Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ο Κατσαντώνης» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

Το ποίημα του Αριστ. Βαλαωρίτη «Ο Κατσαντώνης» αναφέρεται στον φριχτό θάνατο από κτηνώδη βασανιστήρια των Τούρκων, του μεγάλου επαναστάτη Κατσαντώνη που έδρασε επί τουρκοκρατίας στις περιοχές των Αγράφων, του Βάλτου και του Ξηροποτάμου Αιτωλοακαρνανίας, πριν ξεσπάσει η Επανάσταση του 1821.

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ο Κατσαντώνης» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στη Λευκάδα, το 1824. Παρακολούθησε τα βασικά του μαθήματα στη Λευκάδα πριν βρεθεί το 1838 οικότροφος στην Κέρκυρα, υπό την εποπτεία του ελληνιστή Ιωάννη Οικονομίδη. Στη συνέχεια σπούδασε στην Ιόνιο Ακαδημία, με την επίβλεψη του Κωνσταντίνου Ασώπιου.

Τελείωσε την Ακαδημία 17 ετών, και, κατά τα συνήθη των ευκατάστατων Eπτανησίων της εποχής, ταξίδεψε στη βόρειο Ιταλία και την Ελβετία με τον πατέρα του. Ο Βαλαωρίτης παρακολούθησε μαθήματα στο «Κολέγιο» της Γενεύης, και από το 1844 έως το 1846 σπουδάζει Νομικά στο Παρίσι.

Κατόπιν πηγαίνει στην Πίζα, συνεχίζοντας τις νομικές σπουδές, αλλά και αναπτύσσοντας πολιτική δραστηριότητα, στο πλευρό των φιλελεύθερων επαναστατών. Είναι η περίοδος που οι Ιταλοί δίνουν το δικό τους αγώνα για την απελευθέρωση από τους Αυστριακούς και την εθνική συγκρότηση. Το 1847 συλλαμβάνεται στη Βενετία, για αντιστασιακή δράση. Εκεί γνώρισε την Ελοϊσία Τυπάλδου, με την οποία, επιστρέφοντας στη Λευκάδα, παντρεύτηκαν.

Το 1852 ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης μπαίνει στο στίβο της πολιτικής. Εκλέχτηκε δυο φορές βουλευτής στην κυβέρνηση Κουμουνδούρου (1865 και 1868), αρνήθηκε όμως να αναλάβει υπουργικά καθήκοντα. Μετά τις εκλογές του 1868, απογοητευμένος από την πολιτική αφοσιώθηκε στο έργο του. Έφυγε από τη ζωή το 1879.

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ο Κατσαντώνης» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824-1879)

Το ποίημα του Αριστ. Βαλαωρίτη «Ο Κατσαντώνης» αναφέρεται στον φριχτό θάνατο, από κτηνώδη βασανιστήρια των Τούρκων, του μεγάλου επαναστάτη Κατσαντώνη που έδρασε επί τουρκοκρατίας στις περιοχές των Αγράφων, του Βάλτου και του Ξηροποτάμου Αιτωλοακαρνανίας, πριν ξεσπάσει η Επανάσταση του 1821.

Ο Κατσαντώνης (Αντώνης Μακρυγιάννης, 1775-1809) με τη δράση του έγινε θρύλος, τραγουδήθηκε από τη λαϊκή μούσα και το όνομά του διατηρείται μέχρι σήμερα στη μνήμη των κατοίκων των Αγράφων, όπου υπάρχουν τοπωνύμια με το όνομά του, όπως «Η σπηλιά του Κατσαντώνη».

Αντιγράψαμε το ποίημα από τη Νεοελληνική Ποιητική Ανθολογία Παπύρου (εκδ. 1971).

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ο Κατσαντώνης» του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη

«Ο ατρόμητος Κατσαντώνης». Λεπτομέρεια από τοιχογραφία του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ

Ο Κατσαντώνης

Εσείς όπου τον είδετε ψηλά στα κορφοβούνια,
σταυραητοί και πέρδικες, ξηφτέρια, χελιδόνια,
ελάτε να του στήσετε τραγούδι μοιρολόγι.
Τον Κατσαντώνη πιάσανε, κλάψτε πουλιά μου, κλάψτε.
Ένας παπάς τον πρόδωκε! Μαχαίρι να του γένη
η κοινωνιά που το ’βαψε τ’ αφορεσμένο στόμα,
θηλειά κι αστρίτης στο λαιμό τ’ άγιο του πετραχήλι,
να μη βρεθή πνευματικός να τον ξεμολογήση
κι αγαπημένα δάκτυλα τα μάτια του να κλείσουν!

Το γκαρδιακό τ’ αδέρφι του, ο Γιώργος ο Χασώτης,
έξυπνος ακουρμαίνεται, κοιμάτ’ ο Κατσαντώνης.
Η ευλογιά τον έψησεν, η θέρμη τον ανάφτει.

– Ξύπν’, αδερφέ μου, ξύπνησε στον ώμο να σε πάρω·
πλακώσανε οι λιάπιδες και θα μας πιάσουν σκλάβους.
– Τρέχ’, αδερφέ μου, γλίτωσε, μη με ψυχοπονιέσαι.
Κι αν μ’ αγαπάς και πιθυμάς να πάω φχαριστημένος,
κόψε μου το κεφάλι μου μη μου το πάρ’ ο Αράπης
και φέρ’ το πάνω στ’ Άγραφα, και διάλεξ’ ένα βράχο
και δος του το να το φορή, κορφή του να το κάμη,
να το φορή, να το βαστά σαν περικεφαλαία.
Έλ’, αδερφέ μου, γλήγορα, γλήγορα να με κόψης
να πάγω κει ψηλά ψηλά, να φύγω δώθε μέσα,
νάρχονται μαύρα σύγνεφα, νάρχοντ’ αστροπελέκια
να μου θυμάνε το καπνό, να μου θυμάν’ τη λάμψι
του τουφεκιού μου, π’ ορφανό στα χέρια σου θα μείνη.
Να τ’ αγαπάς, να το φιλής, να τόχεις σαν αδέρφι.

Ο Γιώργος εκατάλαβε πως τ’ ανεβαίν’ η θέρμη,
τον άρπαξε στον ώμο του κι απ’ τη σπηλιά πετιέται.
Επήρε τον ανήφορο, στο ξάγναντο προβαίνει,
εξήντα βλέπει Τσάμιδες που τον εκυνηγούσαν.
Κάθε φορά που σίμωναν, έστενε μετερίζι
του Κατσαντώνη το κορμί κι άδειαζε τ’ άρματά του.
Χαρά στη μάνα πόκανε παιδιά τέτοια λιοντάρια!
Έτσι κυνηγηθήκανε τα δυο πιστά τ’ αδέρφια,
όσο που βγήκε ο αυγερινός κι αχνίσανε τ’ αστέρια.
Τότε λαβώθηκε βαριά ο Γιώργος στο ποδάρι,
και τους επιάσαν ζωντανούς, στα Γιάννινα τους φέραν.

Και μιαν αυγή στον Πλάτανο, που από μικρό κλωνάρι
εχόντρυνε κι επλάτυνε, βυζαίνοντας το γαίμα,
την ώρα τους την ύστερη, βαριά σιδερωμένα
του Βάλτου, του Ξερόμερου τα δυο θεριά προσμένουν.
Χίλιων λογιώνε σύνεργα, δαυλιά, σφυρί κι αμόνι
σκόρπια στο χώμα βρίσκονται κι εκείνοι τα τηράνε.
Ο Γιώργος σαν κ’ εδάκρυσε για το γλυκό του αδέρφι.
Του Κατσαντώνη μια ματιά, κ’ εστρέφεψε το δάκρυ.
Κι εκεί που διηγούντανε τονα τ’ αδέρφι στ’ άλλο
τα περασμένα νιώτα τους, την κρύα τη βρυσούλα,
το φόβο του Αλήπασα, του Γκέκα τη λαχτάρα,
έξαφν’ αστράφτ’ ένα σπαθί και γέρν’ ένα κεφάλι:
«Χριστός ανέστη, πλάκωσα!» φωνάζ’ ο Κατσαντώνης
κι ένα φιλί, στερνό φιλί από μακρά τού ρίχνει.

Μες στα κλαριά του πλάτανου, μες στα χλωρά τα φύλλα
σα νάταν στο λημέρι της, εκρύφτηκ’ η ψυχή του,
κι εκύτταζε τον αδερφό που τόνε μαρτυρεύουν.

Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ’ αμόνι
κι αρχίσανε με το σφυρί να τόνε πελεκάνε.

Σκλήθραις πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μελούδια·
νεύρα, κομμένα κρέατα σέρνονται σαν ξεσκλίδια,
και κειος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει:

Χτυπάτε, πελεκάτε με·
σκυλιά, τον Κατσαντώνη
δεν τον τρομάζει Αλήπασας,
φωτιά, σφυρί κι αμόνι.

Μιαν ώρα πελεκούσανε, τα χέρια τους δειλιάζαν,
οι γύφτοι βαρεθήκανε και το λαιμό του κόβουν.
Ανοιγοκλούσ’ ο λάρυγγας, μαύρο πετά το γαίμα
και μες στον κόκκινό του αφρό, μες στη βραχνή γαργάρα
μισοκομμέν’ ακούονται του τραγουδιού τα λόγια:

Χτυπάτε, πελεκάτε με·
σκυλιά, τον Κατσαντώνη
δεν τον τρομάζει Αλήπασας,
φωτιά, σφυρί κι αμόνι.

Ο πλάτανος, σαν ένιωσε στη ρίζα του το γαίμα,
αλαίμαργα το ρούφηξε να μη το πιει το χώμα,
κι εστοίχειωσε κι εθέριεψε κι άπλωσε τα κλωνάρια
τόσο χοντρά κι’ ατάραγα και τόσο φουντωμένα,
που τάβλεπ’ ο Αλήπασας τη νύχτα στ’ όνειρό του
κ’ εφώναζε κ’ ελάμπαζε μην έλθ’ εκείν’ η μέρα
που τα κλαριά του πλάτανου την Πόλι θα πλακώσουν.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

3 Trackbacks

Κάντε ένα σχόλιο: