Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Αγία οικογένεια» του Ασημάκη Πανσέληνου
(Μα σαν ακούει τη λέξη «μπολσεβίκοι»
σηκώνονταί του οι τρίχες από φρίκη)…
Ο λογοτέχνης, δοκιμιογράφος, πεζογράφος, ποιητής, κριτικός, δημοσιογράφος, Ασημάκης Πανσέληνος, γεννήθηκε στη Μυτιλήνη το 1903 και έφυγε από τη ζωή την 1η του Σεπτέμβρη 1984.
Σπούδασε νομικά και εργάστηκε ως δικηγόρος. Σύμφωνα με μαρτυρία του Βαγγέλη Σακάτου στον Ριζοσπάστη «ο Πανσέληνος ως δικηγόρος της Εργατικής Βοήθειας έτρεχε στη δεκαετία του ’30 κάθε μέρα στα δικαστήρια για να υπερασπιστεί απεργούς εργάτες, που “τους πιάνανε κατοσταριές κατοσταριές”, όπως έλεγε, και τους καθίζανε στο σκαμνί. Βάζοντας τους συνήθως δυο χρόνια φυλακή και δυο εξορία, ποινές που μετά τη φυλακή, την εξορία εκτίανε στα ξερονήσια, από τα οποία πολλοί δε γυρίζανε».
Στη δικτατορία του Μεταξά ο Ασημ. Πανσέληνος πιάστηκε και φυλακίστηκε για αντικαθεστωτική δράση. Στην Κατοχή και στον εμφύλιο ήταν ενταγμένος στην Αντίσταση. Φυλακίστηκε από τους Ιταλούς και στη συνέχεια και από τους Άγγλους. Μετά το τέλος του εμφύλιου, το 1950-51 εκλέχτηκε βουλευτής Λέσβου με το κόμμα Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ένα από τα κόμματα που συγκρότησαν το ΕΑΜ).
Ο Ασημάκης Πανσέληνος πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1921. Συνεργάστηκε με πολλά περιοδικά και έντυπα όπου δημοσίευσε με διάφορα ψευδώνυμα ποιήματα και πεζά, άρθρα και κριτικά δοκίμια.
Το 1946 κυκλοφόρησε η ποιητική του συλλογή «Μέρες οργής». Γνωστός έγινε κυρίως μέσα από το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Τότε που ζούσαμε» (1974), στο οποίο παρουσιάζεται η κοινωνική και πολιτική κατάσταση της Ελλάδας από την προπολεμική περίοδο ως την εποχή του εμφυλίου. Πολύ γνωστό και το επίσης αυτοβιογραφικό πεζογράφημά του «Νερά και χώματα και άλλα πολλά». Εκτός από πεζά και ποιήματα, έγραψε δοκίμια, κριτικές και ταξιδιωτικά.
Στην «Αγία οικογένεια» ο ποιητής με σκωπτική διάθεση αποκαλύπτει καυτηριάζοντας τον δήθεν καθωσπρεπισμό της εποχής του, που ο σημερινός αναγνώστης μπορεί να κρίνει αν και πόσο άλλαξε μορφή από τότε.
Αγία οικογένεια
Μέσα στο σπίτι λάμπει αποσπερίτης
η μάνα μου, παλιά νοικοκυρά,
είναι ο μπαμπάς φιλόνομος πολίτης,
κι έχει παρά με φούντα και με ουρά.Δε βγαίνει από το σπίτι πριν τις δέκα,
κι έχει υποθέσεις πάντα σοβαρές,
κι όταν το φέρει ο λόγος για γυναίκα
έχει και λίγο αρχές αριστερές.(Μα σαν ακούει τη λέξη «μπολσεβίκοι»
σηκώνονταί του οι τρίχες από φρίκη).Στην αρετή του πάντα είναι ρολόι
και για το σπίτι κάνει σαν τρελός,
γιατί έτσι κάνουν οι άνθρωποι από σόι,
γιατί έτσι κάνει ο κόσμος ο καλός.Μα κάποτε τον πιάνουν κι οι διαβόλοι
κι η μάνα μου -να φύγει η γρουσουζιά-
παίρνει από του μπαμπά το πορτοφόλι
κι ανάβει ένα κερί στην Παναγιά:«Συ πού απ’ τους είσαι πρώτη
στον ίσιο δρόμο φέρ’ τον Παναγιώτη!»Την Κυριακή σα βγούμε για σεργιάνι,
μπράτσο ο μπαμπάς τη μάνα μου κρατά,
δίνει δεκάρες κι εύχονται οι ζητιάνοι,
κι ο κόσμος ο καλός μάς χαιρετά!Ασημάκης Πανσέληνος
Με ανάλογη διάθεση μελοποιήθηκαν οι στίχοι, έγινε η ενορχήστρωση και η ερμηνεία του τραγουδιού από τον εξαιρετικό Θωμά Μπακαλάκο:
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.