Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Σημειώσεις για το βιβλίο του πατέρα» της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ

“…Ποιος χτυπάει το τζάμι;
Ένα πουλί!
Φαντάστηκες ποτέ πουλί
τόσο επίμονα με τη μύτη
τικ τικ, τικ τικ
κι έπειτα πάλι: τικ τικ…
Τι θέλει το πουλί
απ’ το δωμάτιο;…”

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Σημειώσεις για το βιβλίο του πατέρα» της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ

«Καμία συνταγή δεν υπάρχει. Κάποια στάδια μόνο», απαντάει για την ποίηση σε συνέντευξή της η Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ. «Πρώτο στάδιο: Πρέπει να έχεις κάτι ποιητικό μέσα σου. Το οποίο μπορεί να έχει γεννηθεί από κάτι που συνέβη στη ζωή σου. Δεύτερον και πολύ σημαντικό να έχεις ένα περιβάλλον που βοηθάει. Εγώ είχα την τύχη να μεγαλώσω με έναν πατέρα που ήταν πολύ μορφωμένος και μια μητέρα που λάτρευε τα γαλλικά και την ποίηση. Και φυσικά τον νονό μου, τον Νίκο Καζαντζάκη. Κάτω από τη σκιά του έζησα. Από εκεί και πέρα, το επόμενο βήμα είναι να βρεις τι είναι αυτό που σε εμπνέει».

Η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1939. Σπούδασε στην Αθήνα, στη Νότια Γαλλία και Ελβετία (Πανεπιστήμιο Γενεύης). Είναι διπλωματούχος της Σχολής Μεταφραστών και Διερμηνέων (αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά).

Πρώτο δημοσιευμένο ποίημά της στο περιοδικό «Καινούρια Εποχή», το 1956, με τίτλο «Μοναξιά», ενώ η πρώτη της συλλογή της «Λύκοι και σύννεφα» δημοσιεύτηκε το 1963.

Άρθρα και δοκίμια για την ελληνική ποίηση και τη μετάφραση της ποίησης έχει δημοσιεύσει σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Έχει εκδώσει περίπου 20 ποιητικές συλλογές. Το 1962 τιμήθηκε με το Α΄ Βραβείο Ποίησης της πόλης της Γενεύης (Prix Hensch). Το 1985 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Έχει δώσει διαλέξεις και διάβασε ποιήματά της σε Πανεπιστήμια των ΗΠΑ και Καναδά (Harvard, Cornell, Daztmouth, N.Y. State, Princeton, Columbia κ.α.) Το 2000 τιμήθηκε με το βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη (Ακαδημία Αθηνών).

Έργα της έχουν μεταφραστεί σε περισσότερες από δέκα γλώσσες και ποιήματά της βρίσκονται σε πολλές ανθολογίες σε όλο τον κόσμο.

Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Σημειώσεις για το βιβλίο του πατέρα» της Κατερίνας Αγγελάκη – Ρουκ

Κατερίνα Αγγελάκη – Ρουκ

Το ποίημα το αντιγράψαμε (διατηρώντας την ορθογραφία) από συλλογή που πρωτοκυκλοφόρησε τον Δεκέμβρη του 1969, πολυγραφημένη σε ελάχιστα αντίτυπα εκτός εμπορίου.

Σημειώσεις για το βιβλίο του πατέρα

Έμπαινε ο γέρος μέσ’ τη νύχτα του
καράβι όλο φώτα στο λιμάνι το βράδυ.
Ήταν το νησί σε άνοιξη μικρή
ξαφνικά έβγαινε ο ήλιος
χτυπούσε τις πλάκες
χανόταν πάλι.
Τι ήξερε πια από άνοιξη ο ηλικιωμένος;
Τη συλλάβιζε όπως τ’ αλφαβητάρι το παιδί
κι αργόμυαλα συμπέραινε το άνθος.
Κιόλας κάτι σαν το χώμα
είχε γίνει επιφάνεια μόνο.

Έμπαινε ο πεπερασμένος
στην τρύπα του κάρβουνου
στην παλιά σακούλα
φορτωμένος τις τέσσαρες εποχές
τις τέσσαρες ηλικίες
τα βαθιά γεράματα.
Καφέ κηλίδες στα χέρια
κι απελπισμένες φλέβες γαλανές.

Τα χαράματα που γεννήθηκε
ήταν χιονισμένο το χωριό
τα μποστάνια μπλάβ’ απ’ το κρύο.
Ήρθ’ ο πατέρας του απ’ το δάσος
με σκοτωμένο αγριόχοιρο
να κρέμεται στον ώμο·
τον ξάπλωσε μπροστά στο τζάκι.
Χιόνι και θήραμα
μικρά μαγικά σημάδια
γύρω από μια χειμωνιάτικη κοιλιά.

Ο γέροντας τώρα δεν έχει όνομα.
Έχει χόρτα, μυρμήγκια,
δεν έχει όνομα.
Πώς να τον ονομάσω;
μια και σαν άγιος αμάρτησε
σαν αμαρτωλός αποθεώθηκε
στους ουρανούς
μαζί μ’ όλα τα καλά
τα ενοχλητικά ζουζούνια;
Άθεος ορθόδοξος
επίορκος
ακολουθεί τη λειτουργία
ο Γιάννος
με βαρειά  κατάληξη, βαρειά προσφορά
κάτι από το Βόσπορο
και την Ελληνική μυθολογία
των Στενών.

Γιάννο πεθαίνεις
τι να θυμηθείς;
Χρόνια τώρα πεθαίνεις,
υποχωρείς,
οι μεγάλες κλωστές κόπηκαν
οι μικρές μένουν
το γάλα, το φάρμακο, ο ιδρώτας…
Τι να θυμηθής
μέσ’ απ’ τους ατμούς του μνημονικού σου;
– Το βράδυ εκείνο θα θυμηθώ
πούμουνα παιδί οκτώ χρονώ
και στο μουλάρι πάνω ο πατέρας μου
κι εγώ στα καπούλια
διασχίζαμε τα περιβόλια
τα νερά,
με φεγγάρι ολόγιομο.
– Τι έκανες μέσ’ τη νύχτα
παιδί πράμα
τι σε ξεσήκωνε ο γονιός
από τα ρούχα;
– Θα πιάναμε τον κλέφτη.
Μακρυνός και κακόβουλος συγγενής
ερχόταν και μας έκλεβε τα καρπούζια.
Παραφυλάξαμε,
και νάτος.
Μ’ ένα μεγάλο σακί
κόβει, ξεριζώνει
γιομίζει το σακί.
Ο πατέρας ήταν άγιος άνθρωπος
μα σαν τη θεία δίκη
πετάχτηκε μπροστά
λουσμένος το φεγγάρι.

Ποιος χτυπάει το τζάμι;
Ένα πουλί!
Φαντάστηκες ποτέ πουλί
τόσο επίμονα με τη μύτη
τικ τικ, τικ τικ
κι έπειτα πάλι: τικ τικ…
Τι θέλει το πουλί
απ’ το δωμάτιο;
Τη φύση ολόκληρη έχει στο περιβόλι
με χίλιους κλάδους
κι άλλες τόσες μυρωδιές
στα πράσινα.
Φωλιά θέλει να κάνη
τόπο προφυλαγμένο ψάχνει
απ’ τους ανέμους, τα θηρία
ν’ ακουμπήση τ’ αυγά.
Και το πουλί να γυρεύη σιγουριά;
Αχ αν ήμουνα πουλί
αν ήμουνα πουλί
έστω και μικρούλι τόσο δα
σαν αυτά που ζωγραφίζουν στα παραμύθια
να τουρτουρίζουν στο κρύο
αν ήμουνα πουλί
με σύντομη ζωή
δεν θα φοβόμουνα το θάνατο.
Το δωμάτιο με τρομάζει
το σπίτι σαν τρίζει τη νύχτα
κι ακούω μόνο την καρδιά μου,
κυττώ τη φλέβα να κάνη
τις κινήσεις της
κι όλο το σώμα να την ακολουθή.
Αν σταματήση, Θεέ μου!
εδώ μέσα στους τέσσερες τοίχους
με τα παράθυρα σφαλιστά
και τον ηλεκτρικό γλόμπο
αν σταματήση
έτσι ξαφνικά, όπως άρχισε
πριν απ’ το φόβο
πριν αποκρυσταλλωθώ στο χώρο
του μοναδικού φόβου;
Πουλί, μικρό πουλί
και στην τέφρα
πάλι τη ζωή τιτιβίζεις
εσύ,
κι όλα όσα είναι έξω από το τζάμι.

Ποιητικά ο Γιάννος δεν υπάρχει.
Τίποτα δικό του δε μετουσιώθηκε ποτέ
δεν μεταμορφώθηκε
σε πράγματα μετά τα φυσικά.
Ποιητικά ο Γιάννος
ποτέ δεν βγήκε απ’ το περιβόλι
σαν το γέρο σκίνο
μπέρδευε τα νέα με τα παλιά κλαριά.
Κι όταν εύρισκε του σκουληκιού το χνάρι
πάνω στο φύλο
ή με το δάχτυλο περπατούσε
τις γειτονιές των άστρων
όταν μουρμούριζε:
αυτός που αρνήθηκα τάφτιαξε όλα τούτα
ήταν ο Γιάννος
σκοινί τεντωμένο
απ’ τη μια ως την άλλη άκρη
της προσευχής.

Τη μοναξιά του γέρου
προσπαθώ να μαντέψω
γαλακτερές σαν γίνονται οι ώρες
σαν ο αέρας είναι μόνο αέρας
κι η απουσία όχι γυρισμός.
Η σκάλα, οι τοίχοι οι φραουλιοί
τα φρύγανα στο τζάκι
κι ο γέρος ν’ αργοκουνιέται
στο σημείο εκείνο
που ο ναρκωμένος ύπνος
είναι πιο εμφατικός απ’ τη ζωή.

Ησυχία…
κάποιος σέρνεται στο κτήμα
κάποιος πιλατεύει το χώμα
το άσπρο χώμα της νύχτας.
Περιμένω να μεγαλώση το φεγγάρι,
να μαλακώσουν όλα μέσα μου
να θυμηθώ
να θυμηθώ όλα τα θαύματα
κι εκείνο που δεν γνώρισα
πιο πολύ απ’ όλα.
Ήθελα νάμαι σ’ αυτό που γεννιόταν
και σ’ αυτό που τελείωνε
τούκανα μάγια του πατέρα πούφευγε,
ξόρκια της αγάπης.
Στο τέλος της νύχτας
στο τέλος της ρεματιάς
στη δύση του φεγγαριού
θάφευγα γω ερωτευμένη
συνεπαρμένη
στο θάνατο αμέτοχη
μ’ όλες μου τις δυνάμεις άλιωτες
για την αιωνιότητα.

Σε τόπο χλοερό
σε τόπο σκιερό
σε τόπο βάρβαρο με ροδοδάφνες
από κάτω αρχίζει όλη αυτή η βλάστηση
που υμνολογώ
από κάτω αρχίζει
ν’ ανεβαίνη η μοίρα.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

1 Trackback

Κάντε ένα σχόλιο: