Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Λίγα λόγια για μένα τον ίδιο» του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι
Είναι το τέταρτο από τα τέσσερα ποιήματα της πρώτης του συλλογής (1913), ένα ποίημα που επανειλημμένα έχει γίνει αντικείμενο επικρίσεων από τους -για διάφορους λόγους- επιτιμητές του.
«Δύσκολος, κακοτράχαλος, θα λέγαμε ακόμα, ποιητής. Με δικά του αυτοσχέδια υλικά κι εργαλεία έφτιαχνε έναν κόσμο που βρισκόταν σε ασυμβίβαστη αντιπαράθεση με όλη την άλλη ποίηση, όπως άλλωστε και με τις κοινωνίες, τις κοινωνικές συμβάσεις που υπήρξαν πριν από κείνον κι εξακολουθούσαν να υπάρχουν γύρω του, γι’ αυτό και μ’ όλη του την ψυχή τις πολέμησε. Αν δεχτούμε και για την ποίηση πως υπάρχουν εκείνοι που τη διαχειρίζονται κι οι άλλοι που ξεριζώνουν και ξαναφυτεύουν, ο Μαγιακόφσκι, μπορούμε να πούμε, ότι είναι από τις πιο ακέραιες μορφές ριζοσπάστη ποιητή στην τέχνη και στη ζωή. Δεν ήταν μόνο ζήτημα μιας αισθητικής επιδίωξης ή ακόμα και πολιτικής, τέτοια ήταν η φύση του ανθρώπου, ο τρόπος του, ριζωμένος στην αίσθηση της ζωής (…)
Πάντα με τραβούσανε στον Μαγιακόφσκι εκείνες ιδιαίτερα οι στιγμές, όπου μόνος του έβρισκε τρόπους ν’ ανατρέπει και τις υπερβολές του – να τις μετριάζει και να τις ανθρωπίζει. Τα εύκολα και τα δύσκολα, το ανεβοκατέβασμα που το μοιράσανε έπειτα σε χωριστούς χρόνους (γι’ αυτό και τον ίδιον άλλοτε τον ανεβάζουν κι άλλοτε τον κατεβάζουν), μπορούσαν να σου δίνονται ταυτόχρονα, ώστε να μη χάνεται το μέτρο. Θα επανέλθουμε σ’ αυτό πιο κάτω. Ό,τι και να λέει ο Μαγιακόφσκι, τον ακούς πασίχαρα. Μα και δεν μπορεί ένας άνθρωπος με λίγη φαντασία και χιούμορ να παίρνει κατά λέξη τις υπερβολές ενός ποιητή που με το πρώτο δηλώνει αυτή την ιδιορρυθμία του(…)» σημειώνει ανάμεσα σε άλλα ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, σπουδαίος και πολυγραφότατος πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς, μελετητής και μεταφραστής της Ρωσικής Λογοτεχνίας, στον πρόλογο του βιβλίου του «Ο Μαγιακόφσκι – Τα εύκολα και τα δύσκολα» (εκδ. Γκοβόστη, 2011).
Ο Μήτσος Αλεξανδρόπουλος «δέθηκε» με τον ρωσικό πολιτισμό τόσο που με σπουδαία μελετητικά και μεταφραστικά έργα του, πρόσφερε την πολύτιμη λογοτεχνική, ιδεολογο-αισθητική γνώση και κρίση του στο προοδευτικό ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Το μελετητικό έργο του για τη Ρωσική Λογοτεχνία έχει χαρακτηριστεί υποδειγματικό.
Ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο του «Ο Μαγιακόφσκι – Τα εύκολα και τα δύσκολα» (εκδ. Γκοβόστη, 2011):
Είναι το τέταρτο από τα τέσσερα ποιήματα της πρώτης του συλλογής (1913), ένα ποίημα που επανειλημμένα έχει γίνει αντικείμενο επικρίσεων από τους -για διάφορους λόγους- επιτιμητές του. Για τον πρώτο του στίχο.
Πριν μιλήσουμε κάπως πιο διεξοδικά για τα ποιήματά του στη δεκαετία του 1920, καλό είναι να ξαναθυμηθούμε τις πρώτες εμφανίσεις του και να ξαναπάρουμε μια γεύση απευθείας από αυτό το ποίημά του:
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟ
Μ’ αρέσει να κοιτάζω πώς πεθαίνουν τα παιδιά.
Του γέλιου το μουντό κύμα το συλλάβατε τάχα ποτέ
στον παφλασμό της θάλασσας
πίσω από την προβοσκίδα της θλίψης;
Όμως εγώ –
στο αναγνωστήριο των δρόμων -κάθε τόσο ξεφύλλιζα τόμους φέρετρα.
Τα μεσάνυχτα
με τα υγρά τους δάχτυλα μάς μαλάζανε
εμένα
και τον έρημο μαντρότοιχο
ενώ με τις σταγόνες του ανεμοστρόβιλου στη φαλάκρα του τρούλου
κάλπαζε πέρα μουρλαμένος ο ναός.
Βλέπω το Χριστό να το σκάει μέσ’ απ’ την εικόνα
και την άκρη του ανεμοδαρμένου χιτώνα του
να τη φιλούνε κλαίγοντας οι λάσπες.
Βάζω τις φωνές στα κεραμίδια,
των έξαλλων λόγων μου βυθίζω το στιλέτο
στα ψαχνά του κοιλαρά ουρανού:
Ήλιε!
Πατέρα μου!
Εσύ, έστω, λυπήσου με, μη με τυραννάς!
Απ’ το δικό σου χέρι το αίμα μου χύνεται σε δρόμο τόσο μακρύ.
Στον φλεγόμενο ουρανό
η ψυχή μου ανεμίζει
σαν κουρέλι από το σύννεφο που σκίζει
ο σκουργιασμένος σταυρός του καμπαναριού!
Χρόνε!
Εσύ έστω ο κουτσός μπογιατζής
ζωγράφισε τη μορφή μου
στο τέμπλο αυτού του σακάτη αιώνα!
Μόνος είμαι σαν το τελευταίο μάτι
που πάει ν’ ανταμωθεί με τους τυφλούς.Ο πρώτος στίχος φαίνεται αληθινά τερατώδης.
Η εντύπωση διαλύεται καθώς κατανοούμε την έννοια. Μέσα σ’ όλο το δικό του πνεύμα και τις εκφραστικές του συνήθειες, ο Μαγιακόφσκι έβαλε μια τέτοια αλλόκοτη φράση μπροστά για να προκαλέσει βέβαια. Αλλιώς θα ήταν αν ο στίχος έκλεινε το ποίημα σαν ένα επιμύθιο, ένα συμπέρασμα, ότι – μ’ άλλα λόγια- δεν αξίζει και να γεννιέται κανείς σ’ αυτόν τον κόσμο, απ’ όπου κι ο Χριστός το βάνει στα πόδια μεσ’ από την εικόνα του…
Με την ευκαιρία, ας πούμε ότι πολύ συχνά οι κριτικές παρατηρήσεις που έχουν διατυπωθεί και ιδίως εκείνες που συνοδεύονται από οξείς αρνητικούς χαρακτηρισμούς, όταν δεν είναι υπαγορευμένες από προσωπικά ή άλλα ειδικά κίνητρα, δηλώνουν παρόμοιες αποκλίσεις, κάποτε στοιχειώδεις, από το πώς διαβάζεται ένα ποίημα κι εκτιμούνται οι εκφραστικοί τρόποι, που ο ποιητής θεώρησε ως τους πιο κατάλληλους για την προβολή της σύλληψής του.
Έπειτα απ’ αυτό, ας κάνουμε ένα άλμα για να ξανάρθουμε στα χρόνια που μας ενδιαφέρουν σ’ αυτό το κεφάλαιο. Θα δώσω άλλο ένα ποίημα που το έγραψε τα πρώτα χρόνια της νέας πια περιόδου, το 1918, όταν είχε κατέβει από την Πετρούπολη στη Μόσχα, μερικούς μήνες πριν την οριστική του εγκατάσταση στη νέα πρωτεύουσα.
Σ’ έναν από τους δρόμους της Μόσχας πρέπει ο ίδιος να είδε το περιστατικό που του έδωσε το θέμα και την ιδέα ν’ αγγίξει τα ανθρώπινα αισθήματα εκείνα τα άγρια χρόνια. Ο ακριβής τίτλος είναι Καλή Συμπεριφορά στ’ άλογα, εγώ τον έχω παραλλάξει, παρόλο που η πρώτη απόδοση είναι πιο κοντά στην έκφραση του Μαγιακόφσκι.
ΔΕΙΧΤΕ ΣΥΜΠΑΘΕΙΑ ΣΤ’ ΑΛΟΓΑ
Βροντάν οι οπλές.
Ένα τραγούδι:
Γκραπ.
Γκρουπ.
Γκραπ.
Γκρουπ.
Μουσκίδι από τον άνεμο
τα πέταλα στον πάγο.
Γλιστράει ο δρόμος.
Ο γδούπος του αλόγου
πέφτοντας στα καπούλια.
Κι ευθύς ο ένας πίσω από τον άλλον
ο κάθε χάχας
ένα τσούρμο παντελόνια
που βγήκανε σουλάτσο στην οδό Κουζνέτσκι.
Καμπάνα πάει το γέλιο:
-Χο! Έν’ άλογο έπεσε!
-έπεσε ένα άλογο!
Γελά η Κουζνέτσκι.
Μόνος εγώ με τις στριγκλιές της
δε σμίγω τη φωνή μου.
Πλησιάζω.
Βλέπω:
μάτια αλογίσια…Ο δρόμος αναποδογύρισε,
κυλάει με τον τρόπο του…Πλησιάζω, βλέπω
-στην αλογίσια μούρη
μία μία κυλάνε οι σταγόνες
κυλάνε χώνονται στο τρίχωμα…Λύπη μουντή
θηρίου προς θηρίο
στάζει από πάνω μου
σαν ψίθυρος:-«Άλογο, μη!
-Άλογο, ακούστε με:
Τάχα χειρότερο είσαι από δαύτους;
Άκου, παιδί μου,
από λίγο λίγο
άλογα είμαστε όλοι μας
άλογα – ο καθένας με την αναλογία του».
Από νταντέματα
ίσως
το γέρικο φαρί δεν είχε ανάγκη, κι ίσως
τη σκέψη μου την πήρε για πολύ τριμμένη
όμως
μεμιάς τινάχτηκε
μπήγει γερά τα πόδια του
στυλώνεται
και χλιμιντρίζοντας
τού δίνει μπρος
κοκκινομάλης έφηβος
με την ουρά του ν’ ανεμίζει.Όσο που φτάνει στο παχνί
όλος χαρές
όλος καμάρι
νιούτσικος λες πουλάρι πράμα.Το νιώθει μέσα η ψυχή:
-Να ζεις αξίζει.
Και η δουλειά κι αυτή πανάξια είναι.Η οδός Κουζνέτσκι είναι από τους κεντρικούς δρόμους της πόλης. Εκεί συνήθως, στα βιβλιοπωλεία, στα ζαχαροπλαστεία και σ’ άλλα κέντρα συναντήσεων και διασκεδάσεων, συχνάζανε οι διανοούμενοι από τους κοσμικούς κύκλους της Μόσχας κι έκαναν τους περιπάτους τους.
Έχοντας τα κοντά κοντά αυτά τα δυο ποιήματα, ο αναγνώστης μόνος του θα εκτιμήσει τις διαφορές στις διαθέσεις και στην ιδέα που φέρνει μαζί της άλλες ενορχηστρώσεις στην έκφραση.
Να σημειώσω και τη λεπτομέρεια ότι το ποίημα εκείνο το χρόνο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα του Γκόρκι, παρόλο που οι σχέσεις είχαν ήδη διαταραχθεί, αλλά τον Γκόρκι τον συνάρπασε το θέμα κι η ιδέα. Είχε κι ο ίδιος παρακολουθήσει ένα παρόμοιο περιστατικό στην Πετρούπολη και γράφει γι’ αυτό στο ίδιο φύλλο, ένα από τα τελευταία πριν το κλείσιμο της Νέας Ζωής από την κυβέρνηση.
Για την ιστορία:
Λίγο πριν, ο Στάλιν είχε στείλει από την Πράβντα ένα προειδοποιητικό μήνυμα στους «νευροπαθείς κυρίους» της εφημερίδας: «Η επανάσταση δεν ξέρει να λυπάται ούτε διστάζει να θάφτει τους νεκρούς της».
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.