Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Η Ιστορία» του Νικόλα Βαπτσάροφ

“Γιατί η ανελέητη ζωή, πολύ
μας χτύπησε με τη σκληρή γροθιά της
πάνω στο πεινασμένο μας το στόμα.
Γι’ αυτό μιλάμε άγρια και στυφά.”

Από τους κορυφαίους ποιητές της Βουλγαρίας, ο Νικόλα Βαπτσάροφ γεννήθηκε στη μικρή πόλη Μπάνσκο, στις 7 Δεκέμβρη του 1909.

Το 1932 αποφοίτησε από τη Ναυτική Σχολή της Βάρνας και εργάστηκε ως θερμαστής. Έκανε και άλλες χειρωνακτικές δουλειές. Αργότερα, και απ’ αυτές που κατόρθωνε να προσληφθεί, απολύονταν, επειδή ήταν μέλος του Βουλγαρικού  Κομμουνιστικού Κόμματος. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1930, συνδέεται και με άλλους επαναστάτες συγγραφείς και ποιητές.

Το 1934 παντρεύεται και λίγα χρόνια αργότερα θα χάσει σε νηπιακή ηλικία τον γιο του.

Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, επειδή η Βουλγαρία, με φασιστικό καθεστώς, ήταν σύμμαχος του Άξονα Χίτλερ-Μουσολίνι, ο Βαπτσάροφ έλαβε μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα, μέσα στο βουλγαρικό έδαφος. Πιάστηκε το 1942 και βασανίστηκε απάνθρωπα στα φασιστικά κρατητήρια, χωρίς όμως να καμφθεί το ηθικό του. Όταν απολύθηκε από τις φυλακές, ο ποιητής συνέχισε τον αγώνα. Τον ξαναπιάνουν και το Στρατοδικείο τον καταδικάζει σε θάνατο. Στις 23 Ιούλη του 1942, εκτελέστηκε μαζί με άλλους συναγωνιστές του.

Ο Βαπτσάροφ δεν έχανε την πίστη του στα ιδανικά του. Ήταν υποδειγματικός σύζυγος και γιος, αφοσιωμένος φίλος, αλύγιστος αγωνιστής και αγαπούσε τη ζωή.

Λίγες βδομάδες πριν τον σκοτώσουν, ο Βαπτσάροφ ζήτησε από τον ποιητή Χρίστο Ραντέφσκι, που τον είχε επισκεφθεί στη φυλακή, να φροντίσει να βγουν σε βιβλιαράκι τα ποιήματά του.

Η πρώτη ποιητική συλλογή του είχε κυκλοφορήσει με οικονομικές του θυσίες και σε φτηνό χαρτί, με τον τίτλο “Τραγούδια της μηχανής” (1940) και περιείχε είκοσι ποιήματα.

Στα 1951 το Β.Κ.Κ. εκδίδει όλα τα ποιήματα και στίχους του Βαπτσάροφ, αφού πρώτα περισυλλέχθηκαν με κόπο.

Το έργο του με τον γενικό τίτλο “Μην κλείνετε την πόρτα”, εκδόθηκε και μεταφράστηκε, με φροντίδα του κράτους, για να γίνει διεθνώς γνωστό.

Το 1953 ο ποιητής αν και νεκρός τιμήθηκε με το Παγκόσμιο Βραβείο Ειρήνης, που δόθηκε στην γυναίκα του Μπόϊκα Βαπτσάροβα.

Ο ποιητής και αγωνιστής Νικόλα Βαπτσάροφ, αποτελεί πρότυπο πατριώτη και ανθρώπου. Ήταν ειλικρινής και με τη στάση ζωής του, αλλά και με το λόγο του. Τα μηνύματα και το νόημα των ποιημάτων του ταυτίζονταν με τις πράξεις του.

Το ποίημα “Η Ιστορία”, εμπεριέχεται στη “Νέα Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία”, τόμος γ’, της Ρίτας Μπούμη και του Νίκου Παπά – εκδ. “Διόσκουροι”. Με το ποίημα αυτό, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά, ο ποιητής Βαπτσάρωφ, από το περιοδικό “Η Εφημερίδα των Ποιητών, τον Οκτώβρη του 1957]

           Η Ιστορία

Σαν τι μας πρόσφερες, ω Ιστορία,
μες στις κιτρινισμένες σου σελίδες
σε μας τον κόσμο της αφάνειας,
της φάμπρικας και του γραφείου;

Εμείς δεν είμασταν παρά χωριάτες
βρωμούσαμε ιδρώτα και κρομμύδι
και κάτω απ’ τα κρεμαστά μουστάκια μας
τη ζωή βλαστημούσαμε αράδα.

Τουλάχιστο θα μας τ’ αναγνωρίσεις
πως εχορτάσαμε με γεγονότα
πως μ’ αίμα σε ποτίσαμε άφθονο
από χιλιάδες σκοτωμένους;

Συ θα χαράξεις μόνο τον περίγυρο
μα η ουσία, το ξέρω, θ’ απομείνει απ’ έξω.
Κανείς, κανείς δε θα ιστορήσει
τ’ ανθρώπινο φτωχό μας δράμα.

Οι ποιητές θα στρατευθούνε όλοι
να γράφουν στίχους, ρίμες προπαγάνδας
κι άγραφτος ο δικός μας πόνος
έρημος θα πλανιέται, μόνος.

Μα ήταν η ζωή δική μας άξια
για να γραφτεί;  παράδειγμα να γίνει;
Ω, αν σας σκαλίσω, μπόχα θα με πνίξει
μούχλα, ανυπόφορη, φαρμακερή!

Μεις γεννηθήκαμε σ’ ένα χωράφι
κατάχαμα, στ’ απάνεμο ενός φράχτη
κ’ οι μάνες μας μουσκεύανε τα χόρτα
με το αίμα τους, δαγκάνοντας τα χείλια.

Προς το φθινόπωρο ψοφούσαμε σα μύγες
τα Ψυχοσάββατα ουρλιάζαν οι γυναίκες,
ύστερα αλλάζανε το κλάμα σε τραγούδι
που μόνο τα σπαρτά κ’ οι θάμνοι ακούαν.

Όσοι απομείναν ζωντανοί από μας
με πικρό ιδρώτα ζυμωθήκαν
σ’ όλα τα επαγγέλματα ιδρωκόπησαν
αγόγγυστα καθώς τα ζώα.

Οι γέροι λέγανε στο σπίτι:
«Έτσι ήταν, έτσι είναι κι έτσι θα ‘ναι…»
Και μεις εφτύναμε με λύσσα
πάνω σ’ αυτή τους τη χαζή σοφία.

Όμως στους χοντρούς τόμους σου, ανάμεσα
σε γράμματα και κάτω απ’ τις αράδες
θα ουρλιάσουνε τα βάσανά μας
με άγριο πρόσωπο θα σας κυττάνε.

Γιατί η ανελέητη ζωή, πολύ
μας χτύπησε με τη σκληρή γροθιά της
πάνω στο πεινασμένο μας το στόμα.
Γι’ αυτό μιλάμε άγρια και στυφά.

[Μετάφραση: Ρίτα Μπούμη – Παπά]

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: