Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Ποιητική Τέχνη» του Αττίλα Γιόζεφ

“Όπου κατατρεγμένοι και φτωχοί
εκεί κ’ η ποίησή μου παραστάτης·
οι στίχοι της δονούνται από ψυχή
κ’ είναι για ν’ ανταριάζουν άρματά της.”

Ο κορυφαίος Ούγγρος ποιητής Αττίλα Γιόζεφ, γεννήθηκε στις 11 Απρίλη του 1905, σ’ ένα εργατικό προάστιο της Βουδαπέστης, όπου οι άνθρωποι ζούσαν σε άθλια σπίτια.

Ο εργάτης πατέρας του μετανάστευσε όταν ο Αττίλα ήταν τριών ετών και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Τότε, τον έστειλαν σε μιαν ανάδοχη αγροτική οικογένεια για να τον φροντίζει. Όταν έγινε 7 χρόνων επέστρεψε στην μητέρα του, που την  υπεραγαπούσε. Η μητέρα του ήταν πλύστρα, για να θρέψει τα τρία παιδιά της.

Αργότερα, στα 14 χρόνια του, έχασε και τη μητέρα του, για να γίνει η ζωή του ακόμα πιο δύσκολη. Από νωρίς γνώρισε τα βάσανα της ζωής, κάνοντας διάφορες δουλειές. Δούλεψε και σ’ ένα αγρόκτημα, για να επιβιώσει αλλά και για να συνεχίσει το σχολείο.

Κατάφερε και μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Σέγκεντ, αλλά αποβλήθηκε για τις ιδέες του και τις επαφές του με τους εργάτες.

Πήγε στη Βιέννη, με τη βοήθεια συγγενών του, για να συνεχίσει τις σπουδές του, χωρίς να σταματάει να εργάζεται. Έπειτα πήγε και στο Παρίσι. Όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, έγινε για ένα χρονικό διάστημα, μέλος του παράνομου  Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας του.

Η ποίηση του Αττίλα Γιόζεφ συγγενεύει με τη Μαγυάρικη λαϊκή ποίηση και αρκετές φορές, το περιεχόμενό της μας φανερώνει ότι ο ποιητής διάβαζε Μαρξ και Φρόιντ.

Ο ευαίσθητος ποιητής, αρρώστησε ψυχικά. Στις 3 Δεκέμβρη του 1937, βρέθηκε στην πορεία ενός φορτηγού τρένου, που μόλις ξεκινούσε. Υπάρχει η άποψη ότι αυτοκτόνησε, πέφτοντας στους τροχούς του τρένου, δίνοντας ένα τέλος στη βασανισμένη ζωή του.

Στη τσέπη του βρέθηκε το ματωμένο τελευταίο του ποίημα, γραμμένο την προηγούμενη μέρα:

«Επιτέλους βρίσκω μια καλή πατρίδα
ένα τόπο ήσυχο, δίχως κυνηγητά
όπου πάνω σε πέτρα, σκαλιστά
θα γράψουν τ’ όνομά μου
δίχως λάθος»

Εκείνη την εποχή η εργατιά και η αγροτιά της Ουγγαρίας δεν ήταν σε θέση να γνωρίσουν τον ποιητή τους. Το έργο του, τυπωμένο, ατύπωτο ή σκόρπιο, ελάχιστοι το γνώριζαν. Έπειτα από την κοινωνική απελευθέρωση της Ουγγαρίας (1945), έγινε περισσότερο γνωστό το έργο του και χαιρετίστηκε ως μεγάλος προλετάριος ποιητής. Έγινε ο πιο γνωστός από τους σύγχρονους Ούγγρους ποιητές, στη χώρα του, αλλά και διεθνώς.

Έργα του: Ο ζητιάνος της ομορφιάς (1922), Δεν είμαι εγώ που φωνάζει (1925), Δεν έχω πατέρα ούτε μητέρα (1929), Νύχτα στα περίχωρα (1932), Χορός της αρκούδας (1934), Πονάει πολύ (1936).

Έγραψε και πολιτικά δοκίμια για το σοσιαλιστικό ουμανισμό.

Αν και η ουγγρική ποίηση δύσκολα αποδίδεται ή μεταφράζεται, ποιήματα του Αττίλα Γιόζεφ, έχουν μεταφραστεί σε διάφορες χώρες.

Στην Ελλάδα τον έχουν μεταφράσει οι Γιάννης Ρίτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Κώστας Ασημακόπουλος, Ρίτα Μπούμη Παπά και άλλοι.

 

Το ποίημα “Ποιητική Τέχνη” είναι μεταφρασμένο από τον Κώστα Ασημακόπουλο και εμπεριέχεται στην Παγκόσμια Ποιητική Ανθολογία της Ρίτας Μπούμη και Νίκου Παπά.

 

         Ποιητική Τέχνη

Είμαι λοιπόν ποιητής. Και τι μ’ αυτό…
Μήπως ο λυρισμός με συγκινούσε;
Δε με γοήτευ’ έν’ αστέρι άμα στο
νυχτερινό νερό φεγγοβολούσε.

Στάλα τη στάλα ο καιρός αργοκυλά.
Παραμυθιών μαστάρια δε βυζαίνω·
ρουφώ έναν κόσμο αληθινό, στ’ απατηλά
ουράνια που τον έχω ανεβασμένο.

Σε μια πηγή ποιος δεν ποθεί να δροσιστεί!
Όπου η γαλήνη σμίγει με τα ρίγη
κ’ η φλυαρία, που δείχνει συνετή,
χαριτωμένα κύματα ξανοίγει.

Άλλοι ποιητές πολλοί… – Και τι μ’ αυτό…
Καθένας μες στο στήθος του τ’ αλέθει·
με φαντασία ψεύτρα, με πιοτό
θαρρεί πως ζει μες σ’ έκσταση και μέθη.

Αυτή την αγυρτεία, ξεπερνώ,
φτάνω στη λογική, πιο πέρ’ ακόμα.
Με το μυαλό μου λεύτερο, σεμνό,
αηδιαστικά δε σέρνομαι στο χώμα.

Φαγί, πιοτί, ύπνος, έρωτας… Μπορείς.
Μετρήσου με την πλάση τη μεγάλη.
Τα δόντια μου σφιγμένα και χωρίς
να λένε για μιαν ανάπηρη κραιπάλη.

Δε θέλω διαιτησίες. Είμαι καλά.
Αλλιώς, κάποιος θα πει για μένα ψέμα,
θα με γεμίσουν στίγματα πολλά,
θα μου στερέψει πυρετός το αίμα.

Δε θα ‘χω πια τα χείλια μου κλειστά
Παράπονα θα βγάλω κει που πρέπει
Ο στοργικός αιώνας με κοιτά·
Ο χωρικός στην έγνοια του με σκέπει,

Μ’ έχει μέσ’ στο κορμί του ο δουλευτής
όταν ιδρώνει· και τα σούρουπα για μένα,
σε μια πλατεία, στην πλάνη μιας γιορτής
ένα χαμίνι μοναχό, ψάχνει χαμένα.

Όπου κατατρεγμένοι και φτωχοί
εκεί κ’ η ποίησή μου παραστάτης·
οι στίχοι της δονούνται από ψυχή
κ’ είναι για ν’ ανταριάζουν άρματά της.

Το λέω για να τ’ ακούσουν: Δυνατός
ο άνθρωπος δεν έχει ακόμα γίνει.
Κι άλλο δεν τόνε σκέπει παρεκτός
το πνεύμα, η καλοσύνη…

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: