Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα» του Ανδρέα Λασκαράτου
“…Έτσι εκλεφτήκαν του Θεού οι παράδες,
κι η Εύα κάνει την πρώτην αμαρτία·
δε θυμώμαι σε πόσες κατοστάδες.
Και τα δέχθη κι’ ο Αδάμ, γιατ’ είχε χρεία.
Μα ένα έργο τόσο αχρείο και κακόποιο
ο Θιός το εκοίτα με το τηλεσκόπιο…”
Στις 24 του Ιούλη 1901 έφυγε από τη ζωή ο μεγάλος σατιρικός ποιητής και πεζογράφος Ανδρέας Λασκαράτος (είχε γεννηθεί στο Ληξούρι, στην Κεφαλλονιά, την Πρωτομαγιά του 1811).
Ο Ανδρέας Λασκαράτος έζησε πολλά χρόνια με διωγμούς, καυτηριάζοντας αδιακρίτως την ανηθικότητα, την αδικία, την υποκρισία. Δεν χαριζόταν σε κανένα. Δεν δίστασε να τα βάλει με τον σκοταδιστικό κλήρο που συνέβαλλε στην αμάθεια του φτωχού λαού διατηρώντας κι ενισχύοντας τις προλήψεις και τις δεισιδαιμονίες του καιρού του. Για το λόγο αυτό η επίσημη εκκλησία τον αφόρεσε.
Το ποίημά του «Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα» το μεταγράψαμε από την Ποιητική Ανθολογία Παπύρου (1971).
Γιατί τα τάλαρα τα λένε τάλαρα
Όντις έπλασε ο Θιός την Οικουμένη,
το Ληξούρι και τόσους άλλους τόπους,
είπε στο νου του: – Α! τώρα δε μου μένει
πάρι να πλάσω, γιε μου, και τ’ς αθρώπους».
Κι εκεί που εκράτειε τον Αδάμ και στερνόνε,
του ’πε: – Συ να ’σαι, Αδάμ, το ζω του ζώνε.«Ήγουν, να ’σαι καλύτερος απ’ όλα·
να» ’χεις το γάιδαρο αποκάτουθέ σου,
να θρέφεσαι μπαρμπούνι και τριόλα,
να ’ναι οι λαγκάδες όλες εδικές σου,
οι σκύλοι ταπεινοί να σε υπακούνε,
και για σένανε οι κότες να γεννούνε.Βάνω στην εξουσία σου τα σπανάκια,
αν θέλεις να τα κάνεις τσιγαρίδι·
για σένανε φυτεύω ραπανάκια·
εσύ να τρως το μήλο και το απίδι·
όλα ναν τα ’χης, χωρίς να κοπιάζης·
και σ’ αγαπάω πολύ, γιατί μου μοιάζεις!Σου χτιώ στο περιβόλι μου παλάτι,
μ’ όσα καλά η θεία μου πρόνοια δίνει·
και να τρως, το καλύτερο κομμάτι,
χωρίς να σου στοιχίζει ένα φαρδίνι.
Μα έτσι κιόλα ζητώ σου, κυρ-Αδάμ μου,
να μη ’γγίξης ποτέ τα τάλαρά μου.Είν’ το ξύλο της γνώσεως τα χρήματα,
κι’ όποιος τα ’χει, έχει γνώση, είν’ προκομμένος,
όμορφος, έχει χίλια προτερήματα,
είναι απ’ όλον τον κόσμο επαινεμένος,
παντού επιθυμητός, μα είν’ και φαρμάκι
που κάνουν την ψυχή πηλό οχ τ’ αυλάκι.Μην τ’ αγγίξτε, γιατί θε να γνωρίσετε
το βουλιασμό της αθωότητός σας,
και πλέον δε θα μπορέσετε να ζήσετε
ευτυχισμένοι στην παράδεισό σας.
Τάφτιασ᾽ ο Διάολος, κι είναι διαολεμένα.
Άστε τα εκεί! Του τα ’χω αμαχεμένα.Ένα όμορφο και πλούσιο περιβόλι
είχε τότες ο Θιος εις την Ασία·
και για να μην εμπαίνουνε οι διαόλοι
να κάνουνε στα λάχανα ζημία,
μες στσι φράχτες εκεί τσι καλαμένιες
είχε στημένες τσάκες σιδερένιες.Μα καθώς ως και τώρα συνεβαίνει,
εκεί που στιούμε τσάκες για ποντίκια,
που πιάνεται ένα, κι άλλο πάλε μπαίνει,
γιατί μποδιέται η τσάκα στα χαλίκια,
έτσι και τότε, εμπαίνανε οι διαόλοι
κι’ αφανίζανε το μαύρο περιβόλι.Μια μέρα που ο Αδάμ κι η αρχόντισσά του
εμετριόντανε ποιος είναι ψηλότερος,
στα πόδια ορθοί, σε μια μηλιά απουκάτου,
και καθένας τους ήτανε ευθυμότερος
εις την ευτυχισμένη μοναξιά τους,
να κι ένας διαολάκης ομπροστά τους.– Αδέλφια, λέει, καλώς τα κουβεντιάζετε.
Ω ευτυχισμένοι που είστεν᾽ εδωπέρα
σε τόσες ηδονές! Μα δε δουλειάζετε.Εκάκιωσε τ᾽ αντρόυνο και σκληρύθηκε
για του Διαόλου την άταχτη πράξη,
κι’ όλη κόκκινη η Εύα τ’ αποκρίθηκε:
– Γαϊδαράτσε, ποιός σόδειξε την τάξη
να μπαίνεις δίχως άδεια κούτρα-κούτρα;
Μ’ ένα παπούτσι σο ’πρεπε στα μούτρα.– Συμπάθειο, λέει ο Διάολος, κυρά μου,
γιατί δεν ήλθα με κακό σκοπό.
Διαβάτης είμαι, πηαίνω στη δουλειά μου,
και βαστάω πραματείες και πουλώ.
Μόνε σαν άκουσ᾽ η Εύα πραματείες,
το ’καμε μια χιλιάδα ευχαριστίες.Είναι αλαφρή, λιγόμυαλη η γυναίκα,
και πολύ της αρέσουν τα στολίδια·
και μόλις από χίλιες βρίσκεις δέκα
να μην έχουν του αντρός τους αντικλείδια,
να παίρνουνε όμορφα ’μορφα παράδες,
να ξοδεύουνε στους πραματευτάδες.Εγώ όμως δεν το παίρνω στη ψυχή μου
πώς η Εύα είχε αντικλείδι και τρυπούλευε·
το λέν’ οι ιστορικοί μας, ακροατή μου,
και λένε πως ο Διάολος τη συμβούλευε,
και πως, μετατρεμμένος εις σε φίδι,
της επήγε μια μέρα το αντικλείδι.Βέβαια που έπειτ᾽ από τόσους αιώνες
όπου εφτιάστηκε ο Κόσμος, δε μπορεί
να γνωρίζουμε αν είναι απατεώνες
ή αν λένε την αλήθεια οι ιστορικοί·
μ’ από τις τωρινές γυναίκες κρίνει
κανείς, ομπρός – οπίσω, και για κείνη.Ως τόσο ο Διάολος άνοιξε τσι κόφες
κι’ έβγανε όσα στολίζουν τσι κυράδες:
μεταξωτά, μπατίστες, κρεπά, στόφφες,
βελέττες, μπλόντες, ομπρελέττες, μποάδες.
Κι η Εύα που τα ’βλεπε, έτρεμε η καρδιά της,
και σα – Χριστέ της – να ’ναι όλα δικά της!Σε μιά άλλη κόφα είχε όμορφα διαμάντια,
πουλιό όμορφα, δεμένα στο Παρίσι,
και χωριστά σ’ άλλο κουτί μπριλλάντια
κυματερά σαν το νερό στη βρύση.
Κι η Εύα, όντις τάειδε, σκούζει: – Ώγε, τα θέλω!
Τα θέλω· μόνε πλέρωνε, Αδαμιέλο.Ο Διάολος, ως και κειός, τον παρακίνα·
κι’ ο Αδάμ δεν είχε, κι έσφιγγε τσι πλάτες.
Μα η Εύα κλαίοντας το ’λεγε: – Μ’ εφκείνα
με περνάς πάντα. Πρόφασες μονάτες.
Πάρε τα, Αδάμ μου. Πάρε τα ’μπιστιού!…
Τον Άγουστο πλερώνεις, μιού, μιού, μιού.Τα δάκρυα κειά της Εύας εσουρώνανε
μες στην καρδιά του Αδάμ, και τον ανοίγανε,
που, ζαχαροφτιασμένος, τον ελυώνανε,
τον εστενοχωρούσανε, τον πνίγανε.
Και λέει: – Κακό που μου ’ρτε του φτωχού!
Ας γένη, γιε μου, ετούτο το ’μπιστιού.Το ’μπιστιού έγινε κιόλες, και μετρήθηκε
και τούτο μεταξύ στα εφτά μυστήρια.
Γιατί από την ημέρα που το εντύθηκε,
άκουε πίσωθ᾽ ο Αδάμ κλαμπανιστήρια,
σαν του σκύλου, όντις το ’χουν τα παιδιά
λάτινο αγγειό δεμένο στην ορά!Μα ήλθε κι ο Άγουστος, που ’ταν η διορία,
κι ήλθε κι ο Διάολος στον Αδάμ μαζί του.
Ο Άγουστος σε μεγάλη δυστυχία,
κι’ ο Διάολος ζητάει την πληρωμή του.
Για πρώτη φορά τότε εκειός ο Διάολος
εφάνηκε του Αδάμ αισθητός Διάολος.Κράζει την Εύα κι αρχινάει τη γκρίνια·
και γκρίνιαζε τ’ αντρόυνο ανάμεσό του
και τρωγότουν πουλιό πάρι ένα μήνα.
Όντις διαλέει καιρό για το σκοπό του
ο Διάολος· κι αλλάζοντας μορφή
ήλθε κι’ ηύρε την Εύα μοναχή:– Εύα μου, λέει, σε βλέπω πικραμένη·
και με λυπάει πολύ, που ο Θιός το ξέρει·
γιατί ως και συ ’σαι καλομαθημένη
κι’ ήθελες πάντα τάλαρα στο χέρι.
Μα υπομονή, κυρά μου· και θυμήσου
πως εις τη χρεία δεν είσαι μοναχή σου.Είν᾽ τόσοι που περσότερο από σε
έχουνε χρεία στον κόσμο – για ’να, γι’ άλλο –
και που ούτε σ’ όνειρο είδανε ποτέ
το πλούτι το δικό σας το μεγάλο.
Μα ο άντρας σου δε θέλει να ξοδεύη…
Κάνει καλά. Είναι φρόνιμος. Σωρεύει.– Πλούτι; Λέ’ η Εύα. Όξα κι’ α μου λες
για κειά που ο Θιός βασταίνει κλειδωμένα.
Μα εκείνα είναι δικά του! – Μπα, ντροπές,
ο Διάολος λέει. Εκείνα είναι για σένα.
Ούτε ο Θειος είπε διαφορετικά,
μόνε τον καταλάβετε κακά.Ο Θιός δεν έχει χρεία για παράδες,
κι’ είσθενε σ’ ένα σφάλμα μεγαλώτατο.
Μόνε α θέλης να εβγής οχ τσου μπελιάδες,
είναι το μέσος, Εύα μου, ευκολώτατο·
να το κλειδί· τρέχα, έπαρε όλα κείνα
που σου χρειάζουνται, να πάψη η γκρίνα.Έτσι εκλεφτήκαν του Θεού οι παράδες,
κι η Εύα κάνει την πρώτην αμαρτία·
δε θυμώμαι σε πόσες κατοστάδες.
Και τα δέχθη κι’ ο Αδάμ, γιατ’ είχε χρεία.
Μα ένα έργο τόσο αχρείο και κακόποιο
ο Θιός το εκοίτα με το τηλεσκόπιο.Σημαίνει με θυμό το καμπανέλι,
κι’ έρχουνται ευθὺς εμπρός ξεσκουφωμένοι
Μικέλης και Γαβρίλης, δύο αγγέλοι
που ’ναι στον ουρανό συνηθισμένοι
να κάνουνε με τέσσερα πηδήματα
τα πουλιό μακρινότερα θελήματα.– Φέρετέ μου, λέει, το Διάολο, άγγελοί μου.
Μα όχι, όχι, αφήσετε και πηαίνω εγώ,
έπειτα, ναν του δείξω την οργή μου!
Κι’ ωστόσο, μια φορά κ’ είσθεν’ εδώ,
προβατείτε να ιδείτε μια δουλειά,
για να σας βάλω καταμαρτυριά.Τους φέρνει και τους δύο στο περιβόλι·
και, φθάνοντας ομπρός στου Αδάμ το σπίτι,
φωνάζει δυνατά και βγαίνουν όλοι·
και πιάνει τον Αδάμ από τη μύτη:
– Εδώθε, λέει, σε σέρνει το βελέσι,
γάιδαρε, μασκαρά! Έτσι σ’ αρέσει!Και συ, Εύα, είν᾽ τούτες όμορφες δουλειές;
Έτσι οι γυναίκες κάνουνε Άι-Γιάννη;
Μα, μα τη Δραπανιώτισσα, μορές,
θε να σας διώξω εδώθε! Ας είναι, φτάνει!
Τα ’χασε η Εύα, εσβήστηκε, εσκοτίστηκε,
κι’ οχ την πολλήν τρομάρα εκατουρίστηκε!Ωστόσο, ο Διάολος ήτανε φευγάτος
και πήαινε τραγουδώντας: Τα – λα – ρα!
Κι’ ο Άδης ανάβλιαζε, χαρά γιομάτος,
και τραγούδα όλη μέρα: Τα – λα – ρα!
Κι από κειό το τραγούδι: τα, λα, ρα!
είπαν του εγκλήματος το σώμα τάλαρα!Ανδρέας Λασκαράτος
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.