Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Μάσκα του 1942» του Αλέξανδρου Μάτσα
Ο Αλέξανδρος Μάτσας δεν είναι από τους ευρύτερα γνωστούς ποιητές. Το έργο του παραγνωρισμένο και άδικα υποτιμημένο όπως και τόσων άλλων. «Είναι ο ποιητής που όχι με ηχηρό, αλλά με βαθειά αισθαντικό τρόπο αποτύπωσε καίριες στιγμές από την σύγχρονή μας ιστορία: ως παθιασμένος εραστής της.»
Ο Αλέξανδρος Μάτσας (1910-1969) δεν είναι από τους ευρύτερα γνωστούς ποιητές. Το έργο του παραγνωρισμένο και άδικα υποτιμημένο όπως και τόσων άλλων.
Το ποίημά του «Μάσκα του 1942» περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Αλ. Μάτσας Ποιήματα, εισαγωγή και επιλογή ποιημάτων Γ.Π. Σαββίδης» (εκδ. Ερμής, 1995).
Ο Αλέξανδρος Μάτσας γεννήθηκε το 1910 στην Αθήνα, όπου σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες· στις μεταπτυχιακές του σπουδές αναφέρεται το ποίημά του «Christ Church, Oxford». Ακολούθησε το διπλωματικό στάδιο και έτσι γνώρισε πρωτεύουσες και πόλεις της Ευρώπης (Παρίσι, Ρώμη, Χάγη, κ.α.). Τούτη η καριέρα ολοκληρώθηκε με την τοποθέτησή του ως πρέσβη στην Ουάσιγκτον (1962). «Πολυάσχολος λόγιος, κοσμοπολίτης διπλωμάτης, και ερασιτέχνης κτηματίας των Μεσογείων», ο Α.Μ. άφησε μικρό σε ποσότητα, αλλά διόλου σε ποιότητα, ποιητικό έργο.
Μολονότι τον συμπαρατάσσει με τους ποιητές της Γενιάς του Τριάντα, ο Λίνος Πολίτης προσέχει ότι ο Α.Μ. «κρατήθηκε έξω από ομάδες και σχολές». Και ο επίσης ιστορικός και κριτικός της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας Αλέξανδρος Αργυρίου, κάμνει την διαπίστωση ότι, στο ώριμο έργο, «το πεδίο των εμπνεύσεων του ευρύνεται από σαφή ίχνη πραγμάτων· λείψανα ή εφιάλτες της σύγχρονης ζωής»: τέτοιο εφιαλτικό «λείψανο» είναι πρώτ’ απ’ όλα η οδυνηρή εμπειρία του ποιητή από την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, που ανιχνεύεται στα ποιήματα όσο και στα θεατρικά του έργα και, ως ένα υπολογίσιμο βαθμό, καθορίζει τον ερμητισμό και τα δραματικά στοιχεία τους. Με αυτή την έννοια, ο Μάτσας είναι ο ποιητής που όχι με ηχηρό, αλλά με βαθειά αισθαντικό τρόπο αποτύπωσε καίριες στιγμές από την σύγχρονή μας ιστορία: ως παθιασμένος εραστής της. (από το βιβλίο)
Μάσκα του 1942
Ήρθεν η αποκρηά σου, φόρεσε το προσωπείο
μη σε δουν η Ερινύες,
και κατέβαινε στο μπλόκο να σε κάνουμε Θεό.
Σήκωσε τ’ άχρηστο χέρι,
που’ ταν άχαρι στα χάδια κ’ ήταν στείρο στη δουλειά,
μέθυσε με την ισχύ σου,
γίνου Θάνατος και Μοίρα!Ποιον θ’ αφήσεις; ποιον θα δείξεις; Τούτον γιατ’ ήταν εχθρός σου;
Κείνον γιατ’ ήσαστε φίλοι;
Αυτός σ’ έβρισε μια μέρα· κ’ ένας άλλος παρακάτω
άγνωστος, μα τόσο ωραίος!
Είν’ αφόρητο το βλέμμα που σου ρίχνει σαν περνάς,
σα να σ’ έχη αναγνωρίσει,
κι ο λαιμός του μοιάζει θήκη που με κόπο συγκρατά
την φωνή του, σα σπαθί.
Ξέρεις τι κομίζει η φλέβα στην κολώνα του λαιμού του,
νοιώθεις τι τροφοδοτεί,
πόση φλόγα μες στα μάτια, πόση θέρμη στην αγκάλη!
Είν’ ακίνητα τα χείλη·
μα σε φτύνουν και σε βρίζουν και πληγώνουν σα μαχαίρι.
Έλα! Σήκωσε το χέρι!“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.