«Ήταν Δεκέμβρη δεκατρείς, Δευτέρα ημέρα…» (Καλάβρυτα, 1943)

…Ύφανε η νύχτα της ομίχλης πέπλα και, πριν φύγει,
σκέπασε τα Καλάβρυτα με σάβανο θολό, πηχτό.
Με κρύες γάζες τύλιξε των σκλάβων τις καρδιές,
πικρή στη γέψη στέγνωσε τη γλώσσα,
της αναπνιάς πλοκάμια, μάργωσε τα στήθη…

«Ήταν Δεκέμβρη δεκατρείς, Δευτέρα ημέρα…» (Καλάβρυτα, 1943)

ΣΦΑΓΗ

Ήταν Δεκέμβρη δεκατρείς, Δευτέρα ημέρα.
Ύφανε η νύχτα της ομίχλης πέπλα και, πριν φύγει,
σκέπασε τα Καλάβρυτα με σάβανο θολό, πηχτό.
Με κρύες γάζες τύλιξε των σκλάβων τις καρδιές,
πικρή στη γέψη στέγνωσε τη γλώσσα,
της αναπνιάς πλοκάμια, μάργωσε τα στήθη.
Οι Αλαμάνοι με φιδίσια μάτια θανατά,
με κρύα γκρίζα μάτια στέκονται φρουροί
και κρατούν της ομίχλης την ταφόπετρα,
που την τρυπούν της εκκλησιάς οι τρούλλοι
με δυο λευκούς σταυρούς απελπισίας.
Σαν ένα μνήμα απέραντο φαντάζει ο κάμπος.
Και ξάφνου σαν ολολυγμός, σα θρήνος
της καμπάνας το στόμα αρχίζει ν’ αλαλάζει
βραχνή βουή, στους σκλάβους προσκλητήρι,
κόλασης κάλεσμα στου Χάρου το τραπέζι

Μέσα στην καταχνιά σαλεύουν τότε
κι αρχίζουνε να τρέχουν τρομαγμένα
ανθρώπινα φαντάσματα, να τρέχουν
άντρες, παιδιά, γυναίκες, νέοι, γέροι.
Ο ένας στ’ αλλουνού τα μάτια φρίκη μόνο,
μόνο τη φρίκη βλέπει και διαβάζει.
Μια κουβέρτα κρατούν στον ώμο τους σφιχτά
και τροφές για ταξίδι — ποιο ταξίδι; — μιας ημέρας.
Φτάνουν στην πλατεία. Της καταχνιάς τη στάχτη
ρουφούν οι ουρανοί κι οι σκλάβοι
στης αγωνίας τα σαγόνια παραδέρνουν.
Κι ήρθε η προσταγή σα γρυλλισμός θεριού οργισμένου.
Τα παιδιά, δώδεκα χρόνων και κάτου,
με τις γυναίκες να παν προς το σκολειό
κι οι σερνικοί, παιδιά και νέοι και γέροι,
προς το νεκροταφείο να βαδίσουν.
Της υποψίας τα φίδια μπήγουν πιο βαθειά
τα δόντια τους στων σκλάβων τις καρδιές.

Φριχτή πομπή. Κοντά χίλια λείψανα βαδίζουν
κι ανηφορίζουν ζωντανά στο γολγοθά τους.
Βουβοί μαζί τους ψάλτες και παπάδες,
λείψανα ζωντανά κι αυτοί στου μαρτυρίου το δρόμο.
Στο λόφο ο Γερμανός λοχίας τούς μετράει,
όπως ένας χασάπης τα σφαχτά του.
«Θεέ μου, θα μας σκοτώσουν οι κακούργοι!»

Τότε ένα βουητό σηκώθη από το πλήθος.
όπως όταν βυθίζεται καράβι
κι ανοίγουν τα νερά του πόντου — ίδιος τάφος —
και για τους επιβάτες έλεος δεν υπάρχει,
δεν υπάρχει σωτηρία.
Ο Γερμανός λοχίας τότε ουρλιάζει,
να τους ειπεί, πως δε θα τους σκοτώσουν,
αλλά φωτιά στα σπίτια τους θα βάλουν
κι η τιμωρία τους θάναι να τα ιδούνε.
Λίγες στιγμές ακόμη κι απ’ την πόλη
σηκώθηκε ο καπνός απ’ άκρη σ’ άκρη.
Οι φλόγες λιμασμένες τρώνε τώρα
τις κούνιες των μωρών, των γέρων τα κρεβάτια.
Όνειρα και καημοί κι ελπίδες, όλα στάχτη.

Ξάφνου, πέντε φωτοβολίδες σφεντονίσθηκαν στα ύψη
κι ευτύς από τα πολυβόλα, γύρω – γύρω,
όχεντρες μύριες, σιδερένιες, έσκισαν σφυρίζοντας,
τον πράο, πρωινόν αέρα πέρα ως πέρα.
Αόρατο μελίσσι σκλήρισαν κι εσπάραξαν
τις σάρκες των σκλάβων, τις καρδιές, τα σπλάχνα.

Τότ’ ένας βόγγος εσηκώθη ουρανοδρόμος,
ασίγαστος ο θρήνος του αρχαίου χορού
της Μοίρας των ανθρώπων στους αιώνες.
Σκληρά τα «ξανθά χτήνη» του Βορρά μυρίστηκαν
το αίμα, σαν τις ύαινες κι εσίμωσαν
τους νεκρούς, που με γυάλινα τα μάτια
έβλεπαν τους θλιμμένους ουρανούς.
Και τότε σα σκυλιά, που λυσσασμένα,
μ’ άφρη στο στόμα και μανία δαγκώνουν,
ό,τι βρεθεί μπροστά τους κι ανασαίνει,
σα θεριά, που μεθούν από το αίμα
και ξεσκίζουν το θύμα τους κι ας μην πεινούνε,
έτσι των Ούνων η καταραμένη φύτρα,
δρασκελώντας τα πτώματα ζητούσε
όποιον ακόμη σάλευε ν’ αποτελειώσει.

Καλότυχοι, που κλείσανε τα μάτια και δεν είδαν,
δεν άκουσαν τους θρήνους, τις φωνές, το κλάμα,
που τράνταζε τους τοίχους του σκολείου
από τις αδερφές, τις κόρες, τις μανάδες,
τις γερόντισσες, τ’ ανήλικα, τα βρέφη,
που τις έκλεισαν μέσα και κατόπι
εβάλανε φωτιά για να τις κάψουν.
Ω σεις, πού για πολιτισμό μιλάτε κι ανθρωπιά,
το πρόσωπό σας κρύψετε σκυμμένοι
από ντροπή, μπροστά σε τούτο το σκολειό,
που φλόγες πυρπολούν και περιζώνουν!
Τι κι αν ευρέθηκε σε τρεις χιλιάδες ένας
και τους άνοιξε την πόρτα να σωθούνε;
Καμμένο το σκολειό και γκρεμισμένο,
με τα παράθυρά του — κούφια μάτια —
και την πόρτα — στόμα του ανοιχτό —
πέτρινο κρανίο της Παιδείας μας εμπαίζει,
αναγελάει, σαρκάζει τις κουλτούρες.

Σα μια στάνη που σκούζοντας σκοντάφτει
και τρέχει απ’ του θεριού τα δόντια να γλυτώσει,
έτσι το φρενιασμένο γυναικόπαιδο σκορπίστη,
του μακελλάρη να ξεφύγει το μαχαίρι.

Κι ήρθε η νύχτα ζοφερή, νύχτα Δεκέμβρη,
κι έσκυψε το δικό της σάβανο ν’ απλώσει
πάν’ από ζωντανούς και πεθαμένους.
Οι νεκροί καινούργια αυγή δεν περιμένουν,
μ’ αυτοί που ζουν, μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια,
κείνη προσμένουν, να σηκώσει την αυλαία,
το τρομερό σφαγείο ν’ αντικρύσουν.
Τίποτες οι νεκροί πιά δε ζητάνε,
μόνο τα χέρια μάννας, αδελφής, γυναίκας,
να τους κρύψουν μονάχα από τ’ αγρίμια,
τις αλεπούδες, τα σκυλιά και τα κοράκια.
Κι ήρθε το φως της μέρας, που σκορπάει
τους απονύχτερους τρόμους, τα τελώνια…
Μα τούτη η μέρα τι πάει να ξεσκεπάσει;

Θεέ μου ! σ’ αυτά τα στήθη, πούδωσαν το γάλα
στα σκοτωμένα τους παιδιά, που θ’ αντικρύσουν,
βάλε μια πέτρα για καρδιά σ’ αυτές τις ώρες!
Στις νιες γυναίκες, που θα σκύψουν να φιλήσουν
τους άντρες τους λείψανα κρύα, ματωμένα,
Στις αδελφές, στις θυγατέρες, στα παιδάκια,
το φίλτρο της υπομονής, το θάρρος χάρισέ τους!
Δεν έρχονται στο γολγοθά σα μυροφόρες,
αρώματα δε φέρνουν, καθαρά σεντόνια δε γυρεύουν,
λίγο νερό να πιούν, για να μπορούν να κλαίνε,
λίγο νερό, να νίψουνε τα πρόσωπα μονάχα
των σκοτωμένων, δεν υπάρχουν πληγωμένοι.
Τρέμουν τα γόνατά τους, Θεέ μου, και τα χέρια.
Στα ματωμένα χώματα τα πόδια τους γλιστράνε.
Πώς θα σηκώσουν τους νεκρούς μες στις απλάδες
πώς στο νεκροταφείο θα τους πάνε;
Τους τάφους πώς θα σκάψουνε με νύχια ματωμένα;
Είναι τα σπίτια κάψαλα, τίποτε πια δε μένει·
στάχτες μονάχα και καπνοί κι οι θύμησες μαυρίλα.
Θάν’ όλα μαύρες θύμησες, μόνο θα ξεχωρίζει
μια αυγή, που άσπρισε ο βωμός με μια πασπάλα χιόνι
κι όλη η πλαγιά λουλούδισε μ’ άλικες παπαρούνες.

Τόσα χρόνια περάσαν από τότε…
Το βωμό σταυρός πελώριος σημαδεύει.
Μα δίπλ’ απ’ το βωμό μέρες και νύχτες,
στα χιόνια, στις βροχές και στα λιοπύρια,
γονατισμένη η Μοίρα των ανθρώπων
προσεύχεται στη θέαινα την Ειρήνη,
λυτρωτής ποθητός νάρθει κι οδηγήτρα.

Π. Χρονόπουλος

Ανθολογία Ελληνικής Αντιστασιακής Λογοτεχνίας 1941-1944 ΤΟΜΟΣ ΙΙ ΠΟΙΗΣΗ, εκδόσεις Ηριδανός – Επιλογή: Έλλη Αλεξίου – Επιμέλεια: Μαρίκα Μινεέμη

Εικόνα – εικαστικό: Α. Τάσσος, «Καλάβρυτα – Η εκτέλεση»

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: