Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Μπροστά στο νεκρό φοιτητή που έπεσε για τη Δημοκρατία» του Νικηφόρου Βρεττάκου

«Συ είσαι η Ελλάδα που δημοπρατούν/ το αίμα της και το μέλλον της…» – Το συγκλονιστικό ποίημα που έγραψε ο Νικηφόρος Βρεττάκος αμέσως μετά τη στυγερή δολοφονία του αγωνιστή Σωτήρη Πέτρουλα (δολοφονήθηκε από τις δυνάμεις του παρακράτους της Αστυνομίας, σαν σήμερα, στις 21 του Ιούλη 1965)

Σαν σήμερα, στις 21 του Ιούλη 1965, εν μέσω μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων κατά των ανακτόρων («Ιουλιανά») δολοφονείται από την αστυνομία ο φοιτητής Σωτήρης Πέτρουλας, ηγετικό στέλεχος του φοιτητικού κινήματος και της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη.

Τον ίδιο μήνα δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης» το συγκλονιστικό ποίημα «ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ – Μπροστά στο νεκρό φοιτητή που έπεσε για τη Δημοκρατία», του μεγάλου μας ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου:

ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ
Μπροστά στο νεκρό φοιτητή που έπεσε για τη Δημοκρατία

Όταν ένας γελωτοποιός κυβερνά,
χρέος έχει ένας ποιητής αληθινός να μιλήσει.
Δικαίωμα έχει από ψηλά δοσμένο να ραπίσει
τους δήμιους, να   παραμερίσει την κουστωδία, εκείνους,
πού όπως στ’ αρχαία χρόνια οι Βάρβαροι
δικαίωμα δεν έχουν κανένα στο χώμα μας,
και να πετάξει στον νεκρόν αυτόν ένα τριαντάφυλλο
σαν έναν όρκο στην  Ελλάδα.

Γιατί αν ένας ποιητής
δεν έχει έργο του την αλήθεια, έργο δεν έχει τότε, ούτε
θέση κάτω από τον ήλιο, τον λαμπρό πατέρα,
πού τροφοδότησε και στέγασε το  Ελληνικό Πνεύμα· εκπίπτει τότε
και γίνεται ένα με τους εισβολείς Βαρβάρους, τους τυράννους,
ένα με τους ανεύθυνους, τους προδότες
της πατρικής μας γης, που ό,τι φυτρώνει,
απ’ το χορτάρι ως το έλατο πάνω της, μεγαλώνει
θηλάζοντας κόκαλα.

Εκείνοι που δώσαν
τη διαταγή ανοιχτή να σε δολοφονήσουν,
αξίζουν όλοι τους μαζί πιο λίγο απ’ όσο αξίζει
μια τρίχα απ’ το κεφάλι σου. Δεν αντιπροσωπεύουν
ούτε μια στάλα ελληνικού αίματος. Δεν γνωρίζουν
πατριωτική γραφή να διαβάσουν τα αισθήματά σου.

Παράσιτα είναι δίχως ρίζες. Στον πάνλαμπρο ανάμεσα
ήλιο μας, είναι: το σκότος κι ο φόνος.
Ξεναγοί των Ες-Ες στις ιερές μας λειψανοθήκες.
Εγκάθετοι του Πρυτανείου. Μόνιμοι λογχοφόροι
του Εσταυρωμένου. Κατάσκοποι της Ανάστασης.

Σε στραγγάλισαν όπως την όμορφη
στραγγαλίζουνε μοίρα της χώρας μας ― άρπαγες
που η παρουσία τους προσβάλλει ακόμη και τα ζώα μας
και μας μολύνει τον αέρα. Όμως, ανδρείε, εμείς,
γνωρίζουμε πόσο πιάνεις ξαπλωμένος στο χώμα.
Γνωρίζουμε τι στοίχισες για να γίνεις.
Γνωρίζουμε από ποιους αιώνες μακρινούς ήρθες, μας από ποια
διαδοχικά μαρτύρια πέρασες. Είσαι το Έθνος.
Η Ελλάδα είσαι. Μέσα στην καρδιά σου,
σαν από δέντρο κάτω κάθεται ο Καραϊσκάκης,
ο Διάκος και τα παλικάρια τους και τραγουδάει ο Σολωμός,
ενώ περιίπταται
του Ανδρέα Κάλβου ο αετός, αστραφτερός, απάνω τους.

Συ είσαι η Ελλάδα που σηκώνεται
να πατήσει στο βάθρο του πεπρωμένου της
με «ελευθερία» και «γλώσσα» και αξιοπρέπεια.
Συ είσαι η Ελλάδα που δολοφονούν
κάθε χρόνο, κάθε άνοιξη, κάθε Πάσχα.
Η Ελλάδα που είναι ολόκληρη ένα ιερό
που οι πέτρες της όλες είναι εξαπτέρυγα.

