Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» του Τάσου Λειβαδίτη

“Να, κ’ εκεί, αγάπη μου, εκεί στη γωνιά, κοίταξε την άνοιξη πούρχεται
κοίταξε αυτά τα παλικάρια που μάς γνέφουνε με τα δρεπάνια
και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις αχτίνες του ήλιου
κοίταξε, μάς γνέφουν. Όλα μάς γνέφουν. Καλημέρα…”

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» του Τάσου Λειβαδίτη

Με στίχους ενός από τους πιο αγαπημένους της ποιητές «αποχαιρετά» η στήλη τη χρονιά που φεύγει.

Ο Τάσος Λειβαδίτης υπηρέτησε με την ποίησή του και με τον δρόμο που διάλεξε να βαδίσει στη ζωή «εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν», «τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα από τον άμμο», εκείνους «που μαζεύουνε τα χαρτιά απ’ τους δρόμους» όπως έγραψε κάπου. Βάδισε τον δρόμο του αγώνα για μια κοινωνία δίκαιη, λεύτερη, απαλλαγμένη απ’ τα δεσμά της εκμετάλλευσης.

Ενέπνευσε με το έργο του αγωνιστικά τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, που κοινώνησαν την ποίησή του, διαβάζοντας είτε τραγουδώντας τους στίχους του, να μην ανέχονται το άδικο, να παλεύουν με όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια και να μην χάνουν τον στόχο τους: την εξύψωση του ανθρώπου.

Γεννήθηκε στις 20 του Απρίλη 1922. Τέλειωσε το γυμνάσιο και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά ήρθε η Κατοχή κι εντάχτηκε στην ΕΠΟΝ και στην Εθνική Αντίσταση.

Το 1946 παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα με την οποία απέκτησαν μια κόρη τη Βάσω. Την ίδια χρονιά πραγματοποίησε και την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία.

Για τα πολιτικά του φρονήματα και την αντιστασιακή του δράση εξορίστηκε από το 1948 έως το 1952 σε Μούδρο (Λήμνος), Αη Στράτη και Μακρόνησο.

Το 1955 δικάστηκε με αφορμή την ποιητική συλλογή του «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» και αθωώθηκε πανηγυρικά.

Κατά τη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών έμεινε άνεργος και ασχολήθηκε για βιοποριστικούς λόγους με μεταφράσεις και διασκευές λογοτεχνικών έργων σε διάφορα περιοδικά.

Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν και πέρασαν στα χείλη του λαού από γενιά σε γενιά.

Ο Τάσος Λειβαδίτης έφυγε από τη ζωή στις 30 του Οκτώβρη 1988 αθόρυβα όπως έζησε, ταξιδεύοντας «πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων». Δεν  έφυγε ποτέ απ’ το νου κι απ’ τις καρδιές όσων «θέλουν να λέγονται άνθρωποι» και δεν σταματούν να ονειρεύονται, να ελπίζουν και να αγωνίζονται για τα ιδανικά που κι ο ίδιος ο ποιητής αγωνίστηκε και υπηρέτησε…

Ο Τασος Λειβαδίτης εξόριστος στον Αη Στράτη, συναντά τη γυναίκα του και την κόρη τους

Ακολουθεί απόσπασμα από την ποιητική του σύνθεση «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» (εκδ. Κέδρος – 3η – Αθήνα 1978).

Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας
(απόσπασμα)

(…)

Θάθελα να φωνάξω τ’ όνομά σου, αγάπη, μ’ όλη μου τη δύναμη.
Να τ’ ακούσουν οι χτίστες απ’ τις σκαλωσιές και να φιλιούνται με τον ήλιο
να το μάθουν στα καράβια οι θερμαστές και ν’ ανασάνουν όλα τα τριαντάφυλλα
να τ’ ακούσει η άνοιξη και νάρχεται πιο γρήγορα
να το μάθουν τα παιδιά για να μη φοβούνται το σκοτάδι,
να το λένε τα καλάμια στις ακροποταμιές, τα τρυγόνια πάνω στους φράχτες
να τ’ ακούσουν οι πρωτεύουσες του κόσμου και να το ξαναπούνε μ όλες τις καμπάνες τους να το κουβεντιάζουνε τα βράδια οι πλύστρες χαϊδεύοντας τα πρησμένα χέρια τους.

Να το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πια να μην πεθάνει.

Να τ’ ακούσει ο χρόνος και να μη σ’ αγγίξει, αγάπη μου, ποτέ.

Και να,
που πιά δεν είμαστε εμείς οι δυο μες στην αγάπη μας.

Μες στην αγάπη μας η πεθαμένη μητέρα μου ανεβαίνει έναν άσπρο λόφο
και μαζεύει στην ποδιά της τις αχτίδες του πρωϊνού
μες στην αγάπη μας διαβαίνουν με καντάδες όλα τα σκοτωμένα παιδιά της γειτονιάς μας
μες στην αγάπη μας όλα τα μαραμένα κορίτσια δεν αναστενάζουν πιά
μα έχουν κι αυτά ένα χαμόγελο, ένα λουλούδι κ’ ένα παλικάρι που θα τού δοθούνε
κ’ εκείνο το άλαλο παιδάκι της γειτόνισσας μες στην αγάπη μας μπορεί και τραγουδάει
μες στην αγάπη μας μια λάμπα φέγγει στους ταπεινούς
μες στην αγάπη μας αχνίζει ένα ψωμί για όλους τους πεινασμένους
μες στην αγάπη μας είναι ένα δροσερό κλωνάρι
ένα σπουργίτι
μια φυσαρμόνικα
μες στην αγάπη μας όλοι οι νεκροί δεν είναι άγνωστοι πια
μα τούς φωνάζουμε όπως η μητέρα τους με τα μικρά ονόματά τους
μες στην αγάπη μας χιλιάδες άνθρωποι βαδίζουν με σημαίες
άλλος πέφτει, άλλοι τρέχουν αμέσους και σηκώνουν τη σημαία του
κι όλο βαδίζουν κι όλο προχωράνε κι όλο πηγαίνουν με ζητωκραυγές
– μες στην αγάπη μας.

Και ξαφνικά, αγαπημένη μου,
είναι σάμπως να μη χωρίσαμε ποτέ.
Ποιος θα μπορούσε εμάς τους δυο να μας χωρίσει!
Εμείς και μ’ όλη τούτη τη μεγάλη θάλασσα ανάμεσά μας
είμαστε κοντά
έτσι λίγο να κάνω και πάνω απ’ όλη αυτήν τη θάλασσα
θ’ αγγίξω τα μαλλιά σου. Θα βρω το στόμα σου.
Εμείς είναι σα νάμαστε μπροστά σ’ εν’ ανοιχτό παράθυρο
στο σπιτικό μας, ένα φεγγερό πρωϊνό του Μάη.
Κοίταξε, κοίταξε, αγαπημένη μου,
οι γυναίκες της γειτονιάς μας βγήκαν κι ασβεστώνουν τα πεζούλια τους.
Τι περιμένουν άραγε και τ’ ασβεστώνουν. Κάτι περιμένουν. Κ’ εμείς περιμένουμε.
Κ’ η Ισπανία περιμένει.
Καλημέρα γειτόνισσες.

Να, κ’ εκεί, αγάπη μου, εκεί στη γωνιά, κοίταξε την άνοιξη πούρχεται
κοίταξε αυτά τα παλικάρια που μάς γνέφουνε με τα δρεπάνια
και τα κορίτσια πίσω τους που δένουν σε δεμάτια τις αχτίνες του ήλιου
κοίταξε, μάς γνέφουν. Όλα μάς γνέφουν. Καλημέρα.
Κι αυτοί εκεί κάτου στον ορίζοντα ανεβασμένοι σ’ ένα μεγάλο γιαπί
ίσως φτιάχνουν έναν καινούργιο νεροφράχτη ή ίσως ένα μνημείο για τους νεκρούς μας.
Μπορεί κιόλας να θέλουν να μαζέψουν μια αγκαλιά αστέρια για την αγαπημένη τους.
Καλημέρα.

Κ’ εκεί, στο βάθος, πολύ μακριά
κοίταξε αυτήν τη γριούλα που πλέκει καθισμένη σ’ ένα κατώφλι της Ασίας.
Ξέρεις τι πλέκει, αγάπη μου; Πλέκει στην κόρη μας
τις αυριανές κατσούλες της.

Καλημέρα όλα εσείς μακρινά μου αδέρφια.
Ελάτε να σάς γνωρίσω την αγαπημένη μου. Πέστε μου, δεν είναι όμορφη;
Σαν τη ζωή και το τραγούδι, αδέρφια μου, την αγαπάω. Και πιο πολύ.
Καλημέρα ουρανέ, καλημέρα ήλιε, καλημέρα άνοιξη.
Ελάτε, λοιπόν, να σας γνωρίσω την αγαπημένη μου.
Καλημέρα ευτυχία.

Κι όταν πεθάνουμε, αγαπημένη μου, εμείς δε θα πεθάνουμε.
Αφού οι άνθρωποι θα κοιτάζουν το ίδιο αστέρι που κοιτάξαμε
αφού θα τραγουδάνε το τραγούδι που αγαπήσαμε
αφού θ’ ανασαίνουν σ’ έναν κόσμο, που εγώ κ’ εσύ τον ονειρευτήκαμε
ε, τότε, αγαπημένη, θάμαστε πιο ζωντανοί από κάθε άλλη φορά.

Αφού κάθε στιγμή οι άνθρωποι θα μας βρίσκουν
στο ήρεμο ψωμί,
στα δίκαια χέρια,
στην αιώνια ελπίδα,
πώς θα μπορούσαμε, αγαπημένη μου,
νάχουμε πεθάνει…

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: