Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Αποχωρισμός» του Γεωργίου Βιζυηνού

“Να σε παιδέψ’ ο Πλάστης μου, κατηραμένη ξενητειά!
Μας παίρνεις τα παιδάκια μας και μας αφίνεις στη φωτιά…”

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Αποχωρισμός» του Γεωργίου Βιζυηνού

Ο Γεώργιος Βιζυηνός (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γεώργιου Μιχαηλίδη), γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης και ήταν γιος του πραματευτή Μιχαλιού και της Δεσποινιώς. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο τοπικό σχολείο και στη συνέχεια δούλεψε σε ραφτάδικο στην Κωνσταντινούπολη. Οταν πέθανε ο τυραννικός εργοδότης του, στάλθηκε από τον προστάτη του, τον Γιάγκο Γεωργιάδη στην Κύπρο, όπου παρέμεινε για τέσσερα χρόνια ως υποτακτικός του αρχιεπισκόπου Σωφρονίου Β. Την εποχή αυτή χρονολογούνται και ορισμένες σπουδές του στη Λευκωσία καθώς και οι πρώτες αισθηματικές και λογοτεχνικές του εμπειρίες.

Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη τύπωσε τα πρώτα στιχουργήματα “Ποιητικά πρωτόλεια”. Πήγε στην Αθήνα και τέλειωσε το Γυμνάσιο στην Πλάκα. Επί ένα χρόνο ο Βιζυηνός παρακολούθησε μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή και τον επόμενο Οκτώβρη χάρη στον ευεργέτη του Γιώργο Ζαρίφη φτάνει στη Γερμανία για σπουδές. Στην Αθήνα θα εγκατασταθεί οριστικά το 1884 και σε ηλικία 35 εκλέγεται ως υφηγητής της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας. Παράλληλα, διδάσκει σε γυμνάσια Ψυχολογία και Λογική.

Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γ. Β. ως επιστήμονας έδειξε θεωρητικά ενδιαφέροντα και όταν το 1881 υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή που είχε ως θέμα το παιδικό παιχνίδι και την επίδρασή του από ψυχολογική και παιδαγωγική άποψη έκανε το μοιραίο ταξίδι επιστροφής στο Σαμάκοβι της Θράκης αναζητώντας, στα μεταλλεία που είχε κληρονομήσει, χρυσάφι. Εκεί νιώθει τα πρώτα συμπτώματα της φρενοβλάβειάς του που θα εκδηλωθεί δέκα χρόνια αργότερα. Μέχρι να εκδηλωθεί όμως χάρη στη γενναία επιχορήγηση του Γ. Ζαρίφη έχει πολλές οικονομικές δυνατότητες.

Στα 1890, γίνεται καθηγητής της ρυθμικής και δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών και ερωτεύεται παράφορα τη νεαρή μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη (1876 – 1897). Τότε είναι που χάνει εντελώς τα λογικά του και κλείνεται στο Δρομοκαϊτειο ψυχιατρείο, όπου και πέθανε “εκ προϊούσης γενικής παραλύσεως”. Ο Βιζυηνός δεν είναι ο πατέρας του νεοελληνικού μυθιστορήματος, αφού προηγείται ο Α. Ραγκαβής, αλλά είναι ο πρώτος διηγηματογράφος που άνοιξε ένα νέο δρόμο στην πεζογραφία με τον ιδιότυπο αφηγηματικό του τρόπο. (Στοιχεία από τον Ριζοσπάστη)

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Αποχωρισμός» του Γεωργίου Βιζυηνού

Γεώργιος Βιζυηνός

Αποχωρισμός

Α΄. Η Μάνα

Φουρτούνιασεν η θάλασσα και βουρκωθήκαν τα βουνά!
είναι βουβά τ’ αηδόνια μας και τα ουράνια σκοτεινά.
Κι η δόλια μου η ματιά θολή.
Παιδί μου, ώρα σου καλή!

Είν’ η καρδιά μου κρύσταλλο και το κορμί μου παγωνιά!
σαλεύ’ ο νους μου, σαν δενδρί, που στέκ’ αντίκρυ στο
χιονιά,
και είναι ξέβαθο πολύ,
παιδί μου, ώρα σου καλή!

Βοΐζει το κεφάλι μου σαν του χειμάρρου τη βοή!
ξηράθηκαν τα χείλη μου, και μου εκόπη κι η πνοή,
σ’ αυτό το ύστερο φιλί,
παιδί μου, ώρα σου καλή!

Να σε παιδέψ’ ο Πλάστης μου, κατηραμένη ξενητειά!
Μας παίρνεις τα παιδάκια μας και μας αφίνεις στη φωτιά,
και πίνουμε τόση χολή,
όταν τα λέμ’ «ώρα καλή!»

Β΄. Το παιδί

Φυσά βοριάς, φυσά θρακιάς, γεννιέται μπόρα φοβερή!
με παίρνουν, μάνα, σαν φτερό, σαν πεταλούδα τρυφερή,
και δεν μπορώ να κρατηθώ·
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Βογγούν του κόσμου τα στοιχειά, σηκώνουν κύμα βροντερό!
θαρρείς ανάλυωσεν η γη, και τρέχ’ η στράτα, σαν νερό,
και γω το κύμα τ’ ακλουθώ
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Όσες γλυκάδες και χαρές μας περεχύν’ ο ερχομός,
τόσες πικράδες και χολές μας δίν’ ο μαύρος χωρισμός!
Ωχ! Ας ημπόργα να σταθώ…
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

Πλάκωσε γύρω καταχνιά, κι ήρθε στα χείλη μ’ η ψυχή!
Δος με την άγια σου δεξιά, δος με συντρόφισσαν ευχή,
να με φυλάγη μη χαθώ,
μάνα μην κλαις, θα ξαναρθώ.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: