ΗΡΘΕ ΚΑΙΡΟΣ
Απόσπασμα από το ποίημα του Κ. Χατζόπουλου «Ένα παραμύθι». Δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη», στις 31 του Μάη 1925, με τον τίτλο «Ήρθε καιρός».
Κανένας δε σαλεύει; μέσ’ στο στήθος
δε νοιώθει αντρίκια την καρδιά κανείς;
μπροστά σ’ έναν και τρέμει τόσο πλήθος;
Σκιαχτά κοντά του σάλεψαν δυο – τρεις
και κάποιοι ανανοήθηκαν πιο πέρα
και μαζεύτηκαν γύρω του δειλά
κάποια κεφάλια νέα· και τον αέρα
γεμίσαν οι φωνές: «Στο βασιλιά!»
«Ποιο βασιλιά;» αγριεμένα ο νέος βρυχήθη
– «Τον άρχοντά μας θέλομε να βγει,
τον πόνο μας να δει», βούισαν τα πλήθη
«Ποιον άρχοντα; άρχος είσαι μόνο εσύ!
Ξύπνα μονάχα απ’ το αποκοίμισμά σου,
μη σκύβεις, λεημοσύνες μη ζητάς,
τρίξε τα δόντια, αγρίεψε, ανταριάσου,
σπάσε όποιο εμπρός σου εμπόδιο απαντάς.
Ρίχνε ό,τι κόβει την ορμή σου, χύμα
σαν ακράτητη θάλασσα πλατιά·
κάθε άλλο μεγαλείο μπροστά σου τρίμμα
ας πέσει απ’ τη γερή σου τη γροθιά.
Αιώνες δεν απόστασες να γέρνεις
σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό,
να σου θερίζουν άλλοι ό,τι εσύ σπέρνεις,
αργούς να τρέφεις στάζοντας ιδρό;
Να χύνεις αίμα αυτούς για να πλουταίνεις,
να τους υψώνεις σκύβοντας στη γη,
και συ να λαχταράς, να μη χορταίνεις
και το πικρό σου, το ξερό ψωμί!»
«Πικρό ψωμί! ξερό ψωμί» ξεχύθη
κραυγή βραχνή, βοή βαριά, βαθιά,
σα να στενάξαν χίλια – μύρια στήθη
από της γης τα πέρατα πλατιά.
Και με ολόρθο κορμί το παλληκάρι,
στην πλάτη η χήτη ανέμισε χυτή:
«Ήρθε ο καιρός», ξανάκραξε να πάρει
το δίκιο του καθένας στη ζωή.
Το δίκιο αυτό όμως δεν το ζητιανεύουν·
με ψηλά το κεφάλι το ζητούν
και με το χέρι ορθό το διαφεντεύουν,
το αρπάζουν με βία απ’ όποιους το κρατούν.
Την πόρτα αν δε ανοιεί τη σπουν, σας είπα·
τι στέκεστε, τι γέρνετε σκυφτοί;
Λαέ σκλάβε, δειλέ, ανανιώσου, χτύπα
και κέρδισε μονάχος το ψωμί.
Ιερή φωτιά όποιον μέσα τον πυρώνει
και την ψυχή τού πνίγουν τα δεσμά,
κοντά μου! Κάτω ας πέσει ό,τι σηκώνει
γαύρο κεφάλι ενάντια μας! Μπροστά!».
Κ. ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