Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Αναμνήσεις» του Ζαν Μορεάς

“Και την θέλαμε εκείνη της καρδιάς την ερωμένη
ένα τρυγονιού τραγούδι, ένα όνειρο γλυκό…”

Ο ποιητής, μυθιστοριογράφος, δοκιμιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας, Ζαν Μορεάς, που το πραγματικό του όνομα είναι Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, γεννήθηκε στις 15 Απρίλη του 1856, στην Αθήνα και έφυγε από τη ζωή, στις 30 Μάρτη του 1910, στο Παρίσι.

Ο πατέρας του, Αδαμάντιος, από την Πάτρα, διετέλεσε εισαγγελέας του Αρείου Πάγου. Ο παππούς του, Ιωάννης Παπαδιαμαντόπουλος, ήταν πρόκριτος και Φιλικός και έπεσε ηρωικά στο Μεσολόγγι, κατά την Επανάσταση του 1821, και η μητέρα του, Σκεύω Γιουρδή, ήταν εγγονή του ναυάρχου Εμμανουήλ Τομπάζη.

Από μικρή ηλικία ο Ζαν Μορεάς καλλιέργησε τη γαλλική και γερμανική γλώσσα και έγραφε ποιήματα.

Πραγματοποίησε νομικές σπουδές στο Μόναχο και στο Παρίσι.

Το 1880, εγκαταστάθηκε οριστικά στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε στα γαλλικά γράμματα, ως εκπρόσωπος και επικεφαλής του συμβολισμού. Στη συνέχεια ίδρυσε τη λεγόμενη Ρομανική Σχολή, επιχειρώντας την υλοποίηση νέων ποιητικών οραματισμών.

“Τρυγόνες και Έχιδναι” (1878), είναι ο τίτλος της μοναδικής ελληνόφωνης ποιητικής συλλογής του.

Τα κυριότερα ποιήματά του στη γαλλική γλώσσα, συγκεντρώθηκαν σε έξι τόμους με τίτλο “Στροφές”.

Άλλα έργα του: Ο παθιασμένος προσκυνητής (1891), Το ταξίδι στην Ελλάδα (1902), Παραμύθια της παλιάς Γαλλίας (1904), Ιφιγένεια εν Αυλίδι (σε στενή απομίμηση του Ευριπίδη) κ.ά.

Έγραψε και αρκετά δοκίμια που αναφέρονται σε ποιητές.

Τιμήθηκε στη Γαλλία με το παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και το Χρυσό Σταυρό των Ιπποτών.

Στη χώρα μας έχει καθιερωθεί, ως αναγνώριση του έργου του, το Βραβείο Ποίησης JANE MOREAS.

Το ποίημα “Αναμνήσεις”, εμπεριέχεται στην ποιητική συλλογή “Τρυγόνες και Έχιδναι”.

 

                      Αναμνήσεις

                    (Τω φίλω Ε…)

Κ’ έτρεμαν σαν τώρα τότε χωρίς φύλλα τα κλωνάρια
στο αγκάλιασμα του νότου, στου βοριά το κρύο φιλί·
άσπρα γυάλιζαν τα χιόνια μες στα κίτρινα θυμάρια
κ’ εκρυβότανε στο λόγκο παγωμένο το πουλί.

Αχ! θυμάσαι; Όλοι φλόγα, δυο αθώα περιστέρια,
τραγουδούσαμ’ ενωμένα της αγάπης τη φωτιά
και ρωτούσαμε τους κάμπους και ρωτούσαμε τ’ αστέρια:
πότ’ εκείνης θ’ αντικρύσει η ματιά  μας τη ματιά;

Και την θέλαμε εκείνη της καρδιάς την ερωμένη
ένα τρυγονιού τραγούδι, ένα όνειρο γλυκό,
σαν το φύσημα της αύρας δροσερή και μυρωμένη,
μες στης νύχτας το σκοτάδι έν’ αστέρι ερωτικό.

Έλιωσαν τα κρύα χιόνια· πάλι εδρόσισεν η φτέρη!
Φεύγουν γλήγορα οι μέρες, φεύγει γλήγορα ο καιρός!
Έφυγε…Και συ ακόμα ένα προσκυνάς αστέρι,
σ’ έναν τρέμει η καρδιά σου, σ’ έναν άγγελον εμπρός!

Αχ! με ποσό πόνο βλέπω τα παλιά μου εκείνα χρόνια·
ήτανε για μένα κόσμοι, μία τρυφερή ματιά!
Ας στοιβάζονταν τα νέφια, ας στοιβάζονταν τα χιόνια·
είχ’ άνοιξ’ η ψυχή μου, η καρδιά μου είχε φωτιά.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: