Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Το κατώγι» του Γιώργη Παυλόπουλου

“«Σκύψε, τι βλέπεις;» μου είπε ο Ποιητής
και γονατίζοντας πάνω από το μαύρο άνοιγμα
είδα και γνώρισα κει κάτω πλήθος αλυσοδεμένους
γεμάτο το κατώγι λιωμένα κορμιά που στενάζανε και γύρευαν Δικαιοσύνη…”

Ο ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς Γιώργης Παυλόπουλος, γεννήθηκε στις 22 Ιούνη του 1924, στον Πύργο Ηλείας και έφυγε από τη ζωή στις 26 Νοέμβρη του 2008, στην ίδια πόλη.

Γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά εγκατέλειψε τις σπουδές του για ν’ αφοσιωθεί στην ποίηση.

Από το 1945 έως το 1950, έμεινε στην Αθήνα και όταν ξαναγύρισε στον Πύργο, εργαζόταν στο ΚΤΕΛ Ηλείας, ως λογιστής και γραμματέας.

Υπήρξε στενός φίλος του Τάκη Σινόπουλου και συνεργάστηκε μαζί του στην πειραματική γραφή κοινών ποιημάτων. Ήταν φίλος και με τους Γιώργο Σεφέρη, Νίκο Καχτίτση, Σωκράτη Καψάσκη και Ηλία Παπαδημητρακόπουλο.

Πρώτη φορά δημοσιεύει ποιήματά του το 1943, στο περιοδικό “Οδυσσέας”, που το εξέδιδε ο ίδιος με φίλους του στον Πύργο, για να σταματήσει η κυκλοφορία του το 1944, όταν μπήκαν τα Τάγματα Ασφαλείας στην πόλη.

Αργότερα συνεργάστηκε με τα περιοδικά: Γράμματα και Τέχνες, Νέα Πορεία, Ποιητική Τέχνη, Αιολικά Γράμματα, Η Συνέχεια, Ελίοτρος  κ.ά.

Ο ποιητής ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Εταιρείας Συγγραφέων και ασχολήθηκε ερασιτεχνικά με τη ζωγραφική.

Ο Γ. Παυλόπουλος πίστευε ότι όλη η Ποίηση είναι βιωματική και ότι τα πρόσωπα και οι εικόνες που περνάνε ολοένα μέσα στην Ποίηση, δεν είναι τίποτ’ άλλο από τα “κινήματα της ψυχής” του ποιητή.

Έργα του Γιώργη Παυλόπουλου: Η πρώτη ολοκληρωμένη συλλογή ποιημάτων του, με τον τίτλο Το κατώγι, κυκλοφόρησε το 1971, για να ακολουθήσουν οι ποιητικές συλλογές, Το σακί (1980), Τα αντικλείδια (1988), Τριαντατρία χαϊκού (1990), Λίγος άμμος (1997), Ποιήματα 1943 – 1997 (2001), Πού είναι τα πουλιά (2004), Να μην τους ξεχάσω (2008), Ποιήματα 1943 – 2008.

Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στην αγγλική, γερμανική, ισπανική, ιταλική, ρωσική και σε άλλες γλώσσες.

Το ποίημα “Το κατώγι” εμπεριέχεται στην ομώνυμη ποιητική συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου.

           Το κατώγι
               (Μνήμη του Μακρυγιάννη)

Βρεθήκαμε τότε κλεισμένοι με τον Ποιητή σ’ ένα παλιό σπίτι
κι’ άρχισα πάλι να ψάχνω για τα χαρτιά ενός δικού μας
που γύρευε Δικαιοσύνη
ακούγοντας ολοένα τη φωνή του να λιγοστεύει χωρίς να παραδίνεται
τη φωνή του ν’ αντέχει όσο είναι ο κόσμος τούτος κι’ ακόμη όταν κανένας πια δε θα υπάρχει.

Είταν σκοτεινά κι’ ανάβοντας το λυχνάρι για να φωτηστούμε
είδα μια κασέλα και την άνοιξα με την τρεμούλα της ελπίδας
όμως δε βρήκα τίποτε, μονάχα σκόνη από φθαρμένα πράγματα
που έλιωναν και τα ‘τρωγε ο καιρός
και μια πιστόλα φυλαγμένη στο βάθος·
δοκίμασα θαρρώ να την κρατήσω.

Ο αγέρας κατεβαίνοντας από το κάστρο δαιμόνιζε το σπίτι
και στο κατώγι θα ‘λεγες πως κάποιος ξεκάρφωνε τους νεκρούς
χώμα και κόκκαλα. Έπειτα ησυχία. Και πάλι ο αγέρας
σαν ποδοβολητό αλόγου κοντά στον τοίχο του περιβολιού
έφευγε ξαναγύριζε και ξαφνικά πηδώντας το λάκκο του ονείρου μου
μπήκε στην αυλή, ακούστηκαν στις πλάκες καθαρά τα πέταλά του
πέρασε τα χαγιάτια κι’ ανέβηκε τριποδίζοντας τη σκάλα.
Σπρώχνοντας τότε την πόρτα στάθηκε ανάμεσά μας
λυτό ξεκαπίστρωτο λαχανιάζοντας ιδρωμένο ένα άσπρο άλογο.
Μας κοίταξε περίλυπο στα μάτια και σηκώνοντας το πόδι
χτύπησε δυνατά στο πάτωμα με την οπλή κι’ έσπασε το σανίδι.
«Σκύψε, τι βλέπεις;» μου είπε ο Ποιητής
και γονατίζοντας πάνω από το μαύρο άνοιγμα
είδα και γνώρισα κει κάτω πλήθος αλυσοδεμένους
γεμάτο το κατώγι λιωμένα κορμιά που στενάζανε και γύρευαν Δικαιοσύνη.

Έτσι με πήρανε τα κλάματα καθώς ξημέρωνε
και βγήκα κι’ ακούμπησα στον τοίχο του περιβολιού.
Γύρω μου κανείς. Μήτε ο Ποιητής μήτε το άσπρο άλογο.
Χάραζε η μέρα σκοτεινή. Μονάχα πίσω από τα κυπαρίσσια
το φως ενός σπαθιού κρεμόταν στον αγέρα.

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: