Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Τετράστιχα» του Γιώργου Κοτζιούλα

“Εγώ κι εγώ και πάλι εγώ, κι εγώ το σιχαμένο
σαν βδέλλα πώς μας κόλλησε κι ακόμα το υπομένω;
μην ξανακούσω να πεις: εγώ! Κι εσύ αν μ’ ακούσεις
ποτέ, με τις χειρότερες βρισιές σου να με λούσεις…”

Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε στην Πλατανούσα των Τζουμέρκων στις 23 του Απρίλη 1909. Τελείωσε με πολλές δυσκολίες το Γυμνάσιο στην Άρτα και το 1927 γράφτηκε στην Φιλοσοφική Σχολή, από την οποία πήρε το πτυχίο του μόλις το 1938. Εργάστηκε ως διορθωτής και συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες και δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, βιβλιοκριτικές, δοκίμια και μεταφράσεις. Το 1931 εξέδωσε την κριτική μελέτη «Ο Στρατής Μυριβήλης και η πολεμική λογοτεχνία» και το 1932 την ποιητική συλλογή «Εφήμερα».

Η ανέχεια και οι άσχημες συνθήκες ζωής και δουλειάς, που τον ακολούθησαν σχεδόν σε όλη τη ζωή του, τον οδήγησαν όχι μόνο στη φυματίωση, εξαιτίας της οποίας αναγκάστηκε να ζήσει σε σανατόρια και παράγκες στην Πάρνηθα και την Πεντέλη τη διετία 1935-36, αλλά και κλόνισαν γενικότερα την υγεία του και τον οδήγησαν νωρίς στον θάνατο.

Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές «Σιγανή φωτιά», «Δεύτερη ζωή» και «Ο γρίφος» (1938), τα πεζογραφήματα «Το κακό συναπάντημα και άλλα διηγήματα» (1939), αμέσως μετά τον πόλεμο τα «Τρία ποιήματα προπολεμικά», «Ο Άρης» και «Οι πρώτοι του αγώνα» (1946) και λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του τα «Φυγή στη φύση» (1952) και «Ηπειρώτικα» (1954).

Ο Γιώργος Κοτζιούλας εντάχτηκε από το 1943 στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ακολούθησε τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της 8ης Μεραρχίας και δημιούργησε τη «Λαϊκή Σκηνή» όπου ανέβαζε δικά του θεατρικά έργα για την ψυχαγωγία των ανταρτών και των κατοίκων των χωριών της Ηπείρου που περιόδευε. Παράλληλα γράφει ακατάπαυστα ποιήματα και χρονικά, και συλλέγει μαρτυρίες, δημιουργώντας ένα πολύτιμο και μεγάλο σε όγκο «αρχείο» όπου καταγράφονται πρόσωπα και γεγονότα της περιόδου.

Μετάφρασε πολλά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Ουγκώ, Ντίκενς, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Τσβάιχ, Μοπασάν, Βερν) αλλά και Έλληνες και Λατίνους κλασικούς. Ιδιαίτερα σημαντικό υπήρξε το δοκίμιό του «Που τραβάει η ποίηση;» (1950), κριτική της μοντέρνας ποίησης.

Παντρεύτηκε το 1950 την Ευμορφία Κηπουρού, με την οποία απέκτησε το 1951 έναν γιο, τον Κώστα.

Έφυγε από τη ζωή στις 29 του Αυγούστου 1956, σε ηλικία μόλις 47 χρόνων.

Βιβλία του Γ. Κοτζιούλα που έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια: Η επιλογή ποιημάτων «Ποιήματα», με χαρακτικά του Αλέκου Φασιανού (Μίμνερμος 2013), τα τρίτομα «Απαντά» του (Δίφρος 2013), «Θέατρο στα Βουνά» (επανέκδοση, «Δρόμων», Αθήνα 2014), «Πικρή Ζωή και άλλα πεζογραφήματα» («Δρόμων», Αθήνα 2014), «Ο Γιώργος Κοτζιούλας μεταφράζει και σχολιάζει αρχαίους Ελληνες ποιητές» («Οδυσσέας», 2015), «Οταν ήμουν με τον Αρη. Αναμνήσεις και μαρτυρίες» («Δρόμων», 2015), «Με τον κόμπο στον λαιμό και άλλα διηγήματα» («Δρόμων», Αθήνα 2018), «Αντάρτες» («Ασίνη», Αθήνα 2019), «Κριτικά Α’ – “Η ασυλία του πνεύματος”», («Δρόμων», 2020), «Κριτικά Β’ – “Μορφές του πνεύματος”», («Δρόμων», 2020).

Βρίσκονται υπό έκδοση τα «Κριτικά Γ’» από τις εκδόσεις «Δρόμων».

Βιβλία για τον Γ. Κοτζιούλα: Η εκτενής βιογραφία του από την Αθηνά Βογιατζόγλου «Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα» (Κίχλη 2015), το αφιέρωμα της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων Γιώργος Κοτζιούλας, «Αφιέρωμα» (Δρόμων 2015) και το αντίστοιχο της Ι.Λ.Ε.Τ. «Ο Γιώργος Κοτζιούλας για τα Τζουμέρκα. Δημοτικά τραγούδια, λαογραφικές σελίδες, Κ. Κρυστάλλης» (Τζουμερκιώτικα Χρονικά 2016).

Τα “Τετράστιχα” εμπεριέχονται στη συλλογή “Τα πλούτη του φτωχού” (Άπαντα Γ. Κοτζιούλα, 3ος Τόμος, εκδ. Δίφρος)

Τετράστιχα

Της φτώχειας το παράσημο πρώτος θα πάρω, αν γίνει,
γιατί κανένας σε καιρό πολέμου ή τέτοια ειρήνη
δεν έμεινε έτσι απένταρος, βδομάδες, μήνες, χρόνια,
σε κακοπέραση φριχτή και σ’ άθλια καταφρόνια.

*

Πέρασα βάσανα πολλά, μού ’λειψε καθετί
κι ίσως μονάχα κέρδισα τ’ όνομα του ποιητή.
Κι αν έρθει η Δόξα κάποτε να της ανοίξω, μήτε
κι αυτήν θ’ ακούω· σας το λέω και να με θυμηθείτε.

*

Είπα τον πόνο μου κι αφού ξεθύμανα στα τέλη
τι θ’ απογίνω δε ρωτάω ούτε με πολυμέλει·
μου φτάνει που ηύρανε λαλιά κι οι παραπεταμένοι,
κόσμος που πριν δεν ήξερε κανείς αν ζει ή αν πεθαίνει.

*

Τις φλέβες πύρωσ’ η άνοιξη γλυκά του καβαλάρη
κι ο γρίβας, κοίτα, ακράτητος φρουμάζει απ’ την κρικέλα.
Στο γούπατο, στις χλωρασιές, ομορφοκάπουλη, έλα
το βόσκημα, τ’ αμπήδημα να δώσει και να πάρει.

*

Τον νέκρωσες τον άνθρωπο μέσα σου, πάει η συμπόνοια,
γι’ αυτό η καρδιά σου, κι αν πλουτείς, στερεύει με τα χρόνια.
Κι άμα θα σ’ ακουμπήσουνε στης γης κι εσέ μιαν άκρη,
δε θα ’χεις ούτ’ από δικόν ούτ, από ξένον δάκρυ.

*

Εγώ κι εγώ και πάλι εγώ, κι εγώ το σιχαμένο
σαν βδέλλα πώς μας κόλλησε κι ακόμα το υπομένω;
μην ξανακούσω να πεις: εγώ! Κι εσύ αν μ’ ακούσεις
ποτέ, με τις χειρότερες βρισιές σου να με λούσεις.

*

Μόνο ένα δάχτυλο άπλωσες στο γκαρδιακό μου χέρι,
να μην κολλήσεις τίποτα, είτ’ απ’ ακαταδεξιά,
μα εγώ σου δίνω και τις δυο παλάμες, τη δεξιά
και τη ζερβιά μου, ολάνοιχτες, για να τις έχεις ταίρι.

*

Σαν το παλιό του βαγενιού κρασί το βουλωμένο,
σα για καλό μου απόμερα, κι εγώ δεν ξεθυμαίνω,
παρ’ άμα κάποτε βαλθούν από οίστρο να μεθύσουν,
θα ’μια καλοδεχούμενος στους χαροκόπους: «Πού ήσουν!».

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: