«Κοχλάζει ο αγώνας, και με βήματα βαδίζει…» – Στρέφοντας το βλέμμα στον Βούλγαρο επαναστάτη, ποιητή Χρίστο Μπότεφ και το έργο του
Επαναστάτης, ποιητής, δημοσιολόγος και εθνικός ήρωας του βουλγαρικού λαού, ο Χρίστο Μπότεφ χαιρέτισε την Κομμούνα του Παρισιού, σύνδεσε την εθνική απελευθέρωση της Βουλγαρίας με την κοινωνική της απελευθέρωση και πολέμησε ενάντια στην τουρκική στρατοφεουδαρχική κυριαρχία χάνοντας τη ζωή του σε μάχη.
Επαναστάτης, ποιητής, δημοσιολόγος και εθνικός ήρωας του βουλγαρικού λαού, ο Χρίστο Μπότεφ χαιρέτισε την Κομμούνα του Παρισιού, σύνδεσε την εθνική απελευθέρωση της Βουλγαρίας με την κοινωνική της απελευθέρωση και πολέμησε ενάντια στην τουρκική στρατοφεουδαρχική κυριαρχία χάνοντας τη ζωή του σε μάχη.
Ο Χρίστο Μπότιοφ Πέτκοφ (όπως ήταν το όνομά του όταν γεννήθηκε) ήρθε στον κόσμο στις 6 του Γενάρη 1848, στο Κάλοφερ. Ήταν γιος του Βούλγαρου δάσκαλου και διαφωτιστή Μπότιο Πέτκοφ (1815-1869).
Το φθινόπωρο του 1863, μετά από ενέργειες του πατέρα του έφτασε στην Οδησσό για σπουδές, με υποτροφία του ρωσικού κράτους. Στο γυμνάσιο που φοιτούσε πρωτοστάτησε με άλλους συμμαθητές του στις διαμαρτυρίες ενάντια στον αυταρχισμό των καθηγητών που χρησιμοποιούσαν την σωματική τιμωρία και τους ξυλοδαρμούς ως μέσο για την επιβολή αυστηρής πειθαρχίας. Τα τρία χρόνια που έζησε στη Ρωσία συνδέθηκε με τους εξόριστους Πολωνούς που είχαν πάρει μέρος στην Πολωνική εξέγερση του 1863.
Τον Γενάρη του 1867 ο Μπότεφ επιστρέφει στη γενέτειρά του για ν’ αντικαταστήσει τον άρρωστο πατέρα του στη θέση του δασκάλου. Έχοντας επηρεαστεί και από τις ιδέες των Ρώσων επαναστατών δημοκρατών, εναντιώνεται στην οθωμανική εξουσία που καταδυναστεύει τον βουλγαρικό λαό. Οι ιδέες και η δράση του γρήγορα γίνονται καρφί στο μάτι των καταχτητών και των ντόπιων συνεργατών-συνοδοιπόρων τους.
Για να ξεφύγει από τις αρχές ο Μπότεφ εγκαταλείπει αναγκαστικά τη Βουλγαρία και αυτοεξορίζεται στη Ρουμανία. Εκεί αναλαμβάνει καθοδηγητικό ρόλο ανάμεσα στους εκπατρισμένους Βούλγαρους επαναστάτες, αρθρογραφεί στον επαναστατικό τύπο και συνδέεται με τον Βούλγαρο επαναστάτη και εθνικό ήρωα της Βουλγαρίας Βασίλ Λέφσκι.
Ο Χρίστο Μπότεφ συγκαταλέγεται στους εκπροσώπους του επαναστατικού ρομαντισμού στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα. Η ποίησή του είναι εμποτισμένη από βαθύ λυρισμό και έντονο αγωνιστικό πάθος. Εξυμνεί τον ήρωα – αγωνιστή, το επαναστατικό ανδραγάθημα – θυσία, τον αγώνα κατά των Τούρκων. Όπως στο ποίημά του «Αγώνας»:
Αγώνας
Σ’ αθλιότητα περνά και θλίψη η νιότη.
Πικρό το αίμα κυλά στις φλέβες μέσα.
