Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ηλέχτρα» του Βασίλη Ρώτα
“…Εσύ τιμή
κι εγώ ντροπή
και σε λερώνω.
— Ανόητε δούλε,
δεν ξέρεις τι ’σαι,
ούτε τί κάνεις:
το σκοτάδι δε μπορεί
να σβήσει το φως…”
Ο κομμουνιστής ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, κριτικός, μεταφραστής και αγωνιστής της ΕΑΜικής Αντίστασης Βασίλης Ρώτας, γεννήθηκε το 1889 και έφυγε από τη ζωή στις 30 του Μάη 1977.
Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και θέατρο στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Στη διάρκεια της Κατοχής εντάχθηκε στο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Ξεκίνησε να δημοσιεύει ποιήματα στο περιοδικό «Νουμάς» το 1908. Άρθρα, διηγήματα, κριτική θεάτρου και μαρτυρίες του δημοσιεύθηκαν στον παράνομο Τύπο στη διάρκεια της Κατοχής, στα «Ελεύθερα Νέα», στη «Βραδυνή», στην «Πρωία», στην «Εστία» και στο περιοδικό «Θέατρο» (1961-1965) και στον «Λαϊκό Λόγο» (1965-1967). Υπήρξε βασικός συνεργάτης του περιοδικού «Ελληνικά Γράμματα» και ίδρυσε μαζί με άλλους φοιτητές τη Φοιτητική Συντροφιά.
Με σύμφωνο το ΕΑΜ, το 1942, ίδρυσε το Θεατρικό Σπουδαστήριο, «νόμιμο καταφύγιο» για τους ΕΠΟΝίτες. Το θέατρο του Ρώτα έγινε βήμα προβληματισμού και συνειδητοποίησης, όπου νέοι μάθαιναν για το θέατρο και συμμετείχαν σε αντιστασιακές εκδηλώσεις, με παραστάσεις σε θέατρα, πλατείες, δρόμους, και κείμενα που εξύψωναν το λαϊκό φρόνημα, ενώ οι εισπράξεις πήγαιναν στο ταμείο του αγώνα. Το καλοκαίρι του 1944 με υπόδειξη της ΠΕΕΑ ιδρύει το «Θεατρικό όμιλο της ΕΠΟΝ Θεσσαλίας», ανταποκρινόμενος στο επίμονο αίτημα των αγωνιστών για θέατρο.
Τεράστια στάθηκε η προσφορά του Ρώτα στη μετάφραση Ελλήνων και ξένων κλασικών αλλά ο μεγάλος άθλος του ήταν πως δόθηκε σύψυχα στη μετάφραση του έργου του Ουίλιαμ Σαίξπηρ και μπόρεσε ν’ αποδώσει στη γλώσσα μας όλα τα δράματα, κωμωδίες, τραγωδίες του, όπως και όλα τα ποιήματα και σονέτα του.
«(…) Αρκετά ποιήματα του Ρώτα είναι αφιερωμένα στη θυσία επώνυμων αγωνιστών, όπως το ποίημα “Ηλέχτρα”, κατάλληλο για εφήβους και νέους (ιδιαίτερα για μαθητές Λυκείου), που είναι αφιερωμένο στη θυσία της ηρωίδας της Εθνικής Αντίστασης, Ηλέκτρας Αποστόλου (…) Ο ποιητής χωρίζει το ποίημα σε πέντε ενότητες: Στις α΄ και β΄ ενότητες ο ποιητής, για να δείξει το μέγεθος και την αξία της ηρωίδας, την αντιπαραθέτει στον εαυτό του, τον οποίο χαρακτηρίζει συμβολικά “καθρέφτη”, ο οποίος στην ουσία δε διαθέτει δική του οντότητα, παρά μόνο είναι ένα είδωλο που δείχνει τον άλλο κόσμο, είναι ένας ψεύτης κι ένα ετερόφωτο ανύπαρκτο, ουσιαστικά, ον. Είναι ένας τρόπος, ποιητική αδεία, για να φανεί η διαφορά και η απόσταση ανάμεσα σε έναν ήρωα πατριώτη και σε έναν προδότη. Στις γ΄ και δ΄ ενότητες η ίδια η ηρωίδα περιγράφει με παραστατικό τρόπο τα βασανιστήρια που υπέστη από τους δήμιους κατακτητές, από τους τυράννους, τους μπόγιες, τους απάνθρωπους, τους αιματοβαμμένους βασανιστές…» σημειώνει ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης στη μελέτη του «Ο Βασίλης Ρώτας και το έργο του για παιδιά και εφήβους» (στο θέατρο, την ποίηση, την πεζογραφία, ακόμη και στα «Κλασσικά Εικονογραφημένα») που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή.
Στις 26 του Ιούλη 1944 το άψυχο σώμα της κομμουνίστριας ηρωίδας Ηλέκτρας Αποστόλου παραμορφωμένο και μισοκαμένο, κείτεται πεταμένο στην άκρη ενός δρόμου της Αθήνας.
Η Ηλέκτρα δεν λύγισε στα πιο φριχτά βασανιστήρια, στα χέρια των κτηνανθρώπων της Ειδικής Ασφάλειας, στο άντρο της οδού Ελπίδας. Την βασάνισαν μέχρι θανάτου για να της αποσπάσουν μυστικά για την οργάνωση της Αντίστασης και τον μηχανισμό του ΚΚΕ, του οποίο ήταν στέλεχος, χωρίς να το καταφέρουν…
Η Ηλέκτρα υπερασπίστηκε τα ιδανικά, την ιδεολογία και τους αγώνες της, και χιλιάδων ακόμα λαϊκών αγωνιστών, για μια κοινωνία λεύτερη από εκμετάλλευση, ειρηνική, με το λαό να κάνει κουμάντο στον τόπο του και θυσίασε τη ζωή της γι’ αυτά.
«Το μεγάλο σχολείο για εκείνον ήταν η φτώχεια, αλλά μέσα σε αυτήν δεν υπήρχε μιζέρια, υπήρχε πνευματικότητα και θέληση για αγώνα» επισημαίνει για τον Βασίλη Ρώτα ο Θανάσης Ν. Καραγιάννης. «Υπήρχε επίσης η συνείδηση του ότι το «προζύμι» για αλλαγή του κόσμου ήταν μόνο ο λαϊκός αγώνας. Ένας αγώνας που εμπλουτίζεται καθημερινά από τις εμπειρίες, τα βιώματα, τις ελπίδες και τα όνειρα του εργαζόμενου λαού. Ο Ρώτας δεν ξέκοψε ποτέ από αυτό και μάλιστα θεωρούσε πως ο τελικός αποδέκτης και κριτής του έργου του είναι ο λαός».
Το ποίημα εμπεριέχεται στη συλλογή πεζών και ποιημάτων του Βασίλη Ρώτα και της λογοτέχνη-συγγραφέα και συζύγου του, Βούλας Δαμιανάκου, «Μνημόσυνο» (Αθήνα 1961):
ΗΛΕΧΤΡΑ
A’
Kαι τώρα oι δυο μας,
Ηλέχτρα.
Εμείς οι δυο
κλεισμένοι εδώ,
να η ζωή κι ο κόσμος.
Σε λεν Ηλέχτρα,
με λεν Καθρέφτη.
Εσύ ’σαι φως
κι εγώ σκοτάδι
και σε σβήνω.
Εσύ ’σαι θάρρος
κι εγώ ’μαι φόβος
και σε χτυπάω.
Εσύ σαι ελπίδα
κι εγώ ’μαι αγκούσα
και σε δαγκώνω.
Εσύ η χαρά
κι εγώ ’μαι η θλίψη
και σε πατάω.
Εσύ ομορφιά
κι εγώ η ασκήμια
και σε στραβώνω.
Εσύ ’σαι αγνότη
κι εγώ ’μαι ασέλγεια
και σε μολέβω.
Εσύ τιμή
κι εγώ ντροπή
και σε λερώνω.
— Ανόητε δούλε,
δεν ξέρεις τι ’σαι,
ούτε τί κάνεις:
το σκοτάδι δε μπορεί
να σβήσει το φως.
Β
Σε λεν Καθρέφτη, μπόγια, και πιστά
καθρεφτίζεις εσύ τον Σατανά.
Σε καταριέμαι: τ’ όνομά σου αυτό
να μείνει αιώνιο σύμβολο φριχτό.
Γυναίκες να θυμάστε: όταν ματιές
στον καθρέφτη θα ρίχνετε γλυκιές
βλογάτε την Ηλέχτρα, που φριχτά
μαρτύρησε γι’ αυτή σας τη χαρά.
Γ
Είμουνα μάνα κι αδερφή
κι είχα το σέβας, την τιμή·
τα λόγια μου η αστροφεγγιά
το γέλιο μου άνοιξη γλυκιά.
Σε κλούβα μ’ έκλεισαν εδώ,
κορμί μου ολόγδυτο σαν ζώο·
μαζί κι ο θηριοδαμαστής.
Αχ, ποιο είν’ το νόημα της ντροπής;
Δ
Πού ’ναι το σέβας στη μητέρα, πού ’ν’ η αγάπη
στην αδερφή, πού ναι η τιμή; Πού ’ναι η συμπόνια;
Τί μού ξεσκίζεται μέσ’ στο άθλιο μου κορμί;
Δεν είναι πόνος, δεν είναι ντροπή,
παρά απορία: δε φαντάστηκα ως εκεί φριχτή
την τυραννία.
Ολόγδυτη ύπαρξη δεμένη χεροπόδαρα
στη διάθεση του μπόγια, ενού που φαίνεται άντρας,
όμως δεν είναι ούτ’ άνθρωπος.
Κύριος είναι, με κολάρο και γραβάτα:
πως με κουρελιάζει, πως με πιλατεύει,
με γουρλωμένην ούγαινας ματιά, γορίλα μούτρα
κι όμως μιλάει κι έχει μάγουλα κι αφτιά.
Βαμένα στο αίμα δάχτυλά του και μανίκια.
Με σκίζει, με τρυπάει, με σακατεύει,
κλωτσάει με μπότες ματωμένες,
χάμω το ολόγυμνο κορμί μου.
Μου βάζει το αναμένο του τσιγάρο
στις ρόγες των βυζιών μου στα γεννητικά μου·
ώ ανθρώποι, ώ γέννες μου, ώ παιδιά μου!
Ώ τούτη η γνώση, πως κι αυτός είν’ άνθρωπος,
τούτη με καίει, μ’ αναγουλιάζει,
κι όχι, όχι οι πόνοι, όχι η τσίκνα η πνιγερή
που βγαίνει από τις σάρκες μου.
Ώ τι κακό, εξουσία σε δειλού
χέρια, ώ δύναμη μαύρη, δίχως νου!
Ε
Φέρτε κορίτσια μπάλσαμα,
φέρτε κορίτσια αρώματα
να πλύνουμε τούτ’ το κορμί
που το βασάνισαν πολύ.
Που ’ναι το αθάνατο νερό
για τούτ’ το σώμα το ιερό;
Αχ μάνα κι αδερφούλα μας
πώς να σε ιδούν τα μάτια μας;
θέμε να σ’ αγκαλιάσουμε
και πώς να σ’ αγκαλιάσουμε,
που έχεις γίνει απέραντη;
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.