“Η ιστορία των αθώων, στην ξερολιθιά γραμμένη, κι οι διωγμένοι να μετράνε μια ζωή κατεστραμμένη…”
Αθέμιτος πόνος – Ανάκληση μνήμης: Δυο αδημοσίευτα ποιήματα του Γιώργου Δ. Μπίμη
Αθέμιτος πόνος
Αυτός που δε μοιράζει στα ίσια το ψωμί,
αυτός που δεν κοιτάζει
το πρόσωπό του στο ραγισμένο καθρέφτη,
αυτός που δε λογαριάζει την απώλεια και τη μνήμη
και μετράει μόνο τις σταγόνες από το δικό του αίμα…
Αυτός
που σωπαίνει, που δεν αποκρίνεται στο θρηνητικό κλάμα
της καταιγιδοφόρας βροχής,
που δεν καταδικάζει τον τύραννο, τις άθλιες αβεβαιότητες,
το τέλειο έγκλημα…
Αυτός που δεν έχει προσηλωμένο το βλέμμα του στο αδούλωτο φως
της πανόσιας ιδεολογίας των ξωμάχων και των προλετάριων,
δεν είναι αδερφός μας μήτε σύντροφος…
Μη με παρερμηνεύσετε συνάνθρωποι…
Μονάχα το δεσμώτη θεάνθρωπο και τη φριχτή περιπέτεια το βίου του,
ήθελα να υπερασπίσω. Γιατί έρχεται η εκτεταμένη νύχτα
και, θ’ ανοίξει διάπλατα η αμπαρωμένη πόρτα
και τότε, θα αντιληφθούμε έκπληκτοι πως πέρασε ο καιρός
κι ο τρόμος που θα νιώσουμε για την αγυρτεία και για την εξαπάτηση
της αδιατάραχτης τάξης των πραγμάτων, θα ‘ναι απροσμέτρητος…
Μια ζωντανή λήθη για όλες εκείνες τις αναμάρτητες ψυχές
που παραδίδονται αμαχητί στο θάνατο,
πέρα, μακριά στις ατείχιστες και στις ανυπεράσπιστες πολιτείες,
στα ναυαγισμένα όνειρα, στα ρηχά νερά ή ακόμα δίπλα μας,
στους ανασκαμμένους κάδους των απορριμμάτων
της νωχελικής και της απαθούς πρωτεύουσας…
Πάντα και παντού, η ίδια ανελέητη θλίψη ζωγραφισμένη
στα βλέμματα των παιδεμένων συντρόφων μας,
στην τρυφερή επίκληση όλων εκείνων των ανήμπορων ψυχών
που γονατίζουν ανέκκλητα πάνω στο αμύρωτο χώμα…
Στην εγκαρτέρηση και στην ταπείνωση των κολασμένων όντων της γης,
κάθε νύχτα ακούω τις κραυγές, την οχλοβοή και τον εξοργισμένο άνεμο
και δεν ξέρω αν είσαι εσύ αδερφέ μου που θρηνείς
ή αν είναι τα επικηρυγμένα άστρα και το πεντάρφανο φεγγάρι,
που με την κλονισμένη πλέον πίστη τους, φωτίζουν αμυδρά
το ραγισμένο, από τους επαναλαμβανόμενους κρότους και από τις αστραπές,
ουρανό της λεηλατημένης πλάσης…
Ανάκληση μνήμης
Στη μεγάλη πολιτεία που ξανάβει σαν καμίνι,
απ’ την βία και το ψέμα, μια οδύνη έχει μείνει…
Στις πλατιές τις λεωφόρους, μια κραυγή το ανθρωπομάνι
κι ο τελάλης στην πλατεία διαλαλεί κι άλλο φιρμάνι.
…..
Στης Καισαριανής το μπλόκο, πιάστηκα κι εγώ κι εσύ
κι έδυσε η πρώτη νιότη, σ’ ένα έρημο νησί.
Η ιστορία των αθώων, στην ξερολιθιά γραμμένη,
κι οι διωγμένοι να μετράνε μια ζωή κατεστραμμένη.
Θάνατος, πατέρας πάντων, σε στημένες καταδίκες,
μ’ ένα τσούρμο καταδότες, με χαφιέδες στρατοδίκες.
…..
Στου μυαλού μου την αλάνα τα παιδιά, τρελό μελίσσι!
Αχ, μικρή νεράιδα Άννα, τ’ όνειρο είχε ραγίσει…
Πέρασαν βουνά τα χρόνια κι έγιναν οι μέρες σκόνη…
Κι ήρθαν στα μαλλιά μας χιόνια κι η κακοκαιριά στοιχειώνει!