Συ είσαι η Ελλάδα που δημοπρατούν
το αίμα της και το μέλλον της.
Που με τα μπουκωμένα τους στόματα, ασεβείς
κι αναίσχυντοι συλητές της, της βρωμίζουν
τ’ όνομα, το λευκόν ως άνθος. Εσύ είσαι!

Σε σένα οι δάφνες και τα δάκρυά μου κι οι στίχοι μου κι η ζωή μου.
Ό,τι πιο ωραίο στη χώρα μας υπάρχει, τα βουνά μας,
ας γινούν μνημείο και άγαλμα, γιατί,
δολοφονώντας κάθε μέρα το παρόν, δεν άφησαν
να γεννηθεί κανείς Φειδίας· γιατί το φως
το σκοτώνουν από βρέφος ακόμη,
βάζοντας χοίρους να θηλάζουν το βυζί της πατρίδας.

Τρέμουν τα λόγια μου σαν τον ήλιο και σαν τον αγέρα της.
Γιομάτοι από αγανάχτηση οι στίχοι μου κι από ελπίδα,
είναι, σαν της μάνας τα δάκρυα, δίχως ειρμό,
γιομάτοι αστραπές που συγκρούονται μέσα τους να φωτίσουν
τ’ ωραίο πρόσωπό σου. Γιατί όταν
ένας ποιητής μιλά, είναι η Πατρίδα ολόκληρη.
Ο Όλυμπος και ο Ταΰγετο μέσα μου συνοριάζουν·
το Ιόνιο και το Κρητικό πέλαγος και το Αιγαίο·
ο Περικλής και ο Μακρυγιάννης. Τα κοράκια κρώζουν
όσο ποτέ τους αιμοβόρα, όμως, εγώ, η Πατρίδα,
με μια φωνή, που όταν αυτοί θα ’χουν χαθεί στη σκόνη,
θ’ ακούγεται, μες στους αιώνες ίδια, σου το λέω:
Για ό,τι έπεσες, ήταν αλήθεια.

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1912, στην Πλούμιτσα Κροκεών της Σπάρτης και έφυγε από τη ζωή στις 4 του Αυγούστου 1991.

Εγκατέλειψε τη Νομική σχολή για να αφιερωθεί στη λογοτεχνία. Εξέδωσε περισσότερες από 15 ποιητικές συλλογές, όπου εξυμνεί την ειρήνη, τον ανθρωπισμό, την αγάπη, με μια λυρικότητα που τον χαρακτηρίζει. Ευαίσθητος, συναισθηματικός και τρυφερός, καθώς ήταν, μας άφησε σπουδαία έργα. Κάποια από αυτά: Κάτω από σκιές και φώτα (1929), Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων, Εικόνες από το ηλιοβασίλεμα (1939), Η ηρωική συμφωνία (1944), Η παραμυθένια πολιτεία (1947), Ο Ταΰγετος και η σιωπή, Δύο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου (1949), Στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ (1954), Ο ένας από τους δύο κόσμους, Εκλογή (1966),  Οδύνη (1969), Οδοιπορία (1972),  Διαμαρτυρία (1974), Το Απογευματινό Ηλιοτρόπιο (1976), Λειτουργία κάτω απ’ την Ακρόπολη, Τα ποιήματα (1981), Ο διακεκριμένος πλανήτης (1983), Συνάντηση στη θάλασσα (1991)  κ.ά.

Έγραψε και το ιστορικό αφήγημα “33 ημέρες” (Απελευθέρωση μέχρι και τα γεγονότα του ’44) που δημοσίευσε σε συνέχειες, η εφημερίδα “Ελεύθερη Ελλάδα”, όργανο της ΚΕ του ΕΑΜ.

Το έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου μπορούμε να το χωρίσουμε σε περιόδους, ανάλογα με την πνευματική και ιδεολογική εξέλιξη του ποιητή.

Στην πρώτη περίοδο, ανήκουν τα πρώτα ποιήματα και τα βρίσκουμε στη συλλογή “Γκριμάτσες του ανθρώπου”.

Στη δεύτερη ποιητική περίοδο, ανήκει η συλλογή “Τα ποιήματά μου” (ποιήματα μέχρι το 1951).

Ακολουθεί η τρίτη περίοδος, με εμφανή την εξισορρόπηση του λυρικού στοιχείου με το δραματικό.

Η τέταρτη ποιητική περίοδος (1975-1990) του Νικηφόρου Βρεττάκου χαρακτηρίζεται για την αισιοδοξία, την εγρήγορση, την αλληλεγγύη, καθώς και την  επαναστατικότητα των ανθρώπων.

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος οραματίστηκε τη συναδέλφωση των λαών.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: