Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ήρθε καιρός» του Κ. Χατζόπουλου
“Αιώνες δεν απόστασες να γέρνεις
σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό,
να σου θερίζουν άλλοι ό,τι εσύ σπέρνεις,
αργούς να τρέφεις στάζοντας ιδρό;”
Ο μυθιστοριογράφος, ποιητής, διηγηματογράφος, μεταφραστής και δοκιμιογράφος, από τους πρωτοπόρους του δημοτικισμού και του σοσιαλισμού στην Ελλάδα, Κωνσταντίνος (Κώστας) Χατζόπουλος, γεννήθηκε την 1η του Σεπτέμβρη 1868, στο Βραχώρι Αγρινίου, και έφυγε από τη ζωή το 1920.
Ήταν πρωτότοκος γιος του κτηματία Ιωάννη Χατζόπουλου και της Θεοφανίας Στάικου.
Αφού τελείωσε τις τέσσερις τάξεις του δημοτικού σχολείου και τις τρεις του σχολαρχείου Αγρινίου, συνέχισε τις σπουδές του στο Γυμνάσιο Μεσολογγίου.
Στη συνέχεια εγγράφεται στη Νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από το 1882 έως το 1886 και σε ηλικία 18 ετών παίρνει το πτυχίο του.
Μετά τη στρατιωτική του θητεία και αφού θα ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου για δύο χρόνια, θ’ αποφασίσει να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Θα εγκατασταθεί στην Αθήνα και θ’ αρχίσει να συχνάζει στο σπίτι του Κωστή Παλαμά. Εκεί θα γνωρίσει και άλλους μεγάλους των ελληνικών γραμμάτων, όπως τους Ξενόπουλο, Πορφύρα, Καρκαβίτσα, Νιρβάνα και Μαλακάση.
Το 1897 πήρε μέρος, ως έφεδρος αξιωματικός, στον ελληνοτουρκικό πόλεμο και μετά την αποστράτευσή του ιδρύει και διευθύνει το περιοδικό «Η Τέχνη» (συνεργάτες του οποίου ήταν ο Ι. Γρυπάρης, ο Κ. Θεοτόκης, ο Α. Καρκαβίτσας, ο Μ. Μαλακάσης, ο Μποέμ, ο Π. Νιρβάνας, ο Κ. Παλαμάς, ο Λ. Πορφύρας κ.ά.) με σκοπό να ενισχύσει τη δημοτική γλώσσα και να συστήσει στους αναγνώστες του την ευρωπαϊκή λογοτεχνία.
Το 1900 θα φύγει για τη Γερμανία με σκοπό να μελετήσει τη γερμανική φιλοσοφία και λογοτεχνία και θ’ αρχίσει να παρακολουθεί μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Δρέσδης.
Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στη Γερμανία, ο Κ. Χατζόπουλος θα ασπαστεί τα σοσιαλιστικά ιδεώδη, θα παρακολουθήσει την πνευματική και καλλιτεχνική ζωή της χώρας, θα μεταφράσει πολλά θεατρικά έργα (μεταξύ των οποίων Ίψεν και Στρίντμπεργκ), ενώ παράλληλα θα δημοσιεύσει ποιήματα, πεζογραφήματα και κριτικά μελετήματα στον “Νουμά” και σε άλλα έντυπα και περιοδικά. Μεταφράζει επίσης το “Κομμουνιστικό Μανιφέστο” των Μαρξ – Ένγκελς στα ελληνικά, το οποίο θα δημοσιευθεί σε συνέχειες στην εφημερίδα “Ο εργάτης” του Βόλου, το 1908.
Έχοντας ήδη προσχωρήσει στο δημοτικισμό θα ιδρύσει στις πόλεις Μόναχο και Βερολίνο «Αδελφάτα Δημοτικής».
Με την κήρυξη του Πολέμου το 1914, ο Χατζόπουλος μετακομίζει με την οικογένειά του στην Αθήνα.
Το ποίημα που φιλοξενεί η στήλη δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, στις 31 του Μάη 1925.
Ήρθε καιρός
“Κανένας δε σαλεύει; μέσ’ στο στήθος
δε νοιώθει αντρίκια την καρδιά κανείς;
μπροστά σ’ έναν και τρέμει τόσο πλήθος;
Σκιαχτά κοντά του σάλεψαν δυό – τρειςκαι κάποιοι ανανοήθηκαν πιο πέρα
και μαζεύτηκαν γύρω του δειλά
κάποια κεφάλια νέα· και τον αέρα
γεμίσαν οι φωνές: “Στο βασιλιά!”“Ποιο βασιλιά;” αγριεμένος ο νέος βρυχήθη
– “Τον άρχοντά μας θέλομε να βγει,
τον πόνο μας να δει”, βούϊσαν τα πλήθη
“Ποιον άρχοντα; άρχος είσαι μόνο εσύ!Ξύπνα μονάχα απ’ το αποκοίμισμά σου,
μη σκύβεις, λεημοσύνες μη ζητάς,
τρίξε τα δόντια, αγρίεψε, ανταριάσου,
σπάσε όποιο εμπρός σου εμπόδιο απαντάς.Ρίχνε ό,τι κόβει την ορμή σου, χύμα
σαν ακράτητη θάλασσα πλατιά·
κάθε άλλο μεγαλείο μπροστά σου τρίμμα
ας πέσει απ’ τη γερή σου τη γροθιά.Αιώνες δεν απόστασες να γέρνεις
σαν το νωθρό το βόδι στο ζυγό,
να σου θερίζουν άλλοι ό,τι εσύ σπέρνεις,
αργούς να τρέφεις στάζοντας ιδρό;Να χύνεις αίμα αυτούς για να πλουταίνεις,
να τους υψώνεις σκύβοντας στη γη,
και συ να λαχταράς, να μη χορταίνεις
και το πικρό σου, το ξερό ψωμί!”“Πικρό ψωμί! ξερό ψωμί” ξεχύθη
κραυγή βραχνή, βοή βαριά, βαθιά,
σα να στενάξαν χίλια – μύρια στήθη
από της γης τα πέρατα πλατιά.Και με ολόρθο κορμί το παλληκάρι,
στην πλάτη η χήτη ανέμισε χυτή:
“Ήρθε ο καιρός”, ξανάκραξε να πάρει
το δίκιο του καθένας στη ζωή.Το δίκιο αυτό όμως δεν το ζητιανεύουν·
με ψηλά το κεφάλι το ζητούν
και με το χέρι ορθό το διαφεντεύουν,
το αρπάζουν με βία απ’ όποιους το κρατούν.Την πόρτα αν δε ανοιεί τη σπουν, σας είπα·
τι στέκεστε, τι γέρνετε σκυφτοί;
Λαέ σκλάβε, δειλέ, ανανιώσου, χτύπα
και κέρδισε μονάχος το ψωμί.Ιερή φωτιά όποιον μέσα τον πυρώνει
και την ψυχή τού πνίγουν τα δεσμά,
κοντά μου! Κάτω ας πέσει ό,τι σηκώνει
γαύρο κεφάλι ενάντια μας! Μπροστά!”
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.