«Η λέξη ελπίδα ποτέ δεν ακούστηκε τόσο πειστικά ποιητική όσο στην τέχνη του» – Ο Γιάννης Ρίτσος για τον Πωλ Ελυάρ

«Ο Ελυάρ, όσα κι αν χρωστάει στην ιστορία, είναι στεριωμένος στο παρόν…Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για έναν ποιητή απ’ το να τον αγαπάει ο λαός, να τον θεωρεί, να τον νιώθει δικόν του, δίχως ευγνωμοσύνη, απλά και φυσικά δικό του. Να τον αγαπάει…»

«Η λέξη ελπίδα ποτέ δεν ακούστηκε τόσο πειστικά ποιητική όσο στην τέχνη του» - Ο Γιάννης Ρίτσος για τον Πωλ Ελυάρ

Από τους πιο σημαντικούς ποιητές της Γαλλίας και του κόσμου ολόκληρου, υπήρξε ο Πωλ Ελυάρ και ακριβός φίλος του αγωνιζόμενου λαού της Ελλάδας, τα χρόνια που πολεμούσε την τριπλή φασιστική κατοχή, στη μάχη των 33 ημερών στην Αθήνας, τον Δεκέμβρη του 1944 και κατά την τρίχρονη εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.

Γεννήθηκε στις 14 του Δεκέμβρη 1895 στο Σεν Ντενί, μια πόλη κοντά στο Παρίσι και το  όνομα που πήρε από την οικογένειά του ήταν Ευγένιος Αιμίλιος Πωλ Γκριντέλ. Στον τόπο που γεννήθηκε θα ζήσει τα παιδικά του χρόνια.

Φοιτητής, στα 17 κι έχοντας προσβληθεί από φυματίωση, αναγκάζεται να διακόψει τις σπουδές του και να νοσηλευτεί σε σανατόριο κοντά στο Νταβός της Ελβετίας, μέχρι τον Φλεβάρη του 1914. Επιστρέφοντας στην πατρίδα του γνωρίζει την Γκαλά με την οποία θα παντρευτούν το 1917 και θ’ αποχτήσουν μια κόρη.

Την ίδια περίοδο δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα, ενώ γνωρίζεται με τους Αντρέ Μπρετόν, Λουί Αραγκόν και Τριστάν Τζαρά, με τους οποίους συμμετέχει αρχικά στο κίνημα του ντανταϊσμού και αργότερα του υπερρεαλισμού, απ’ το οποίο  θ’ αποχωρήσει το 1938.

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συμμετέχει στην Αντίσταση από τις τάξεις του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος.

Τον Δεκέμβρη του 1944, συγκλονισμένος από τον αγώνα του λαού της Αθήνας εναντίων των Άγγλων ο Ελυάρ γράφει το ποίημα «Η μάχη της Αθήνας»: «Peuple roi, people desespere/ tu n’ avais rien a perdre/ que la liberte/ – Λαέ βασιλιά, λαέ απελπισμένε,/ δεν είχε πια να χάσεις/ παρά τη λευτεριά σου». Το ποίημα γίνεται γνωστό το 1946, όταν ο κομμουνιστής ποιητής επισκέπτεται την Ελλάδα  μετά από πρόσκληση της ΕΠΟΝ.

Σ’ ολόκληρη τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στην Ελλάδα, ο Ελυάρ συμπαρατάσσεται ολόψυχα με τη δημοκρατική Γαλλία που εκφράζει την αλληλεγγύη της στους μαχητές και τις μαχήτριες του ΔΣΕ, με κινητοποιήσεις και συγκεντρώσεις αλληλεγγύης στο Παρίσι και άλλες πόλεις, στις οποίες ξεχώριζαν με τη δυναμική συμμετοχή τους οι Γάλλοι διανοούμενοι και καλλιτέχνες.

Τον Ιούνη του 1949 φτάνει στην περιοχή του Γράμμου επικεφαλής ομάδας Γάλλων διανοουμένων και πολιτικών. «Σκοπός του ταξιδιού μας δεν είναι να διαπιστώσουμε μονάχα τι κάνατε, παρά να βοηθήσουμε τη νίκη σας διαδηλώνοντας στον κόσμο αυτά που θα δούμε», τονίζει ο ποιητής στον χαιρετισμό του κατά την τελετή υποδοχή στις βουνοκορφές του Γράμμου, του βουνού που ταυτίστηκε όσο καμιά άλλη περιοχή με την ένδοξη εποποιία του ΔΣΕ.

Παρά την επιβαρυμένη από τη φυματίωση υγεία του, συνοδευόμενος από τον Πέτρο Κόκκαλη θα «οργώσει» για μια βδομάδα τον Γράμμο, φτάνοντας μέχρι την πρώτη γραμμή του μετώπου, όπου με τηλεβόα απευθύνεται στους στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού, θα συμμετέχει σε καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και θα παρασημοφορηθεί από την ΙΧη Μεραρχία του ΔΣΕ. «Η νίκη που κερδίζεται μ’ αίμα και δάκρυα θα δώσει πιο όμορφη ζωή σε όλους τους λαούς. Γιατί αυτή τη στιγμή υπάρχουν δύο στρατόπεδα, όπως και στη χώρα σας. Κείνο που πολεμάει για τη ζωή και κείνο που πολεμάει για θησαυρούς», θα πει στην τελετή παρασημοφόρησης.

Μετά την επιστροφή του στη Γαλλία, κυκλοφορούν στο Παρίσι, σ’ ένα λεύκωμα με τίτλο «Grece, ma rose de raison» («Ελλάδα, ρόδο του λογικού μου») έξι ποιήματά του που υμνούν τον αγώνα του ΔΣΕ.

Θα φύγει πρόωρα από τη ζωή, από καρδιακή προσβολή, στις 18 του Νοέμβρη 1952.

Σημαντική αναφορά στο έργο του Ελυάρ, βοήθημα σε μια πρώτη προσέγγιση, γνωριμία με τη γέννηση και την εξέλιξή του, αποτελεί εκτενές άρθρο του Γιάννη Ρίτσου στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (τ. 5/1955), από το οποίο αντιγράφουμε τα αποσπάσματα που ακολουθούν. Από το ίδιο δημοσίευμα αντιγράφουμε επίσης δυο μεταφρασμένα από τον Γ. Ρίτσο ποιήματα του Γάλλου κομμουνιστή ποιητή.

Γιάννης Ρίτσος – Πωλ Ελυάρ

(…)Στα 1917, όταν ακόμα οι φωτιές του πολέμου κατατρώνε το πρόσωπο του κόσμου, ο Ελυάρ, μέσα στο Παρίσι το τόσο εύθυμο, μέσα στην πολιτεία που «είναι πάντα φλογερή» και που «στους κινηματογράφους της τ’ αλητάκια σφυρίζουν την Κυρία με τις καμέλιες», ο Ελυάρ νιώθει πως «τίποτα δεν είναι πιο σκληρό απ’ τον πόλεμο το χειμώνα» κι ανάβει τη φωτιά των στίχων του για να ζεσταθεί.

(…)Από τότε κιόλας φαίνεται ο αληθινός ποιητής, ο άνθρωπος όχι ο αποκομμένος, μα ο άνθρωπος που βλέπει, που αγαπάει, που πονάει τον άνθρωπο, ο ποιητής που «ρίχνει το δεμάτι των σκοταδιών στη φωτιά», όπως θα πει αργότερα.

(…)Πάντα λοιπόν η κοινωνική του συνείδηση αγρυπνεί, όσο κι αν συχνά-πυκνά κατακαθίζει στη σιωπή, αδρανεί με τον έρωτα. Ξέρει πως η «απελπισία δεν έχει φτερά, μήτε κι ο έρωτας», ωστόσο «είναι τόσο ζωντανός όσο κι ο έρωτάς του κ’ απελπισία του». Κι ακόμη πιο πολύ, γιατί τα βλέπει και τα δυο και βλέπει πιο πέρα απ’ αυτά. Κ’ η φωτιά του όλο και φουντώνει καίγοντας κάθε τόσο ένα κομμάτι κι απ’ την ίδια του τη μοναξιά που την είχε για καταφύγιο, κι όχι για ορμητήριο. Μπορεί νάταν κάποτε μόνος, ίσως αναγκαστικά μόνος, άλλα ποτέ δεν υπερασπίστηκε τη μοναξιά. Δε στάθηκε ποτέ εχθρικά μόνος, μα «αδελφικά μόνος, αδελφικά ελεύθερος». Τα μηνύματα τού καιρού του τον φτάνουν όπου κι αν βρίσκεται πολύ νωρίς και δεν μπορεί να τούς πει όχι. Αλλιώς δε θάταν ποιητής. Απ’ όλο του το έργο απουσιάζει η λατρεία τού παρελθόντος. Δεν καταφεύγει σ’ αυτό, όπως εκείνοι που, δυσαρεστημένοι απ’ την εποχή τους, αδύναμοι να την πολεμήσουν, δειλοί να την κοιτάξουν κατάματα και να πασκίσουν να την μεταπλάσουν, πισωδρομούν στο παρελθόν για να κρυφτούν και να ντυθούν τη νοσταλγία ενός όποιου χαμένου παραδείσου. Ποτέ δεν το καταδέχεται ένας αληθινός ποιητής. Ετούτο το ένδυμα τού παρελθόντος, όποιου παρελθόντος, είναι πολύ θλιβερό και καθόλου κατάλληλο για να σεργιανίσεις τις σκληρά φωτισμένες λεωφόρους της εποχής μας. Ό,τι άξιο απ’ τα παλιά, όποια δύναμη δημιουργική, το ζει σαν κίνητρο ζωής κι όχι σα νοσταλγία επιστροφής, όχι σαν πόθο νεκρανάστασης, πισωδρόμησης κι αντιγραφής.

Ο Ελυάρ νιώθει πως μέσα στα σκοτάδια πρέπει ν’ ανοίξει ένα παράθυρο στο μέλλον. Πρέπει «να διαβάζεις μιάν ευτυχία δίχως όρια – μες στην απλότητα των γραμμών του παρόντος». Έτσι πρέπει, έτσι νιώθει, κ’ έτσι θέλει ο ποιητής. Οι καιροί είναι δύσκολοι. Μεγάλα όνειρα, μεγάλες κραυγές, ενθουσιασμοί και κατάρες γεμίζουν τον αγέρα. Φωτιές δημιουργικές και φωτιές καταστρεφτικές. Να κιόλας οι καπνοί απ’ την πυρκαγιά του Ράιχσταγ φλομώνουν την Ευρώπη. Χίτλερ, Μουσσολίνι. Κ’ η Ισπανία ανεμίζοντας στον αέρα μια σημαία από φωτιά. Ο ποιητής δεν μπορεί να μείνει με σταυρωμένα χέρια. Πρέπει να πάρει τη σωστή του θέση μέσα στον κόσμο. Να διαλέξει το δρόμο του σ’ αυτό το σταυροδρόμι της ιστορίας. Ήταν έτοιμος. Διάλεξε. Τι θα διάλεγε ένας ποιητής, ένας ακέριος άνθρωπος; Η ποίηση, έχει πει ο Μπωντλαίρ, είναι «η άρνηση τής αδικίας». Κι ο Ελυάρ είναι ποιητής. Βρίσκεται στο στρατόπεδο της άρνησης της αδικίας.

Πωλ Ελυάρ

Ποίημα του Πωλ Ελυάρ

ΣΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΜΗ ΚΛΙΜΑΚΑ

(Μεταφραστική δοκιμή Γιάννη Ρίτσου)

Το σ’ αγαπώ ήταν η Ισπανία
Που πολεμούσε για τον ήλιο
Το σ’ αγαπώ είναι το Παρίσι
Με τους παιδιάστικούς του δρόμους
Με τα καλότροπα παιδιά του
Κ’ η πρώτη απόπειρα
Κόντρα στους στρατιώτες του κακού
Κόντρα στον κακό θάνατο
Είναι το πρώτο φως
Μέσα στη νύχτα των δυστυχισμένων
Φως πάντα πρώτο
Πάντα τέλειο
Φως φιλίας
Κύκλος χορού όσο πάει πιο λυγερός
Και πιο πλατύς πιο ψυχωμένος
Σπόρος λουλούδι και καρπός και σπόρος
Και να το σ’ αγαπώ που παίρνει καλό τέλος
Για τους ανθρώπους τού αύριο.

Στα 1936 πηγαίνει στην Ισπανία. Αυτή η χρονιά σφραγίζει για πάντα την ποίησή του. Ο Ελυάρ από κει κ’ έπειτα ξεκαθαρίζει τη φωτιά του. Ο ίδιος θα πει «έχω φαρδύνει τα όρια της κραυγής». Ο ποιητής δεν είναι πια μόνος. Όλος ο κόσμος αρχίζει να μιλάει με το στόμα του. Γι’ αυτό κ’ η φωνή του βαθαίνει και πλαταίνει και δυναμώνει. Τα μοναχικά, τα ιδιαίτερα, τα ατομικά αισθήματα, δεν επιτρέπουν τη δυνατή φωνή. Τελειοποιούνται μ’ αυτήν. Όταν όμως ένας ποιητής δε μιλάει μονάχα για τις ερωτικές του επιτυχίες ή αποτυχίες, ή για τις όποιες ατομικές του φιλοδοξίες, μα γίνεται, από ουσιαστική συμμετοχή κι από αναπότρεπτη εσωτερική αναγκαιότητα, εκφραστής ενός λαού και μαζί όλου τού κόσμου, έχει δικαιώματα, ίσως ακόμη και υποχρέωση, σ’ έναν πιο υψηλό τόνο. Και πάντα με το απαραίτητο μέτρο. Δεν είναι απλώς ζήτημα μεταβολής της ποσότητας σε ποιότητα, μα κατ’ ευθείαν ζήτημα ποιότητας. Ένας άντρας που ουρλιάζει καταμεσίς του δρόμου γιατί τον εγκατέλειψε η φίλη του, όσο κι αν ατομικά είναι δικαιωμένος, στην κοινωνική του έκφραση μένει αδικαίωτος – κ’ η φωνή του ακούγεται παράταιρη και γελοία, (θα μπορούσαμε ίσως να τον συμπαθήσουμε αν τον βλέπαμε να καταπίνει το λυγμό του και να σκουπίζει κρυφά τα μάτια του). Μα η στεντόρεια φωνή που ζητωκραυγάζει την ημέρα τής απελευθέρωσης είναι πέρα για πέρα αρμοστή και δικαιωμένη.

(…)Από δω και μπρος ο ποιητής θα τροφοδοτεί μαζί με τούς πραγματικούς άντρες τη φωτιά τής ελπίδας τού κόσμου κ’ η ποίησή του όλο και πιότερο θα λαμποκοπάει, θα φωτίζει και θα ζεσταίνει.

(…)Στα δύσκολα χρόνια τού δεύτερου παγκόσμιου πολέμου βρίσκουμε τον Ελυάρ με ξεκαθαρισμένη ολότελα τη θέση του «κόντρα στους δήμιους των δικών του – κόντρα στο θάνατο», να περνάει μες απ’ τούς δρόμους τής παρανομίας κουβαλώντας στους ώμους του την παγκόσμια ευθύνη του και στις τσέπες του τούς εκρηχτικούς αντιστασιακούς στίχους του. Πηγαίνει από πόρτα σε πόρτα, από καρδιά σε καρδιά «να επιβάλει την ελπίδα στους σκλάβους που απελπίζονται». Κουβαλάει βόλια στους Μακί και αθανασία στους σκοτωμένους ήρωες. Κουράγιο φωνάζει στον κόσμο. «Η λάμπα του υποβαστάζει τη νύχτα όπως ένας αιχμάλωτος τη λευτεριά». Κ’ η φωτιά του φλογοκοπάει «κόντρα στους τρόμους τής νύχτας-κόντρα στους τρόμους τής στάχτης».

Ποτέ άλλοτε, στη λαμπρή ποίησή του, δεν είχαν ακουστεί τόσο βαθείς, τόσο συνταραχτικοί και «γυμνοί» τόνοι. Όσο στενότερα δένεται με το λαό, τόσο περισσότερο τού γίνεται οικεία η γλώσσα τού λαού. Η σύνταξή του εξομαλύνεται βρίσκοντας κάποιες αντιστοιχίες με τη σύνταξη τής καθημερινής ομιλίας. Φτάνει σε μιαν αφάνταστα πυκνή λιτότητα. Βιώνοντας τα ιδανικά τού καιρού του εκπορθεί το βαθύτερο νόημα αυτών των κοινών λέξεων που είχαν γίνει οι «πρόχειροι» εκφραστές αυτού τού ιδανικού. Ανακαλύπτει απ’ την αρχή αυτές τις λέξεις, ζει τον παλμό τους, τις καθιερώνει στην ποιητική του συνείδηση και τις αποκαθιστά στην τέχνη του. Τώρα που έχει νικήσει τις ατομικές του αντιστάσεις κ’ έχει συνυφανθεί με την πραγματικότητα τού καιρού του, κ’ έχει αγωνιστεί με το λαό μαζί, τώρα ανακαλύπτει το ανθρώπινο βάθος και το ποιητικό βάρος αυτών των απλών, των παραμελημένων απ’ την ποίηση λέξεων.

