Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Δον Κιχώτες» του Κώστα Καρυωτάκη
“Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «Δε σ’ το ’λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ’ άλογό μου!»…”
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 του Οκτώβρη 1896. Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών στα τέλη του 1917. Διορίστηκε ως υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, μετατέθηκε σε διάφορες Νομαρχίες και άσκησε τα καθήκοντά του σε διάφορες υπηρεσίες. Αισθανόμενος απέχθεια για την κρατική γραφειοκρατία, την καυτηριάζει συχνά.
Το 1919 παίρνει την άδεια του δικηγόρου, αρχίζει η συνεργασία του με το περιοδικό «Ο Νουμάς» και τυπώνει με δικά του έξοδα και σε μόλις 120 αντίτυπα την πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο «Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων». Την ίδια χρονιά με τον φίλο του Άγη Λεβέντη εκδίδουν το βδομαδιάτικο σατιρικό περιοδικό «Η Γάμπα».
Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του, τα «Νηπενθή». Την εποχή αυτή, συνδέεται στενά με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αθηνών. Τον Δεκέμβρη του 1927, εκδίδει την τελευταία του συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες», ενώ το Φλεβάρη της επόμενης χρονιάς αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνη στην Πρέβεζα. Στις 20 του Ιούλη 1928, αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του και αυτοπυροβολείται με ένα περίστροφο.
Το ποίημά του «Δον Κιχώτες» εμπεριέχεται στη συλλογή «Νηπενθή». Ο Καρυωτάκης, χωρίς να αντιτίθεται στις ουμανιστικές ιδέες που ξεπηδούν από τον «Δον Κιχώτη», ασκεί κριτική στον ήρωα του Θερβάντες και όσους βλέπουν με συμπάθεια τη στάση του, με ευδιάκριτα τα στοιχεία σαρκασμού και ειρωνείας στους στίχους του, θεωρώντας τη μάταιη.
Αντιγράφουμε το ποίημα από τον τόμο «Κ. Γ. Καρυωτάκης – Ποιήματα» (εκδ. Συλλογή, 1996):
Δον Κιχώτες
Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.
Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσίς του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «Δε σ’ το ’λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ’ άλογό μου!»
Έτσι αν το θέλει ο Θερβαντές, εγώ τούς είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Ζωή, του Ονείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.
Τους είδα πίσω να ’ρθουνε –παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι’ ανύπαρχτο βασίλειο–
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικά πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!
Το ίδιο ποίημα με κάποιες διαφορές στους στίχους (οι διαφορές με πλάγια γραφή) και αλλαγμένη ολόκληρη την τέταρτη στροφή, είχε δημοσιευτεί την προηγούμενη χρονιά στο «Νουμά» με τίτλο «Δον Κιχώτης» και αφιερωμένο από τον Καρυωτάκη «Στον Κ. Καρθαίο». Στην πρώτη δημοσίευση, εκτός των παραπάνω γίνεται πιο ορατή η απαισιόδοξη ματιά του ποιητή, παρά το νεαρό της ηλικίας του (είναι τότε μόλις 24 χρόνων) ότα γράφει το ποίημα.
Αντιγράφουμε το ποίημα από το τεύχος με αριθμό 692 (11 Ιούλη 1920) του «Νουμά»:
Δον Κιχώτης
Οι Δον Κιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Ιδέα.
Κοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα τη χλεύη τη χυδαία.
Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ’ το ’λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
ονείρων άξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ’ άλογό μου!»
Έτσι ας το θέλει ο Θερβαντές. Εγώ τούς είδα, μέσα
στην ιστορία μιας Ζωής, τους μανιακούς ιππότες
αποσταμένοι να σταθούν και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν’ απαρνηθούν τις πρώτες.
Αραδιαστά τους είδα εγώ, πεσμένους στα χαντάκια
ξαρμάτωτοι να ηλιάζουνε την ανοιχτή πληγή τους.
κι ακούοντας πόσον απαλά λαλούνε τα πουλάκια,
να κλαίνε μάταια που έζησαν στον κόσμο τη ζωή τους.
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.