεχνικό βραβείο που φέρει το όνομά του.
ΤΣΕ
ΕΙΧΑ έναν αδερφό.
Δεν ειδωθήκαμε ποτέ
αλλά δεν έχει σημασία.
Είχα έναν αδελφό
που τράβαγε μες στα βουνά
όσο εγώ κοιμόμουν.
Αγάπησα τον τρόπο του
και πήρα τη φωνή του
ελεύθερη όπως το νερό.
Κάποιες φορές περπάτησα
μαζί με τη σκιά του.
Δεν ειδωθήκαμε ποτέ
αλλά δεν έχει σημασία.
Ο αδερφός μου έμενε ξάγρυπνος
όσο εγώ κοιμόμουν.
Ο αδερφός που μου ’δειχνε
πίσω απ’ τη μαύρη νύχτα
το διαλεχτό του αστέρι.
(Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 4 Ιουνίου 2016)
____________________
Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία γραφής του ποιήματος. Πάντως, στις 29 Οκτ. 1967, ο Κορτάσαρ, με επιστολή του από το Παρίσι προς τον Ροβέρτο Φερνάντες Ρεταμάρ [Γεν. 9 Ιουν. 1930· ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, σημερινός πρόεδρος του Casa de las Americas (για Ρεταμάρ και Casa από Κατιούσα)· μεταξύ άλλων υπογράφει και την Εισαγωγή στο βιβλίο του Τσε Ανταρτοπόλεμος] και τη σύζυγό του, Αδελαΐδα, ομολογεί την αστική ντροπή του και τον πόνο του για το θάρρος ενός ανθρώπου που δεν τον γνώριζε καν, και σημειώνει (μεταφέρεται ολόκληρη σχεδόν η επιστολή):
[…] Θέλω να πω το εξής: δεν μπορώ να γράψω όταν κάτι πονάει τόσο πολύ, δεν είμαι, ούτε υπήρξα ποτέ, ο επαγγελματίας συγγραφέας, ο έτοιμος να γράψει αυτό που περιμένεις ή αυτό που εγώ ο ίδιος θα απαιτούσα απεγνωσμένα.
Η αλήθεια είναι ότι το γράψιμο σήμερα, για να αντιμετωπίσεις αυτό το γεγονός, φαίνεται η πλέον κοινότοπη των τεχνών, ένα είδος καταφυγίου, μια συγκάλυψη σχεδόν, για να αντικαταστήσει τον αναντικατάστατο. Ο Τσε είναι νεκρός και δεν μένει τίποτα άλλο εκτός απ’ τη σιωπή, μέχρι ποιος ξέρει πότε· αν σου στέλνω το κείμενο είναι επειδή εσύ μου το ζήτησες και επειδή ξέρω πόσο πολύ αγαπούσες τον Τσε και τι σήμαινε για σένα.
[…] Μου είπαν να γράψω εκατόν πενήντα λέξεις. Εκατόν πενήντα λέξεις λοιπόν, λες και θα μπορούσε να τις βγάλει κανείς απ’ την τσέπη του όπως βγάζει τα κέρματα [Σημ. Μποτίλιας: Το ισπανικό κείμενο αποτελείται από 67 λέξεις]. Δεν νομίζω ότι μπορώ να γράψω, είμαι άδειος και στεγνός, και θα πέσω σε ρητορείες
[…] Κι ακόμα, να σας πω ότι ντρέπομαι, επειδή μιλώ για τον εαυτό μου, αυτό το αιώνιο πρώτο πρόσωπο, και νιώθω ανίκανος που δεν μπορώ να πω κάτι γι’ αυτόν. Θα βγάλω το σκασμό λοιπόν[…]
Και για σένα, επίσης, αυτό ήταν το μόνο που μπορούσα να κάνω τούτες τις πρώτες ώρες, αυτό που γεννήθηκε σαν ένα ποίημα, που επιθυμείς και δικαιούσαι να έχεις και θα μας κρατήσει περισσότερο ενωμένους.
(Ακολουθεί το ποίημα)
Ο Κορτάσαρ μπορεί να μην γνώριζε προσωπικά τον Τσε, αλλά η πορεία του τον είχε συγκλονίσει. Ο Τσε και ο Καπιτάν Λούις είναι οι κεντρικοί ήρωες ενός διηγήματός του με τίτλο Η συγκέντρωση, με αφηγητή τον Τσε, στην κλασική πια συλλογή διηγημάτων Όλες οι φωτιές η φωτιά (Μάρτιος 1966 – Στα ελληνικά από τις εκδόσεις ύψιλον / βιβλία, 1984, μετάφραση Γ. Δ. Χουρμουζιάδης).
Ο Καπιτάν Λούις ‒«που δεν τον λέγανε Λούις», όπως γράφει ο Κορτάσαρ– μοιάζει με τον Ελισέο Ρέγιες Ροντρίγκεζ – Καπιτάν Σαιν Λούις (Ρολάντο), που σκοτώθηκε στο αντάρτικο της Βολιβίας, στις 25 Απριλίου 1967. Σε δυο μέρες έκλεινε τα 27 και ήταν Επαναστάτης από τα δεκατρία του στη Σιέρα Μαέστρα.
Ο Τσε τον αποχαιρέτισε με τα παρακάτω λόγια: «Το μικρό σου λείψανο, ένδοξε καπετάνιε, άπλωσε στο άπειρο τη σιδερένια σου μορφή». Είναι του Πάμπλο Νερούδα, από το Ένα τραγούδι για τον Μπολιβάρ. Στο Ημερολόγιό του, στην Ανάλυση του μήνα (Απρίλη), σημειώνει: «Ο θάνατός του ήταν ένα σκληρό χτύπημα, γιατί σκεφτόμουν να τον αφήσω διοικητή ενός δεύτερου πιθανού μετώπου».
Μότο του διηγήματος, από όπου αντλεί την έμπνευσή του ο Κορτάσαρ, είναι ένα απόσπασμα που δείχνει και το εύρος των λογοτεχνικών ενδιαφερόντων του Τσε:
Θυμήθηκα μια παλιά ιστορία του Τζακ Λόντον όπου ο πρωταγωνιστής, ακουμπώντας σ’ έναν κορμό δέντρου, ετοιμάζεται να τελειώσει με αξιοπρέπεια τη ζωή του.
(Ερνέστο Τσε Γκεβάρα: «Το βουνό και ο κάμπος», Αβάνα, 1961)Σημ. Μπ. Ζ. Δεν έχω καν υπόψη το σχετικό κείμενο (διήγημα;) του Τσε στο οποίο αναφέρεται ο Κορτάσαρ. Ωστόσο, αυτούσια η σκηνή βρίσκεται στο βιβλίο του Τσε, Pasajes de la Guerra Revolucionaria (Αποσπάσματα από τον Επαναστατικό Αγώνα, Αβάνα, 1985), στο δεύτερο μετά τον πρόλογο κεφάλαιο, Alegría de Pío, περιοχή όπου δόθηκε η πρώτη μάχη των ανταρτών (5 Δεκ. 1956), μετά την αποβίβασή τους από το Granma (2 Δεκ.), κατά των στρατευμάτων του Μπατίστα.
Παραθέτω και το απόσπασμα από το διήγημα του Κορτάσαρ, το συναφές με το μότο, στο οποίο, κατά μία τραγική σύμπτωση περιγράφεται ο θάνατος του Λούις (μήπως και του ίδιου του Τσε;) έναν τουλάχιστον χρόνο πριν από την Βολιβία:
Όμως εγώ που έχω για ερωμένη μου το άσθμα μου, που μ’ έμαθε να χαίρομαι τις νύχτες μου, έμεινα με τον Λούις, ακουμπισμένος κι εγώ στον κορμό ενός δέντρου, καπνίζοντας και κοιτάζοντας τα σχέδια που σχημάτιζαν τα φύλλα πάνω στον ουρανό.
*
ΜΑΡΙΟ ΜΠΕΝΕΔΕΤΙ
Μάριο Μπενεδέτι, Ουρουγουάη. Πάσο δε λος Τόρος, 14 Σεπτεμβρίου 1920 – Μοντεβιδέο, 17 Μαΐου 2009. Ποιητής, μυθιστοριογράφος, θεατρικός συγγραφέας, διηγηματογράφος και κριτικός.
Από τις πιο αντιπροσωπευτικές μορφές της Λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, ο χρονικογράφος του Μοντεβιδέο, με τη συλλογή διηγημάτων Μοντεβιδεάνοι (1959), που φέρνει στο νου τους Δουβλινέζους του Τζόυς.
Μετά το 1960 πέρασε μεγάλες περιόδους στην Κούβα, υποστηρίζοντας τα ιδανικά της Επανάστασης και τα έργα του διαπνέονται από τη βαθιά πολιτική του συνειδητοποίηση.
Το 1973, για πολιτικούς λόγους, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα του, εγκαινιάζοντας τη μακρά 12ετή εξορία του (Αργεντινή, Περού, Κούβα, Ισπανία) που τον οδήγησε σε μια εξελικτική διαδικασία, κατά την οποία αυτοχαρακτηρίστηκε ως πολυεξόριστος· μια εμπειρία που άφησε ανεξίτηλα ίχνη στο έργο του.
Η γραφή του χαρακτηρίζεται από την έλλειψη εκζήτησης –ορατή στο ποίημα που ακολουθεί− με απλό λεξιλόγιο, μέσα από το οποίο όμως αναδύεται μια σπάνια ποιητική δύναμη.
Έπασχε και ο ίδιος από άσθμα. Το ποίημα για τον Τσε γράφτηκε το 1967. Τριάντα χρόνια αργότερα θα γράψει ένα ακόμη ποίημα: Τσε 1997.
ΓΕΜΑΤΟΙ ΟΡΓΗ, ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΜΕΝΟΙ
Προχωράμε,
αποκρούοντας επιθέσεις.
Ερνέστο Τσε Γκεβάρα
ΈΤΣΙ είμαστε
γεμάτοι οργή
συγκλονισμένοι
αν και αυτό το φονικό
ήταν παράλογα προβλέψιμο
νιώθω ντροπή κοιτάζοντας
τους πίνακες
τις πολυθρόνες
τα χαλιά
ακόμα και να πάρω ένα μπουκάλι απ’ το ψυγείο
και να χτυπήσω τα τρία παγκόσμια γράμματα του ονόματός σου
στην παγωμένη γραφομηχανή
εκείνη που ποτέ
ποτέ δεν ήταν άλλοτε
τόσο η ταινία της χλωμή
και που κρυώνω ντρέπομαι
μα και που πάω κοντά στη σόμπα όπως συνήθως
και που πεινάω και τρώγω
αυτό το τόσο απλό
και που ανοίγω το πικάπ ν’ ακούσω κάτι στη σιωπή
ιδίως ένα του Μότσαρτ κουαρτέτο
νιώθω ντροπή για τις ανέσεις μου
και ντρέπομαι για το άσθμα μου
όταν εσύ κομαντάντε σωριάζεσαι
από τις σφαίρες θερισμένος
υπέροχος
λαμπρός
είσαι η συνείδησή μας η διάτρητη
λένε πως σ’ έκαψαν
μα ποια φωτιά
μπορεί να κάψει το καλό
τα καλά νέα
αυτή την οργισμένη τρυφερότητα
που έγινε μεταδοτική
μέσα απ’ το βήχα
κι απ’ τις λάσπες
λένε πως αποτέφρωσαν
όλη σου τη ζωή
εκτός από ένα δάχτυλο
μα είναι αρκετό το δρόμο να μας δείξει
το κτήνος να δικάσει και με τη στάχτη του
να σφίξει πάλι τη σκανδάλη
έτσι είμαστε
γεμάτοι οργή
συγκλονισμένοι
βέβαια με τον καιρό αυτή η βαριά
κατάπληξη
θα υποχωρήσει
θα μείνει
σκέτη η οργή
είσαι νεκρός,
είσαι ζωντανός,
είσαι πεσμένος καταγής
είσαι ένα σύννεφο
είσαι βροχή,
είσαι αστέρι
όπου κι αν είσαι
αν είσαι
αν έρχεσαι
μπορείς εντέλει
να ανασάνεις ήσυχος
και να γεμίσεις τα πνευμόνια σου ουρανό
όπου κι αν είσαι
αν είσαι
αν έρχεσαι
κρίμα που δεν υπάρχει και θεός
μα θα υπάρξουν άλλοι
σίγουρο πως θα υπάρξουν άλλοι
άξιοι να σε υποδεχτούνε
κομαντάντε.
(Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 6 Ιουνίου 2016)
*
ΡΟΚΕ ΔΑΛΤΟΝ
Ρόκε Δάλτον, Ελ Σαλβαδόρ. Γεννήθηκε στο Σαν Σαλβαδόρ, 14 Μαΐου 1935. Σπούδασε νομικά, κοινωνικές επιστήμες και ανθρωπολογία στο Πανεπιστήμιο του Ελ Σαλβαδόρ, στη Χιλή και στο Μεξικό.
Μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της πατρίδας του από τα 22 του χρόνια, υπέστη άγριους διωγμούς και φυλακίστηκε επανειλημμένως, καταδικάστηκε σε θάνατο από μια χούντα, αλλά τη γλύτωσε χάρη στην… επόμενη.
Το 1961 (26 ετών) βραβεύτηκε από τη Διεθνή Φοιτητική Συνομοσπονδία.
Έζησε εξόριστος στη Γουατεμάλα, στην Τσεχοσλοβακία και στην Κούβα, όπου κατέφυγε τελικά, εκδίδοντας εκεί και τα περισσότερα βιβλία του.
Το 1969 του απονεμήθηκε το βραβείο Casa de las Americas για το ποιητικό του έργο Ταβέρνα και άλλα μέρη.
Το 1973 επέστρεψε στα πάτρια εδάφη και βγήκε στο βουνό. Μέλος του Λαϊκού Επαναστατικού Στρατού του Ελ Σαλβαδόρ δολοφονήθηκε στο Κεσαλτεπέκε, στις 10 Μαΐου 1975, 4 μέρες πριν κλείσει τα 40, από ακροαριστερή φράξια της οργάνωσής του.
Ακαταμάχητος αγωνιστής, εκρηκτικός ποιητής, σπουδαίος δοκιμιογράφος, το πλούσιο μέχρι τότε έργο του προμήνυε μια πολύ μεγάλη λογοτεχνική και ποιητική φυσιογνωμία.
Ο ασεβής ποιητής, ο κόκκινος ποιητής, που συνδύαζε δυο τρομερά πάθη: τη λογοτεχνία και την επανάσταση. Το ποίημά του Το Ελ Σαλβαδόρ θα γίνει (από τη συλλογή Παράνομα ποιήματα, που κυκλοφόρησε το 1980) θα μείνει στην Ιστορία των βιβλίων και των ποιημάτων της ταξικής πάλης.
ΣΥΜΒΟΛΟ ΠΙΣΤΗΣ ΣΤΟΝ ΤΣΕ
Ο ΤΣΕ ο Ιησούς Χριστός
αιχμαλωτίστηκε
μετά από την επί του όρους ομιλία του
(στο βάθος των πολυβόλων το κροτάλισμα)
από ρέιντζερς Βολιβιανούς κι Εβραίους
κατ’ εντολή γιάνκηδων εκατόνταρχων.
Τον καταδικάσανε Γραμματείς και Φαρισαίοι ρεβιζιονιστές
με τον Καγιάφα Μόνχε εκπρόσωπό τους
ο Πόντιος Μπαριέντος ένιπτε τας χείρας του
μιλώντας στους Αμερικανούς στρατιωτικούς
πίσω απ’ την πλάτη του λαού που μασουλούσε φύλλα κόκας
και ούτε καν η εναλλακτική για έναν Βαραββά
(ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ήταν σ’ εκείνους που εγκαταλείψανε το αντάρτικο
και άνοιξε στους ρέιντζερς το δρόμο)
Μετά φορέσανε στον Χριστό Γκεβάρα
ένα στεφάνι αγκάθινο κι έναν ζουρλοχιτώνα
και μια ταμπέλα για εμπαιγμό κρέμασαν στο λαιμό του
ΙΝΒΙ: Ιδανικός Νοηματοδότης των Βασανισμένων απ’ τον Ιμπεριαλισμό
Κατόπιν του φορτώσανε το σταυρό πάνω απ’ το άσθμα του
και με ριπές από Μ-2 τον καρφώσανε
του κόψανε το κεφάλι και τα χέρια
και κάψανε τα υπόλοιππα ώσπου να μείνει στάχτη
και να σκορπίσει με τον άνεμο
Κατά συνέπεια δεν έμεινε άλλος δρόμος για το Τσε
παρά ν’ αναστηθεί
και εξ αριστερών να στέκει των ανθρώπων
ζητώντας τους να γρηγορούνε
εις τους αιώνες των αιώνων
Αμήν.
Παράνομα Ποιήματα, 1975
(3η Ενότητα: Ποιήματα για τη σωτηρία του Χριστού)
(Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, 11 Οκτωβρίου 2015)
________________________
Ρέιντζερς. Επίλεκτο σώμα του βολιβιανού στρατού, συστάθηκε ειδικά για την καταπολέμηση του αντάρτικου και τη σύλληψη του Τσε και εκπαιδεύτηκε από τη CIA και από στρατιωτικούς συμβούλους των ΗΠΑ.
Πόντιος [Ρενέ] Μπαριέντος: Ο δικτάτορας πρόεδρος της Βολιβίας 1964-1969.
Ο Καγιάφας Μόνχε είναι ο Μάριο Μόνχε, Γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος της Βολιβίας. Ο… άκαπνος όπως τον αποκαλεί ο Φιντέλ στον πρόλογο του Ημερολόγιου Βολιβίας. Εγκατέλειψε και σαμποτάρισε το αντάρτικο.
Ισκαριώτης: Αναφέρεται στον Ρεζίς Ντεμπρέ· αργότερα σύμβουλος του Μιτεράν και πρόσφατα υποστηρικτής του Μελανσόν. [Αναφορά επίσης στον Αργεντινό Σίρο Μπούστος και στον Αγγλοχιλιανό δημοσιογράφο Τζωρτζ Άντριου Ροθ, που εγκατέλειψαν μαζί με τον Ντεμπρέ το αντάρτικο (ο Μπούστος μάλιστα, ζωγράφος, “φιλοτέχνησε” με επιμέλεια και τα πορτραίτα των ανταρτών για να διευκολύνει το στρατό)].
Η Αλεΐδα Γκεβάρα, η κόρη του Τσε, λέει ότι ο Ντεμπρέ μίλαγε περισσότερο από όσο έπρεπε, συνεπώς είναι άμεσα υπεύθυνος για το θάνατο του θρυλικού επαναστάτη.
*
ΝΙΚΟΛΑΣ ΓΚΙΓΙΕΝ
Νικολάς Γκιγιέν, Κούβα. 10 Ιουλ. 1902, Καμαγουέι – 16 Ιουλ. 1989, Αβάνα. Ο Γκιγιέν είναι ο εθνικός ποιητής της Κούβας· η μουλάτα ψυχή της και η ταξική της συνείδηση.
Μετά την επιστροφή του στην πατρίδα, 1 Γενάρη 1959 –από την πολύχρονη εξορία που του είχε επιβάλλει το καθεστώς Μπατίστα– διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο στη νέα κατάσταση και ως μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Το 1978, ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτορας στο πανεπιστήμιο του Μπορντώ.
Το 1981 του απονέμεται η ανώτατη τιμητική διάκριση της πατρίδας του: του Τάγματος «Χοσέ Μαρτί».
Όταν πέθανε, σε αναγνώριση του λογοτεχνικού του έργου και της πολιτικής του δράσης, το Συμβούλιο της Επικρατείας της Δημοκρατίας της Κούβας κήρυξε δύο ημέρες εθνικού πένθους, με τη σημαία να κυματίζει μεσίστια στα δημόσια κτήρια και στις στρατιωτικές εγκαταστάσεις. Το σώμα του εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη βάση του μνημείου του Χοσέ Μαρτί, στην Πλατεία της Επανάστασης. Η τελευταία τιμητική φρουρά θα είναι από το Πολιτικό Γραφείο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κούβας.
Το 1991 δημιουργήθηκε το Ίδρυμα Nicolas Guillén υπό την αιγίδα της οικογένειας του ποιητή και της UNEAC.
Ο Γκιγιέν «ένας μεγάλος πληβείος, ένας ποιητής του λαού, διαυγής και γεμάτος σοφία», όπως τον χαρακτήρισε ο ομότεχνός του Πάμπλο Νερούδα, παραμένει από τους πιο εμπνευσμένους ποιητές της σύγχρονης Λατινικής Αμερικής.
Πολυβραβευμένος, με σημαντικότερο το Βραβείο Στάλιν για την Ειρήνη (1954, μαζί με τον Μπρεχτ) ‒μετονομάστηκε αργότερα σε Λένιν‒ και με πολλές ακόμα διακρίσεις ανά τον κόσμο, είχε προταθεί αρκετές φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας και είναι μεταφρασμένος σε πάνω από 30 γλώσσες.
Ο πολιτισμός θα αντηχεί τη φωνή του.
*
Τα 69 ποιήματα της ιδιόχειρης ανθολογίας του Τσε (στο Πράσινο Σημειωματάριό του) ανήκουν σε 4 μόνο ποιητές: Γκιγιέν, 25 ποιήματα. Νερούδα, 17. Σέσαρ Βαγιέχο (Περού, 1892 – Παρίσι, 1938, όταν πέθανε ο ποιητής, ο Τσε ήταν 10 χρονών), 18. και στον Ισπανό Λεόν Φελίπε (Ισπανία, 1884 – Πόλη Μεξικού, 1968), 9. Ο Τσε τον γνώρισε, εξόριστο κι αυτόν στο Μεξικό το 1955.
Ο Ρικάρντο Ρόχο στο βιβλίο του Ο φίλος μου ο Τσε έχει μια σκηνή όπου ο Τσε και ο Φελίπε κάθονται σταυροπόδι σε ένα καφέ εκθέτοντας σε κοινή θέα τις τρύπιες σόλες των παπουτσιών τους!
*
Ο Γκιγιέν έχει γράψει τέσσερα ποιήματα για τον Τσε, τα οποία κυκλοφόρησαν το 1969, υπό τον τίτλο Τέσσερα τραγούδια για τον Τσε:
Τσε Γκεβάρα. Σονέτο γραμμένο το Γενάρη του 1959, τη μέρα που ο ποιητής έκλεινε στις βαλίτσες του τα χρόνια της εξορίας, έτοιμος να επιστρέψει στην Κούβα. Είχε ήδη περιληφθεί στη συλλογή Tengo (Έχω, 1964).
Τσε Κομαντάντε. Διαβάστηκε στην Πλατεία της Επανάστασης «Χοσέ Μαρτί» στην Αβάνα, στις 18 Οκτωβρίου του 1967, σε επικήδεια ολονυχτία, τελετή-φόρο τιμής, για το γιγάντιο σώμα, που είχε πέσει δολοφονημένο δέκα μέρες νωρίτερα.
Κιθάρα σε μεγάλο πένθος (γνωστή και ως Βολιβιάνος στρατιωτάκος). Γράφτηκε Γενάρη-Φλεβάρη του 1968, δυο μήνες μετά τη δολοφονία του Τσε, και είναι ένα «γράμμα» όχι προς στον Κομαντάντε· απευθύνεται στον εκτελεστή του, το στρατιωτάκο, Μάριο Τεράν, υπαξιωματικό του βολιβιανού στρατού.
Και:
ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΣΗ
ΔΙΑΒΑΖΩ ξαπλωμένος
όλη τη ράθυμή μου Κυριακή.
Χαλαρώνω στο κρεβάτι μου
στο μαλακό προσκέφαλό μου
στις καθαρές μου τις καλές κουβέρτες,
αγγίζοντας πέτρα, λάσπη, αίμα,
τσιμπούρι, δίψα,
κάτουρo, άσθμα:
βουβοί αυτόχθονες που δεν καταλαβαίνουν
στρατιώτες που δεν καταλαβαίνουν
της θεωρίας κύριοι που δεν καταλαβαίνουν,
εργάτες, αγρότες που δεν καταλαβαίνουν.
Το διάβασμα τελειώνεις,
στρέφεις αλλού το βλέμμα,
σε ποια μεριά του ανέμου;
Μου καίει τα χέρια το βιβλίο,
απ’ τη στιγμή που το άνοιξα
κάρβουνο πυρωμένο
μου κάθεται στο στήθος.
Τα τελευταία λόγια νιώθω
από μια μαύρη τρύπα ν’ ανεβαίνουν.
Ο Ίντι, ο Παμπλίτο, ο ελ Τσίνο κι ο Ανιθέτο.
Ο κλοιός που σφίγγει.
Το ράδιο του στρατού
παραπλανάει.
Κι εκείνο το φτενό το φεγγαράκι
αβέβαια κρεμασμένο
μια λεύγα απ’ την Ιγέρα
και δυο απ’ την Πουκαρά.
Μετά σιωπή.
Δεν έχει άλλες σελίδες.
Τα πράμα δυσκολεύει.
Είναι η αρχή του τέλους.
Τελειώνει.
Παίρνει φωτιά.
Σβήνει
Θα ξαναγεννηθεί.
(Μετάφραση, Μπάμπης Ζαφειράτος, Οκτώβριος 2015)
Περιλαμβάνεται στο βιβλίο Αηδόνια και Μπαζούκας (2016). Μετάφραση – Σχολιασμός – Σχέδια: Μπάμπης Ζαφειράτος
Βλέπε και από Μποτίλια Στον Άνεμο: Γκεβάρα, ο Γκάουτσο (4 ποιήματα)
________________
Πρόκειται βέβαια για την Ανάγνωση του Ημερολογίου Βολιβίας, που είχε μόλις εκδοθεί στην Κούβα: (1 Ιουλίου 1968). Ο Ίντι, ο Παμπλίτο, ο Ελ Τσίνο και ο Ανιθέτο, Το φτενό φεγγαράκι ανάμεσα τις δυο πόλεις, και η παραπλανητική εκπομπή του ραδιοφώνου είναι αναφορές στην τελευταία εγγραφή του Τσε, με ημερομηνία Σάββατο, 7 Οκτ. 1967, σε υψόμετρο 2.000 μέτρα.
Στις 9 του μήνα, Δευτέρα (κι εφέτος Δευτέρα πέφτει), αιχμάλωτος μέσα στο σχολείο της Λα Ιγέρα, θα συνεχίσει να ζει στους αιώνες των αιώνων, χτυπημένος από τις σφαίρες του Βολιβιανού στρατιωτάκου Μάριο Τεράν.
Hasta la poesía de la revolución (siempre)
Μπάμπης Ζαφειράτος – Μποτίλια Στον Άνεμο
Για την Κατιούσα, 17 Ιουνίου 2017
__________________________________________
Αρχικές δημοσιεύσεις από την Μποτίλια Στον Άνεμο:
- Τραγούδι για τον Φιντέλ: Τσε Γκεβάρα: Ένα ποίημα για τον Φιντέλ − Σημειώσεις και Επίμετρο για την κρίσιμη αναμέτρηση στη Σάντα Κλάρα, 28-29 Δεκ. 1958 (φωτό)
- Νερούδα, Κορτάσαρ, Μπενεδέτι, Δάλτον: Ο Τσε εις τους αιώνες των αιώνων: 5 ποιήματα – 1 τραγούδι
- Περισσότερα για το Επικό Τραγούδι και για την επίμαχη επιστολή: Ο Φιντέλ του Πάμπλο Νερούδα: Για να μπορούν τα γιασεμιά να λάμπουν (πρώτη ελληνική μετάφραση) −Ένα Επικό Τραγούδι και η ιστορία του (2 VIDEO-ντοκουμέντα και Φωτό)
- Ετικέτα: Επικό Τραγούδι (Με 5 ποιήματα για τον Φιντέλ και την Κούβα)
- Τσε Γκεβάρα: Ημερολόγιο Βολιβίας ‒ Οι στίχοι του Νικολάς Γκιγιέν μέσα απ’ τα γεγονότα (Αφιέρωμα – Β’ Μέρος με 118 φωτό)
- Νικολάς Γκιγιέν (τα τέσσερα ποιήματα για τον Τσε): Νικολάς Γκιγιέν: Γκεβάρα, ο Γκάουτσο (4 ποιήματα) ‒ Σχολιασμός και Επίμετρο: Τα γεγονότα μέσα απ’ τους στίχους (Α’ Μέρος με 47 φωτό)
- Το ποίημα του Νικολάς Γκιγιέν: Μια Μακριά Πράσινη Σαύρα
- Για Γκιγιέν βλέπε επίσης Αηδόνια και Μπαζούκας
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
15 Trackbacks