(…)Η καρτερικότητα κ’ η ελπίδα δεν τούλειψαν ποτέ. Τώρα είναι η πίστη. Γι’ αυτό και στις πιο δύσκολες ώρες δεν τού απολείπει το χαμόγελο. Αυτό το χαμόγελο φωτίζει όλη του την ποίηση. Κι όταν ακόμη, μες στή σκληρότητα τής κατοχής, οι στίχοι του γίνονται πιο τραχείς και περπατούν «ξυπόλητοι» μέσα στη δυστυχία, πάντα και κάπου θα διατηρήσουν λίγη τρυφερότητα, ένα λουλούδι θα ξεπροβάλει στους λάκκους που έσκαψαν οι οβίδες, ένα χαμόγελο θ’ ανθήσει στα χείλη τής πληγής, κ’ η ματιά μιας πεταλούδας θα ιλαρώσει το στεγνό τοπίο τής οργής, θα γυρίσει τη βλαστήμια σε τραγούδι και τη δυστυχία σ’ ελπίδα.

Γιάννης Ρίτσος

Ποίημα του Πωλ Ελυάρ

ΚΟΥΡΑΓΙΟ

(Μεταφραστική δοκιμή Γιάννη Ρίτσου)

Το Παρίσι κρυώνει το Παρίσι πεινάει
Το Παρίσι δεν τρώει πια καστανά καταμεσίς του δρόμου
Το Παρίσι έχει φορέσει παλιά ρούχα γριάς
Το Παρίσι δίχως αέρα κοιμάται ολόρθο στο μετρό
Πιότερα βάσανα επιβάλλουν στη φτωχολογιά
Κ΄η σοφία κ’ η τρέλα  
Του άμοιρου Παρισιού
Είναι ο καθάριος αέρας κ’ η φωτιά
Είναι η ομορφιά κ’ η καλοσύνη
Της πεινασμένης του αργατιάς
Παρίσι μη φωνάζεις βοήθεια
Είσαι έτσι ζωντανό από μια ζωή απαρομοίαστη
Και πίσω από τη γύμνια τής χλωμάδας σου
Και της αχάμνιας σου
Όλη η ανθρωπιά ανατέλλει μες στα μάτια σου
Παρίσι πολιτεία μου όμορφη
Λιανή σαν το βελόνι δυνατή σαν το σπαθί
Σοφή κι αθώα
Δεν το σηκώνεις το άδικο
Για σένανε μονάχα αυτό είναι η αταξία
Παρίσι θα λευτερωθείς
Παρίσι που τρεμοσαλεύεις σαν αστέρι
Ελπίδα μας που πάντοτε επιζείς
Θα λυτρωθείς από τη λάσπη και την κούραση
Αδέρφια ας κάνουμε κουράγιο
Μεις που δεν έχουμε ούτε κράνη
Ούτε και μπότες κι ούτε γάντια
Κι ούτε είμαστε και καλοαναθρεμένοι
Μια αχτίνα ανάβει μες στις φλέβες μας
Ξαναγυρνάει σε μας το φως μας
Οι πιο καλοί από μας πεθάνανε για μας
Και ξαναβρίσκει την καρδιά μας το αίμα τους
Κ’ είναι ξανά πρωινό ένα πρωινό του Παρισιού
Η χαραυγή τής λύτρωσης
Το διάστημα της αναγεννημένης άνοιξης
Η ηλίθια δύναμη παίρνει την κάτου βόλτα
Ετούτοι οι σκλάβοι οι εχθροί μας
Αν καταλάβουν
Αν άξιοι ’ναι να καταλάβουν
Θα ξεσηκωθούν.

(…)Ο Ελυάρ έχει γνωρίσει όλους τους μεγάλους ποιητές όλων των χωρών και των χρόνων. Διαθέτει μιαν απέραντη ποιητική μνήμη. Γι’ αυτό η κάθε του λέξη, έχοντας στις φλέβες της την αφομοιωμένη αυτή πείρα, αυτό το «αιώνιο αίμα», δημιουργεί ανεξάντλητες αντηχήσεις μένοντας ωστόσο εντελώς νέα και μοναδική, διαρκώς πλουτιζόμενη απ’ το τώρα και ακτινοβολώντας προς το αύριο. Κ’ η δική του πείρα με τη σειρά της γίνεται αίμα στις φλέβες των ποιητών τού καιρού του και τού τόπου του κι όλων των τόπων. Το τι τού χρωστάει η σύγχρονη ποίηση δε χρειάζεται να ψάξουμε πολύ για να το βρούμε. Σε κάθε σχεδόν νέο ποιητή, είτε το θέλει είτε όχι, είτε το ξέρει είτε όχι, θ’ ανακαλύψουμε κάποιες γνωστές μας χειρονομίες του Ελυάρ, κάποιους τρόπους του, κάποια τοπία του, πούναι πιά τοπία τού κόσμου.

Τα συνηθίσαμε, τα θεωρούμε δικά μας, είναι δικά μας. Δεν παραξενευόμαστε πιά. Ο ποιητής μάς κάνει δικά μας τα δικά μας, τόσο αβίαστα, τόσο απλά, σα να μην τού χρωστάμε τάχα τίποτα. Δεν έκανε παρά το καθήκον του. Θα τον υποβιβάζαμε αν τού χρωστούσαμε ευγνωμοσύνη – όπως δε χρωστάμε ευγνωμοσύνη στη μάνα μας που μάς γέννησε και μάς μεγάλωσε – δεν τής λέμε καν ευχαριστώ. Μονάχα την αγαπάμε. Μάς έδωσε ό,τι καλύτερο είχε. Μάς συνδαύλισε ό,τι καλύτερο είχαμε. Τής δίνουμε ό,τι καλύτερο έχουμε: να την αγαπάμε, να φροντίζουμε να γίνουμε καλύτεροι, ν’ αγαπάμε ό,τι καλό υπάρχει, να υποστηρίζουμε με τη ζωή μας την ευτυχία τού κόσμου. Τέτοιος είναι ο ρόλος τού ποιητή. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμή για έναν ποιητή απ’ το να τον αγαπάει ο λαός, να τον θεωρεί, να τον νιώθει δικόν του, δίχως ευγνωμοσύνη, απλά και φυσικά δικό του. Να τον αγαπάει.

(…)Κι ο Ελυάρ, όσα κι αν χρωστάει στην ιστορία, είναι στεριωμένος στο παρόν. Ποτέ  δε δανείζεται σύμβολα απ’ την ιστορία και τη μυθολογία. Αποφεύγει τα σύμβολα. Είναι ζωντανός. Πάντα παρών. Κι αντλεί απ’ την καθημερινή ζωή, απ’ τα απλά περιστατικά τής ζωής του και τού λαού του κι αυτά με την τέχνη του τα υψώνει σε σύμβολα όχι μυθοπλαστικά μα πλαστικά. Δεν καταδέχεται να στηρίζει την τέχνη του στα δεκανίκια προετοιμασμένων αισθητικών συμβόλων που θα τού εξασφάλιζαν την επιδοκιμασία εκείνων που λατρεύουν τις τυποποιημένες μουσειακές μορφές. Ο Ελυάρ είναι πολύ άνθρωπος έτσι που να μην καταδέχεται το θαυμασμό τους. Χώνει τις ρίζες του στη ζωή κ’ η ποίησή του ανθοβολάει. Οι πιο κοινές, οι πιο πεζές λέξεις, πυρωμένες στην καρδιά του, βρίσκουν όλο το ποιητικό τους βάθος στα χείλη του. Μιλήσαμε στην αρχή για τη λέξη φωτιά. Δεν είναι μόνο αυτή. Κ’ η λέξη ελπίδα ποτέ δεν ακούστηκε τόσο πειστικά ποιητική όσο στην τέχνη του. Κ’ η κάθε λέξη έγινε φωτιά που ανάβει τη φωτιά τού κόσμου για να κάψουμε το θάνατο. Ακόμη και τα τόσα αφηρημένα ουσιαστικά που τόσο δυστροπούν και τόσο δύσκολα υποτάσσονται στον ποιητικό λόγο, στα χέρια τού Ελυάρ γίνονται σκέτα, δυνατά ουσιαστικά. Και τα πολλά του επίθετα χάνουν το διακοσμητικό τους χαραχτήρα και σα να γίνονται κι αυτά ουσιαστικά. Κ’ οι πλάγιες πτώσεις, τόσο συχνές στη γαλλική γλώσσα, που συνήθως σέρνονται σαν ασυμμάζευτες ουρές και θαρρείς πως κρέμονται έξω απ’ το στίχο, στο περιθώριο τού χαρτιού σαν ερμηνευτικά σχόλια με την τέχνη τού Ελυάρ κάπως σαν ονομαστικές, γίνονται σώμα τού στίχου. Γιατί κ’ η ποίηση του Ελυάρ είναι το σώμα της πιο υψηλής πίστης του Ανθρώπου.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: