Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον» του Μίκη Θεοδωράκη
“Ας χωριστούμε, αγαπημένη
τώρα που δαγκώνουμε αντάμα
της νιότης το κόκκινο ρόδο
ως το αίμα μας κτυπά δυνατά μες στις φλέβες
και την καρδιά μας δεν μάρανε
ακόμα των χρόνων το βάρος…”
Τα όρια της αγάπης του Μίκη Θεοδωράκη για την ποίηση δεν σταματούν στην μελοποίηση των ποιητών. Η χειμαρρώδης καλλιτεχνική του φλέβα και προσωπικότητα, εκτός από τη μουσική, βρήκε πεδία έκφρασης στη συγγραφή ποιημάτων και πολλών βιβλίων.
Το ποιητικό του έργο εκτείνεται από τα εφηβικά του χρόνια ως τα τέλη σχεδόν του 20ου αιώνα, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα στην επίσημη ιστοσελίδα του ποιήματα.
Το 1941 ο Μίκης βρίσκεται στην Τρίπολη, μια από τις πόλεις στις οποίες πέρασε τα παιδικά-εφηβικά του χρόνια, εξαιτίας των συχνών μετακινήσεων του δημοσίου υπαλλήλου πατέρα του. Εκεί γράφει το πρώτο του βιβλίο, την ποιητική συλλογή με τίτλο «ΣΙΑΟ» και με το ψευδώνυμο Μάης Ντίνος.
Είναι 16 χρόνων όταν γράφει το ποίημα «Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον». Μήνες πριν, ίσως και χρόνο (δεν γνωριζουμε πότε ακριβώς γράφτηκε το ποίημα), η ιταλική φασιστική εισβολή έχει αποκρουστεί από τον λαό μας, ενώ στις 6 του Απρίλη 1941 εκδηλώνεται η γερμανική εισβολή στην Ελλάδα που θα φέρει τη φασιστική Κατοχή.
O έφηβος Μίκης απευθύνεται τρυφερά με στίχους στην αγαπημένη του. Στον τίτλο ακόμα του ερωτικού αυτού και «άγουρου» ποιήματος εκφράζεται αυτό που θα σημαδέψει στη συνέχεια ολόκληρη τη διαδρομή του και που συμπυκνώνεται στις λέξεις «ο ένας για τον άλλον». Το έργο του Μίκη Θεοδωράκη και η πορεία του (συνυφασμένα και αδιαίρετα) στους κακοτράχαλους δρόμους του λαϊκού κινήματος του 20ού αιώνα, ήταν από τον «έναν», τον ίδιο, για τον «άλλον», που εδώ είναι οι πολλοί, ο λαός.
Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον
Και θα χαθούμε ο ένας για τον άλλον
για πάντα
λες και μας ρούφηξε η νύχτα
σα σκύλα και μ’ άφαντα στόματα.Ας χωριστούμε αγαπημένη
τώρα που στέκεσαι μεγάλη μπρος μου
κι εγώ μπροστά σου
ας χωριστούμε αγαπημένη
τώρα που τρώμε αντάμα ακόμα
απ’ της νιότης το κόκκινο ρόδο
και την καρδιά μας δε μάρανε
των χρόνων το βάρος.Γι’ αυτό κι εγώ σαν θα ‘ρθω
και πάλι σιμά σου
δε θα σου πω “σ’ αγαπώ”
Δε θα σε πάρω απ’ το χέρι
να σε φιλήσω όπως πάντα
ούτε θα σε πάρω απ’ το χέρι
να σ’ οδηγήσω στο πράσινο δάσος
και κει σαν κάθε φορά να σε φιλήσω
και να σου πω το παραμύθι εκείνο
που κείνη και κείνος
ενώνονται υμνώντας τη χαρά.Μόνο – θα ‘ναι δείλι σαν θα ‘ρθω
στη μελαγχολική την ησυχία
θ’ ακουστεί η φωνή μου θλιμμένη
τρεμουλιαστή σαν πεθαμένου ανάσα
και θα πει
“αγαπημένη αντίο”Και θα χαθώ από μπρος σου
ως χάνεται μακραίνοντας το φως
μες στο σκοτάδι της νύχτας
και θα σβήσεις από μπρος μου
ως σβηούνται οι μορφές
που μας αγκαλιάζουν στις χώρες
των ονείρων μας με το φως
της ημέραςΚαι τώρα ας χωριστούμε
γλυκειά μου αγαπημένη
τώρα που ‘σαι για με μεγάλη
κι εγώ μεγάλος για σένα.
Τώρα που ‘μαστε αντικρύ
σα δυο φωτιές που καίνε
κι εξαγνίζουν κάθε σκέψη
μαυροφόρα κι ανάγκη.Ας χωριστούμε, αγαπημένη
τώρα που δαγκώνουμε αντάμα
της νιότης το κόκκινο ρόδο
ως το αίμα μας κτυπά δυνατά μες στις φλέβες
και την καρδιά μας δεν μάρανε
ακόμα των χρόνων το βάρος.Γι’ αυτό κι εγώ σαν θα ‘ρθω
και πάλι σιμά σου
δε θα σου πω “σ’ αγαπώ”
Το όνειρό μου η ζωή μου
θα πετάξει και θα ‘ρθει
η νυχτιά της ημέρας
και κοιτώντας τ’ αστέρια
μ’ ενωμένα τα χέρια
θε να πούμε βουβοί
της ζωής και της νύχτας
την ωδή με τον ίδιο
τον πρώτο σκοπό:“Η Δυάδα η Τριάδα
Εκείνος κι εκείνη!
Γελάτε αστέρια
Χαρείτε ουρανοί!
Εγώ ‘μαι ο κόσμος
η αρχή και το τέλος!
Φιλιά στα φιλιά
κι όρκοι στους όρκους…
Ζωή μου πού είσαι;
Τ’ όνειρό μου η ζωή μου
επέταξε κι ήρθε η νύχτα
της ημέρας.Σαν έρθει το βράδυ
και διώξει τη μέρα
θε να ‘ρθω κοντά σου
με τ’ όνειρό μου.
Με σκυμμένο το βλέμμα
θα σου πάρω το χέρι
με κλεισμένο το στόμα
θα σου πω “σ’ αγαπώ”.Τρίπολη, 1941
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.