Ηλέκτρα Στρατωνίου – Αφιέρωμα στον αγώνα των μεταλλωρύχων της Χαλκιδικής
“Ξέραμε πως θα διψάσουμε τον χειμώνα,
με δηλητήρια και ψήγματα χρυσού το νερό,
μοιραίο μίγμα αργού, σιωπηλού θανάτου.
Με πείσμα, γερά σφίξαμε τις γροθιές μας
να μην χαθούμε στον βωμό του πλούτου τους!”
Ένα όμορφο ποιητικό-εικαστικό αφιέρωμα στον πολυήμερο απεργιακό αγώνα των μεταλλωρύχων της «Ελληνικός Χρυσός» στη Χαλκιδική, μας έστειλε η ποιήτρια και ζωγράφος Ηλέκτρα Στρατωνίου, από τη γενέτειρά της, το Στρατώνι Χαλκιδικής.
«Είμαι και εγώ παιδί των μεταλλείων τέταρτης γενιάς, έζησα στο “πετσί μου” την δύσκολη ζωή τους και τις βάρβαρες συνθήκες που αναγκάζονταν να υποστούν από τα αφεντικά, για ένα μεροκάματο του τρόμου! Η απεργία τους κρατάει γερά και είδη κέρδισαν ορισμένα από τα αιτήματα τους. Θα παλέψουν ενωμένοι ως τη τελική Νίκη τους!» σημειώνει επικοινωνώντας μαζί μας.
Τα ποιήματα εμπεριέχονται στην ποιητική της συλλογή «Σε φόντο κόκκινο». Ο πίνακας ζωγραφικής είναι από τη σειρά 10 έργων της Ηλέκτρας Στρατωνίου, «Μεταλλεία – Μεταλλωρύχοι».
ΚΟΙΝΩΝΗΣΑΜΕ ΒΡΟΧΗ
Νιώθαμε ως το μεδούλι υπόγειους
κραδασμούς να εξελίσσονται ταχύτατα
στο μικρό μας πολύπαθο Στρατώνι.
Στα Ασπροχώματα, στις Σκουριές,
η επιφάνεια της γης ξέρασε θειάφι,
υδράργυρο, αρσενικό, σελήνιο, κυάνιο,
επίγεια κι υπόγεια ύδατα κιτρίνισαν.
Στο παρθένο δάσος του Κάκκαβου
ούρλιαζαν σειρήνες του συναγερμού
έτρεχαν λαχανιασμένα, τρομοκρατημένα
τα ζώα να κρυφτούν στις σπηλιές τους!
Τράνταξε το κορμί φόβος κι ανατριχίλα,
πάγωσε η ψυχή μας στο βουητό της γης
μετά είδαμε δελφίνια να ξοκείλουν πάνω
στα βράχια, με του θανάτου απόφαση
ζωγραφισμένη στο γελαστό τους ρύγχος!
Κοινωνήσαμε κρυφά εκείνο το βράδυ,
ήπιαμε τις τελευταίες Σεπτεμβριάτικες
σταγόνες βροχής κάνοντας τον σταυρό μας,
στ’ όνομα του Πατρός – του Υιού – Αμήν!
Ξέραμε πως θα διψάσουμε τον χειμώνα,
με δηλητήρια και ψήγματα χρυσού το νερό,
μοιραίο μίγμα αργού, σιωπηλού θανάτου.
Με πείσμα, γερά σφίξαμε τις γροθιές μας
να μην χαθούμε στον βωμό του πλούτου τους!
– Ας κρύψουμε βροχή και σύννεφα αδέρφια μου!!!
ΑΠΡΟΣΕΚΤΟΣ
Δούλευε από παιδί σε στοές και στα πλυντήρια των μεταλλείων Κασσάνδρας.
Σημαδεμένα τα χέρια του απ’ τον γκασμά και καμένα απ’ τα φουρνέλα,
ποτισμένο ως το κόκκαλο το κορμί του από λασπόνερα και δηλητήρια.
Είχε μια χήρα μάνα, την γυναίκα του και δυο μικρά παιδιά κι όλοι έπρεπε να ζήσουν.
Γελούσε, τραγουδούσε στο σκοτάδι την μοναξιά, τους φόβους και τους εφιάλτες του!
Έβγαζε στον χάρο την γλώσσα του και κορόιδευε, του μιλούσε, τον λιθοβολούσε!
-Τον έλεγαν Πέτρο, ή μήπως Δημήτρη;
Εκείνη την μέρα δούλευε στα πλυντήρια σ’ ένα επικίνδυνο πόστο, μ’ έναν ατσάλινο λοστό
το μάγμα του μεταλλείου έσπρωχνε σ’ ένα τεράστιο χωνί θραυστήρα, διαόλου μηχανή…
Ένα γρανάζι σκάλωσε, άρπαξε μέσα τον λοστό άλεσε μάγμα και κορμί, το έτρωγε, μασούσε,
κατάπινε και δεν χόρταινε, δεν μπόρεσε κανείς να σταματήσει την χαλασμένη μηχανή…
-Τον έλεγαν Πέτρο; Ναι, καλά θυμάμαι…
«Τιμής ένεκεν», κήρυξαν αργία στο εργοστάσιο των μεταλλείων την μέρα της κηδεία του,
με μεγάλες απώλειες κέρδους… Την ίδια μέρα ο δικαστής στο πόρισμα του έγραψε:
-Απρόσεκτος! Ανθρώπινο λάθος! Ουδεμία ευθύνη στην Εταιρία! Αθώο το αφεντικό!
Ο νεκρός έφταιγε γιατί τραγουδούσε κι ο χάρος θύμωσε, έδειξε τα νύχια του και πάει….
Χήρα η μάνα του κι’ η νύφη της τώρα χήρα με δυο παιδιά, ορφανά «κουταβάκια» που
΄κλαιγαν δεμένα μ’ αλυσίδες στης μάνας τους τις γάμπες…
Πάει ο πατέρας, τα φιλιά, η αγκαλιά, τα χάδια. Και τα λεφτά για το ψωμί ήτανε λίγα!
Έρανο κάναν στο χωριό, πήρανε δανεικά της παρηγόριας για την κηδεία του εργάτη.
Τυραννία όλη η ζωή του! Τριάντα δύο (32) χρόνια έζησε μόνον χειμώνες και θάνατο!
Ποτέ δεν θα ξεχάσω, ήμουν εκεί όλα τα είδα!
Τον έλεγαν ΠΕΤΡΟ Ρ… Έτσι τον φώναζε η μάνα του, πάνω απ’ το φέρετρο….
-ΠΕΤΡΟΟ ΓΙΕΕ ΜΟΥ!!!