Κασσάνδρα
Ένα αδημοσίευτο ποίημα του Γιώργου Δ. Μπίμη
Ξέρω μι’ αλήθεια, όμως πώς να σας τη πω,
στην απομόνωση κι ο πόνος δε μιλάει,
μ’ ό,τι κι αν σπείρεις στο χωράφι το νωπό,
καρπούς γλυκόπικρους η γη γεννοβολάει…
Στην άγια πάλη του καλού και του κακού,
ότι εμπνέει την ελπίδα θα σε σώσει,
μα, μην ενδώσεις στην ορμή του πανικού,
μη φοβηθείς την ασυγκράτητη την πτώση.
Κι όλα αυτά που ειπωθήκαν στη στιγμή,
στις αντιφάσεις που δονούν την κοινωνία,
οι απορρίψεις, τα κενά κι οι δισταγμοί,
θα ‘ναι για σένα μια καινούρια τυραννία.
Τούτος ο κόσμος που πασχίζει ν’ αποδράσει,
στ’ άγνωστα βάθη που μονάχη κατοικώ,
πρέπει το πάθος του στα ίσια να μοιράσει,
να ‘χει το γνώθι! στον καιρό το βιαστικό.
Κι αυτό το άγνωστο-γνωστό που μας γεννάει
κι αυτό που ρίχνει τη ζωή μας στα βαθιά,
είναι μια χίμαιρα που φεύγει και περνάει,
ένας ορίζοντας, με πέτρες κι αψιθιά…
…..
Αυτός που ήρθε τη σκυτάλη για να πάρει,
κρατά τη μοίρα μας στα χέρια του τα δυο,
μα, μην τ’ αφήσετε σκαρί για να μπαρκάρει,
γιατί ο τόπος μας θα γίνει ρημαδιό.
Για μια Ελένη που το κάλλος της μεθάει,
μυριάδες νιοι από μαχαίρι θα χαθούν…
Κι αυτό με θλίβει, με ματώνει, με πονάει,
για τις μανάδες που στα μαύρα θα ντυθούν.
Και η Εκάβη, που τους γιους της θα θρηνήσει,
είναι γονιός μου κι έχει τόσο κουραστεί!
Τούτο το σπάραγμα την έχει αφανίσει,
σε ποιο μακάριο θεό να ορκιστεί;
Είπα: «ο ίππος, να μην μπει ποτέ στην πόλη,
γιατί ‘ναι τέχνασμα, δεν είναι χαριστήριο,
μέσα στις κρύπτες ενεδρεύουν οι διαβόλοι,
να μελωδήσουνε παιάνα νικητήριο…»
Αυτή η πόλη που η αίγλη της θαμπώνει,
σαν πύργος χάρτινος στη γη θα γκρεμιστεί
κι η θεία Νέμεσι, θωρώντας την, βουρκώνει,
αφού το έγκλημα δεν έχει δικαστεί…
Κι η Αθηνά, που τους ανήμπορους προστρέχει,
ν’ απλώσει χέρι, να μην πέσω στο γκρεμό,
αχ, Ανδρομάχη! ο χρησμός, μάς κατατρέχει
και πως θ’ αντέξεις τον ωμό το χωρισμό;
Διαβαίνουν ώρες ζοφερές, μέρες και μήνες
κι οι κωπηλάτες τ’ άγριο κύμα προσπερνούν,
ο Αγαμέμνονας με πάει στις Μυκήνες
κι άγονες μνήμες την ψυχή μου τυραννούν.
…..
Κι εγώ, η μάντισσα, που πρόβλεψα το μέλλον,
μέσα στο βάσανο, τα έσχατα δεν τα ’δα,
σ’ αυτόν τον κόσμο το δεινό των ανδρεικέλων,
μια άγια κόρη θα πεθάνει στην Ελλάδα!