Σκοτεινιάζει το βλέμμα, ο νους δε βλέπει
καλό ’ναι καν κακό ό,τι φτάνει… Πιέζουν
βαριά αναμνήσεις την ψυχή, που η μνήμη
τις ξαναλέει αδυσώπητα. Και μήτε
στην καρδιά αγάπη, μήτε πίστη, μήτε
κ’ ελπίδα, πως μπορεί έστω κ’ ένας μόνο
συνετός να ξυπνήσει από τον ύπνο
τού θανάτου! Τους συνετούς θεωρούνε
στον τόπο μας τρελούς, κι όλοι τιμούνε
τον κάθε ανόητο: «Μα είναι πλούσιος», λένε,
πλην δε ρωτά κανείς, σαν πόσους τάχα
να έκαψε ζωντανούς, μηδέ σαν πόσους
δυστυχισμένους λήστεψε, ή σαν πόσες
φορές, με προσευχές, με ψευτιές κι όρκους
ξεγέλασε το Θεό. Κι αυτόν τον δήμιο
τού κοσμάκη, με πίστην ο παπάς μας,
κ’ η Εκκλησία από δίπλα, υπηρετούνε,
κι ο βλάκας των βλακών, ο δάσκαλός μας,
υποκλίνεται μπρος του, αλαμπρατσέτα
καθώς με τον εφημεριδογράφο
περιπατεί, φιλοσοφώντας, ότι ο
φόβος τού Θεού σοφίας αρχή ’ναι… Ειπώθη-
κε από Συμβούλιο λύκων, που κρυβόταν
κάτω από αρνιών τομάρια, για να βάλει
της ψευτιάς της ιερής την πρώτη πέτρα,
το μυαλό αλυσοδένοντας τού ανθρώπου
για πάντα, με βαριά δεσμά. Κ’ εκείνος
ο βασιλιάς ο ακόλαστος, ο μέγας
Σολομώντας, – ένας κατεστημένος
κάπου, μες στον Παράδεισο, από χρόνια
τώρα, με τις παραβολές του, μ’ όλους
μαζί τούς, σαν και δαύτον, άγιους, – είπε
μια βλακεία για τούς βλάκες, που ως τα τώρα
τη λέει πάλι και πάλιν ο κοσμάκης:
Φοβού τον Θεό, τον Βασιλέα σου σέβου!Βλακεία καθαγιασμένη! Αιώνες τώρα
Λογική και Συνείδηση αγωνίζον-
ται ενάντια σου, τού κάκου· σε μαρτύρια
οι μαχητές φριχτά πεθάνανε, – όμως
δε μπορέσανε τίποτα να κάμουν!
Οι άνθρωποι, στον ζυγό συνηθισμένοι,
να σέβονται δεν πάψαν τους τυράννους.
Ταπεινά ασπάζονται το χέρι, αν είναι
σιδερένιο. Πιστεύουνε τα λόγια,
ψεύτικα αν είναι: «Σώπα, παρακάλει
σα σε χτυπούν, κι αν ζωντανό σε γδάρει
θεριό ανελέητο, λύκοι, φίδια, αν πιούνε
το αίμα σου, εσύ στο Θεό να ελπίζεις μόνο:
«Ελέησόν με ο Θεός, κατά το μέγα
έλεός σου, αμαρτωλός ειμί», και παρακάλει
στα γόνατα, και πίστευε γερά, ότι
μόνον «ους αγαπά ο Θεός παιδεύει…»Κ’ έτσι ο κόσμος πορεύεται… Στην έρμη
γη η σκλαβιά και το ψέμα βασιλεύουν!
Και την κληρονομιά τους, μέρα – νύχτα,
η μια γενιά στην άλλη μεταδίνει.
Μα σ’ αυτό το βασίλειο των δακρύων
και τού αίματος, της αμαρτίας, τού πόνου,
της αναντρίας και τού άδικου, κοχλάζει ο
αγώνας, και με βήματα βαδίζει
γοργά κατά το τέλος το ιερό του,
με μια κραυγή: «Ψωμί! Ψωμί, ή μολύβι!».
Το 1871 στην πόλη Βραΐλα ο Μπότεφ εκδίδει την εφημερίδα «Σκέψη για τους Βούλγαρους εκπατρισμένους».
Το 1872 στο Βουκουρέστι συνεργάζεται με τον Βούλγαρο επαναστάτη διανοούμενο και συγγραφέα Λιούμπεν Καραβέλοφ (1834-1879) στην έκδοση των εφημερίδων «Λευτεριά» και «Ανεξαρτησία» και παίρνει μέρος στη δραστηριότητα της Βουλγαρικής Επαναστατικής Κεντρικής Επιτροπής, της οποίας θα γίνει μέλος στα τέλη του 1874.
Ο Χρίστο Μπότεφ χαιρέτισε την Κομμούνα του Παρισιού, την πρώτη προλεταριακή επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας (18 Μάρτη – 28 Μάη 1871). Οι εργάτες του Παρισιού ανάτρεψαν την αστική κυβέρνηση και άρχισαν να οικοδομούν το δικό τους κράτος, διακηρύσσοντας την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Η σύντομη ζωή της Κομμούνας (κράτησε 72 μέρες πριν καταπνιγεί στο αίμα) ήταν αρκετή για να σφραγίσει ολόκληρη την κοινωνική και πολιτική ζωή. Ο ίδιος έκρινε θετική τη δραστηριότητα της Α’ Διεθνούς, ενώ γνώριζε το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» και το «Κεφάλαιο» του Καρλ Μαρξ.
Τον Δεκέμβρη του 1872 ο Βασίλ Λέφσκι πέφτει στα χέρια της οθωμανικής εξουσίας. Παραμένει αλύγιστος χωρίς ν’ αποκαλύψει τους συντρόφους του ή άλλα στοιχεία γύρω από τη δράση της επαναστατικής οργάνωσης, και στις 18 του Φλεβάρη 1873 εκτελείται στη Σόφια δι’ απαγχονισμού. Ο Χρίστο Μπότεφ γράφει το ποίημα:
Ο απαγχονισμός του Βασίλ Λέφσκι
Ω μάνα μου, πατρίδα αγαπημένη,
τάχα γιατί να κλαις τόσο θλιμμένη;
Κοράκι εσύ, πουλί καταραμένο,
σε τίνος κρώζεις τάφο νεοσκαμμένο;Ξέρω, μάνα, γιατί ’σαι βουρκουμένη! –
Μόνο γιατί σκληρά ’σαι σκλαβωμένη,
μόνο γιατί την άγια δε γροικάνε
φωνή σου, – κι ως φωνή στην ερημιά ’ναι!Κλάψε! Κοντά στη Σόφια, μια κρεμάλα
στήσανε, και το τέκνο σου, μες στ’ άλλα
μοναδικό, με βάρος τρομερό είδα
να κρέμεται, ω βουλγαρική πατρίδα!Μακάβρια τα φριχτά κοράκια κρώζουν,
άγρια μες στην πεδιάδα οι λύκοι οιμώζουν,
γέροι τον ουρανό ικετεύουν, κλαίνε
παιδιά, γυναίκες μοιρολόγια λένε.Του χιονιά οι μελωδίες ηχούν κακές,
ξεριζώνουν τα βάτα οι ανεμικές,
μες στην καρδιά σου ασήκωτοι είναι πόνοι
η απελπισιά, το κρύο, το κρύο το χιόνι.
Στις συνθήκες της τουρκικής στρατοφεουδαρχικής κυριαρχίας στη Βουλγαρία, ο Μπότεφ παρουσίασε ένα επαναστατικό δημοκρατικό πρόγραμμα, υποστηρίζοντας ότι η εθνική απελευθέρωση της πατρίδας του είναι συνδεμένη με την κοινωνική της απελευθέρωση. Αναπτύσσοντας τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού πλησίαζε τις αντιλήψεις των Ρώσων ναρόντνικων, θεωρώντας ότι η Βουλγαρία μπορεί να φτάσει στο σοσιαλισμό μέσα από την αγροτική κοινότητα και θ’ αποφύγει τη διείσδυση του καπιταλιστικού πολιτισμού. Στα χρονογραφήματα και δημοσιολογικά άρθρα του σατίριζε τούς σκοταδιστές, αγόρευε κατά των Βούλγαρων φιλελεύθερων και ρεφορμιστών και ξεσκέπαζε τον αντιδραστικό ρόλο της Εκκλησίας.
Ο Μπότεφ στήριζε τις κύριες ελπίδες του στην επαναστατική εξέγερση. Τον Αύγουστο του 1875, ορίζεται επικεφαλής της Βουλγαρικής Επαναστατικής Κεντρικής Επιτροπής. Μετά την Εξέγερση του Απρίλη του 1876 κατά του τουρκικού ζυγού, οργάνωσε απόσπασμα 200 ανταρτών και στις 17 του Μάη αποβιβάζεται στα βουλγαρικά παράλια. Σκοτώθηκε σε μάχη με τα τουρκικά στρατεύματα, στις 2 του Ιούνη 1876.
Η μέρα του θανάτου του θα κυρηχτεί στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας μέρα εθνικού πένθους και ανάμνησης των ηρώων που έπεσαν στην πάλη κατά της εθνικής καταπίεσης και του φασισμού.
Στο έργο του Μπότεφ συνδυάζονται στοιχεία ρεαλισμού με επαναστατικά -ρομαντικά γνωρίσματα και μοτίβα λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας. «Η ποίησή του πατά σκόπιμα και με σιγουριά πάνω στο λαϊκό τραγούδι, μα το πάει πιο πέρα, δεν το μιμείται, δεν το επαναλαβαίνει, δεν αποπροσωποποιείται, πράγμα αδύνατο, άλλωστε, για μια τόσο δυνατή προσωπικότητα και με τόσον έντονα ρομαντικό χαρακτήρα» σημειώνει ο Άρης Δικταίος στην «Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως» του. Συνεχίζει: «Είναι φυσικό, σε μια σύνθετη προσωπικότητα, ορισμένα στοιχεία να παρουσιάζονται πιο έντονα, χωρίς και να τής επιβάλλουν, κατ’ ανάγκην, τον χαρακτήρα τους. Τα ηθικά στοιχεία πλεονάζουν, αναμφισβήτητα, εις βάρος των μαγικών (μουσικών). Ο πατριωτισμός του, οι κοινωνικές ιδέες του, ο φανατικός αντικληρισμός του, η καυστική ειρωνεία του απέναντι των προσκυνημένων μεταξύ των συμπατριωτών του, εκφράζονται συχνότερα στα ποιήματά του, και, κοντά σ’ αυτά κι άλλα τρυφερότερα αισθήματα, όπως (…) η αδερφική αγάπη, η φιλία, και, τέλος, το πιο λίγο, περιστατικά μόνο, θα έλεγα, ο έρωτας. Μα κι έτσι ακόμα, ο έρωτας είναι αυτός που του δίδει το ποίημα «Σ’ εκείνην»:
Σ’ Εκείνην
Με ρωτάς, τη νύχτα αυτή,
που το φράχτη σου πηδούσα
να μπω στην αυλή σου, τι,
σαν τον κλέφτη, εκεί ζητούσα.Μα δεν έχω ουδ’ ελικιά
σαν του αντρός σου, ουδέ και χέρι
βλέπω και στα σκοτεινά
κ’ έχω απάνω μου μαχαίρι.Όφις, στο πηχτό σκοτάδι,
γλίστρησα, σα σε πηγάδι·
θόρυβος κανείς· κοιμόσουν
βαθιά, στο πλευρό του αντρός σου.Μες στον κήπο, με το χέρι
στο μαχαίρι μου, εκαθόμου.
Σκέβομου: α θα βγει, ποιος ξέρει;
Θα τον φάω μες στον θυμό μου.Καίει η καντήλα σου με λίγη
φλόγα, και κοιμάστε. Βράζει
μέσα μου ο θυμός, κοχλάζει·
το πολύ άχτι μου με πνίγει.Με τα μάτια καρφωμένα
στην καντήλα σου, ξεχνώ
πως η νύχτα περνά, κ’ ένα
γρήγορο έρχεται πρωινό.Κιόλας το αηδονάκι ψάλλει,
την αυγή ως να χαιρετά.
Στο παράθυρο κεφάλι
σκύβει, και χαμογελά.Αχ, εσύ ’σουν, κ’ ήσουν μόνη
και μού πέρασε όλο το άχτι.
– Αύριο πάλι, είπα στο αηδόνι,
ξανά ως πήδαγα το φράχτη.Να γιατί ’ρθα νύχτα, στο
σπίτι σου, κι ας μη σ’ αρέσει.
Μα, είτε ο άντρας σου, είτε εγώ,
ο ένας μας θα βγει απ’ τη μέση!
Ο Χρίστο Μπότεφ είναι ένας από τους θεμελιωτές της βουλγαρικής λογοτεχνικής κριτικής. Οι απόψεις του στα ζητήματα αισθητικής, για το ρόλο της λογοτεχνίας και της τέχνης συντέλεσαν στην εδραίωση του ρεαλισμού στη βουλγαρική λογοτεχνία.
Πηγές
«Χρίστο Μπότεφ» του Ι. Μ. Σεπτούνοφ, στη Μεγάλη Σοβιετική Εγκυκλοπαίδεια
«Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως» του Άρη Δικταίου (εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1971)
«Χρίστο Μπότεβ» στη βουλγαρική Βικιπαίδεια
*Τα ποιήματα προέρχονται από την «Ανθολογία Βουλγαρικής Ποιήσεως», του Άρη Δικταίου (εκδ. Δωδώνη, Αθήνα 1971) και έχουν μεταφραστεί από τον ίδιο.