Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Αγώνας» του Χρίστο Μπότεφ

“Μα σ’ αυτό το βασίλειο των δακρύων
και του αίματος, της αμαρτίας, του πόνου,
της αναντρίας και του άδικου, κοχλάζει ο
αγώνας, και με βήματα βαδίζει
γοργά κατά το τέλος το ιερό του,
με μια κραυγή: «Ψωμί! Ψωμί, ή μολύβι!»”

Ο επαναστάτης, ποιητής, δημοσιολόγος και εθνικός ήρωας του βουλγαρικού λαού, Χρίστο Μπότεφ, σύνδεσε την εθνική απελευθέρωση της Βουλγαρίας με την κοινωνική της απελευθέρωση και πολέμησε ενάντια στην τουρκική στρατοφεουδαρχική κυριαρχία χάνοντας τη ζωή του σε μάχη, στις 2 του Ιούνη 1876.

Ο Χρίστο Μπότιοφ Πέτκοφ (το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε στις 6 του Γενάρη 1848. Ήταν γιος του Βούλγαρου δάσκαλου και διαφωτιστή Μπότιο Πέτκοφ (1815-1869).

Σπουδάζοντας στη Ρωσία με υποτροφία του ρωσικού κράτους, συμμετέχει σε κινητοποιήσεις και συνδέεται με εξόριστους Πολωνούς που είχαν πάρει μέρος στην Πολωνική εξέγερση του 1863.

Το 1867 επιστρέφει στη Βουλγαρία και εναντιώνεται στην οθωμανική εξουσία που καταδυναστεύει τον βουλγαρικό λαό. Πολύ σύντομα θα διωχθεί για τις ιδέες και τη δράση του. Αναγκάζεται έτσι να εγκαταλείψει τη Βουλγαρία και να καταφύγει αυτοεξόριστος στη Ρουμανία. Εκεί αναλαμβάνει καθοδηγητικό ρόλο ανάμεσα στους εκπατρισμένους Βούλγαρους επαναστάτες, αρθρογραφεί στον επαναστατικό τύπο και συνδέεται με τον Βούλγαρο επαναστάτη και εθνικό ήρωα της Βουλγαρίας Βασίλ Λέφσκι.

Ο Χρίστο Μπότεφ χαιρέτισε την Κομμούνα του Παρισιού, την πρώτη προλεταριακή επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας (18 Μάρτη – 28 Μάη 1871).

Αναπτύσσοντας τις ιδέες του ουτοπικού σοσιαλισμού θεωρούσε ότι η Βουλγαρία  μπορεί να φτάσει στο σοσιαλισμό μέσα από την αγροτική κοινότητα και θα αποφύγει τη διείσδυση του καπιταλιστικού πολιτισμού.

Ο Χρίστο Μπότεφ στήριζε τις κύριες ελπίδες του στην επαναστατική εξέγερση. Μετά την Εξέγερση του Απρίλη του 1876 κατά του τουρκικού ζυγού, οργάνωσε απόσπασμα 200 ανταρτών και σκοτώθηκε σε μάχη με τα τουρκικά στρατεύματα, στις 2 του Ιούνη 1876.

Η μέρα του θανάτου του κηρύχτηκε στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας μέρα εθνικού πένθους και ανάμνησης των ηρώων που έπεσαν στην πάλη κατά της εθνικής καταπίεσης και του φασισμού.

Ο Χρίστο Μπότεφ συγκαταλέγεται στους εκπροσώπους του επαναστατικού ρομαντισμού στα Βαλκάνια του 19ου αιώνα. Η ποίησή του είναι εμποτισμένη από βαθύ λυρισμό και έντονο αγωνιστικό πάθος. Εξυμνεί τον ήρωα – αγωνιστή, το επαναστατικό ανδραγάθημα – θυσία, τον αγώνα κατά των Τούρκων. Όπως στο ποίημά του «Αγώνας»:

Αγώνας

Σ’ αθλιότητα περνά και θλίψη η νιότη.
Πικρό το αίμα κυλά στις φλέβες μέσα.
Σκοτεινιάζει το βλέμμα, ο νους δε βλέπει
καλό ’ναι καν κακό ό,τι φτάνει… Πιέζουν
βαριά αναμνήσεις την ψυχή, που η μνήμη
τις ξαναλέει αδυσώπητα. Και μήτε
στην καρδιά αγάπη, μήτε πίστη, μήτε
κ’ ελπίδα, πως μπορεί έστω κ’ ένας μόνο
συνετός να ξυπνήσει από τον ύπνο
τού θανάτου! Τους συνετούς θεωρούνε
στον τόπο μας τρελούς, κι όλοι τιμούνε
τον κάθε ανόητο: «Μα είναι πλούσιος», λένε,
πλην δε ρωτά κανείς, σαν πόσους τάχα
να έκαψε ζωντανούς, μηδέ σαν πόσους
δυστυχισμένους λήστεψε, ή σαν πόσες
φορές, με προσευχές, με ψευτιές κι όρκους
ξεγέλασε το Θεό. Κι αυτόν τον δήμιο
τού κοσμάκη, με πίστην ο παπάς μας,
κ’ η Εκκλησία από δίπλα, υπηρετούνε,
κι ο βλάκας των βλακών, ο δάσκαλός μας,
υποκλίνεται μπρος του, αλαμπρατσέτα
καθώς με τον εφημεριδογράφο
περιπατεί, φιλοσοφώντας, ότι ο
φόβος τού Θεού σοφίας αρχή ’ναι… Ειπώθη-
κε από Συμβούλιο λύκων, που κρυβόταν
κάτω από αρνιών τομάρια, για να βάλει
της ψευτιάς της ιερής την πρώτη πέτρα,
το μυαλό αλυσοδένοντας τού ανθρώπου
για πάντα, με βαριά δεσμά. Κ’ εκείνος
ο βασιλιάς ο ακόλαστος, ο μέγας
Σολομώντας, – ένας κατεστημένος
κάπου, μες στον Παράδεισο, από χρόνια
τώρα, με τις παραβολές του, μ’ όλους
μαζί τούς, σαν και δαύτον, άγιους, – είπε
μια βλακεία για τούς βλάκες, που ως τα τώρα
τη λέει πάλι και πάλιν ο κοσμάκης:
Φοβού τον Θεό, τον Βασιλέα σου σέβου!

Βλακεία καθαγιασμένη! Αιώνες τώρα
Λογική και Συνείδηση αγωνίζονται
ενάντια σου, τού κάκου· σε μαρτύρια

οι μαχητές φριχτά πεθάνανε, – όμως
δε μπορέσανε τίποτα να κάμουν!
Οι άνθρωποι, στον ζυγό συνηθισμένοι,
να σέβονται δεν πάψαν τους τυράννους.
Ταπεινά ασπάζονται το χέρι, αν είναι
σιδερένιο. Πιστεύουνε τα λόγια,
ψεύτικα αν είναι: «Σώπα, παρακάλει
σα σε χτυπούν, κι αν ζωντανό σε γδάρει
θεριό ανελέητο, λύκοι, φίδια, αν πιούνε
το αίμα σου, εσύ στο Θεό να ελπίζεις μόνο:
«Ελέησόν με ο Θεός, κατά το μέγα
έλεός σου, αμαρτωλός ειμί», και παρακάλει
στα γόνατα, και πίστευε γερά, ότι
μόνον «ους αγαπά ο Θεός παιδεύει…»

Κ’ έτσι ο κόσμος πορεύεται… Στην έρμη
γη η σκλαβιά και το ψέμα βασιλεύουν!
Και την κληρονομιά τους, μέρα – νύχτα,
η μια γενιά στην άλλη μεταδίνει.
Μα σ’ αυτό το βασίλειο των δακρύων
και του αίματος, της αμαρτίας, του πόνου,
της αναντρίας και του άδικου, κοχλάζει ο
αγώνας, και με βήματα βαδίζει
γοργά κατά το τέλος το ιερό του,
με μια κραυγή: «Ψωμί! Ψωμί, ή μολύβι!».

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: