Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ο πιερρότος» του Ρώμου Φιλύρα
“…Ήταν ειρωνικός, μα και θλιμμένος,
στο παλκοσένικο ένας μώμος τραγικός,
ήταν ολοφυρόμενος, απεγνωσμένος,
σαν εμπροστά σε θαύμα, εκστατικός…”
Ο Ρώμος Φιλύρας (ψευδώνυμο του Ιωάννη Οικονομόπουλου) γεννήθηκε το 1889 στο Δερβένι Κορινθίας. Από το 1903, μαθητής του Γυμνασίου ακόμη, άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά της εποχής όπου δημοσίευσε κυρίως χρονογραφήματα και παρουσιάσεις βιβλίων. Το 1916 διορίστηκε αρχικά αρχειοφύλακας και στη συνέχεια γραφέας στο στρατό, έφτασε ως το βαθμό του υπολοχαγού και κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων πολέμησε στη Μακεδονία και την Ήπειρο, όπου έπαθε κρυοπαγήματα. Αποτάχθηκε το 1924 λόγω ανίατης αφροδίσιας πάθησης.
Ακολούθησαν δημοσιεύσεις του στα περιοδικά “Ηγησώ”, “Νέα Εστία”, “Κύκλος” και “Ξεκίνημα” ως το 1927, οπότε κλείστηκε στο Δρομοκαΐτειο θεραπευτήριο ως το θάνατό του. Εξέδωσε πέντε ποιητικές συλλογές (“Ρόδα στον αφρό”, “Γυρισμοί”, “Οι ερχόμενες”, “Κλεψύδρα”, “Ο πιερότος”, “Θυσία”) και το πεζογράφημα “Ο θεατρίνος της ζωής”. Το 1903 χρησιμοποίησε για πρώτη φορά το ψευδώνυμο Ρώμος Φιλύρας για την υπογραφή ποιημάτων που δημοσίευσε στο Νουμά.
Ως ποιητής τοποθετείται στον κύκλο των λεγόμενων νεορομαντικών ελλήνων ποιητών του Μεσοπολέμου, ανάμεσα στους Λαπαθιώτη, Ουράνη, Καρυωτάκη, Άγρα, Κλέωνα Παράσχο ενώ επιρροές δέχτηκε από τους παλιότερους Μαλακάση, Δροσίνη, Γρυπάρη, Πορφύρα και άλλους. Επηρεάστηκε επίσης έντονα από το ρεύμα του συμβολισμού και υπέταξε την τεχνική της γραφής του και τη γλωσσική του έκφραση στην ανάγκη να μεταδώσει τα συναισθήματά του με άμεσα αντιληπτό τρόπο.
Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν εβδομήντα ποιήματα που έγραψε στο Δρομοκαΐτειο με επιμέλεια του Τάσου Κόρφη. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του παραμένει αθησαύριστο στον περιοδικό και ημερήσιο Τύπο της εποχής του. (Στοιχεία από biblionet.gr)
Το ποίημα που παρουσιάζουμε σήμερα το αντιγράψαμε από το βιβλίο “Η ΧΑΜΗΛΗ ΦΩΝΗ – Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς”, μια προσωπική ανθολογία του ποιητή Μανόλη Αναγνωστάκη (εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1990).
Ο πιερρότος
Πιερρότοι εσύ κι’ εγώ κι άλλοι κοντά του,
κι’ αυτός τόσο σωστός μ’ άσπρη ζακέττα,
παίζαμε με τη φόρμα του, ρίχναμε κάτου
τ’ ομοίωμά του – χρώμα σε παλέττα.Φτιάναμ’ εμείς τη στάση του μαζί του,
ήταν τυχαία και το σύμβολό μας˙
στο πέταγμα, στην τοποθέτησή του,
είχε τον ξένο μορφασμό και το δικό μας.Ήταν ειρωνικός, μα και θλιμμένος,
στο παλκοσένικο ένας μώμος τραγικός,
ήταν ολοφυρόμενος, απεγνωσμένος,
σαν εμπροστά σε θαύμα, εκστατικός.Ανάμπαιζε με τη δική του κάθε πόζα,
ενώ την είχε πάρει από τεχνίτη,
και στα κυττάγματά του τα σκαμπρόζα,
εμάντευες το δύσκολο και ψηλομύτη.Ήταν αυτός, ολόκληρος κι’ ωραίος,
ανθρώπινος πολύ στη μπατιστένια
στολή του, στα κουμπιά του, φευγαλέος,
βραχνάς απ΄ τους βαθύτερους στην έννοια.Κι’ έξαφνα, καθώς έγερνε, ήταν όλος
μια σκεπτική κι’ επιγνωσμένη εικόνα,
διανοητικός κι’ όμως μαριόλος,
δίπλωνε χαριέστατα το γόνα.Σα νάταν ανεμπόδιστος στην πλάση,
χωρίς την ψεύτικην ευγένεια και τη γνώση,
ελεύθερος να κλάψει ή να γελάσει,
δίχως ν’ ακούσει σχόλια ή ν’ αρθρώσει.Είχε του θετικού την παρουσία,
το ρεμβασμό ενός όντος νοητικού,
ευπρέπεια πολλή, ετοιμολογία,
κι ύφος κρυψίνου σ’ έμπασμα ιερού.Άλλοτε είχε αυθάδεια μεγάλη
κι’ έπαιρνε η φάτσα του έκφραση πικρή,
περιφρονούσε τις κυρίες όπου οι άλλοι
θαυμάζανε, και του φαινόντουσαν μικροί!Είχε χολή σε υπόσταση πανένια,
πλαστογραφούσε υπόκριση ρητή,
κι’ εσυγχυζότανε σα νιόκοπη γαρντένια
με τεχνητή καμέλια στο κουτί.Είχε πρωθύστερη η μορφή του σημασία,
κι’ όμως μας απατούσε όλους μαζί,
κι’ ενώ ήταν άνθρωπος σωστός, ουσία
γυρεύαμε και θέλαμε να ζει…
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.
Δείτε ακόμα: