Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Το κλάμα του μουζίκου» του Νικολάι Νεκράσοφ
Ο Νεκράσοφ όχι μόνο συμπονούσε το λαό αλλά ταύτισε τον εαυτό του με την αγροτιά της Ρωσίας και αγωνίστηκε γι’ αυτή.
Ο σπουδαίος Ρώσος ποιητής Νικολάι Αλεξέγιεβιτς Νεκράσοφ γεννήθηκε στις 10 του Δεκέμβρη 1821 και έφυγε από τη ζωή στις 8 του Γενάρη 1878. Με τον Πούσκιν και τον Λέρμοντοφ αποτελούν την τριάδα των μεγαλύτερων Ρώσων ποιητών του 19ου αιώνα.
Έζησε για πολλά χρόνια περιπλανώμενος και πάμφτωχος.
Εμφανίστηκε με στίχους του το 1938. Στη δεκαετία του 1860 αναδείχτηκε το ταλέντο του ως λαϊκού σατιρικού ποιητή, επικριτή των ιθυνόντων και υπερασπιστή των καταπιεζόμενων αγροτών.
Το 1856 κυκλοφόρησε η συλλογή του «Ποιήματα» που έγινε δεκτή σαν το μανιφέστο της προοδευτικής ρωσικής λογοτεχνίας και το οποίο καλούσε ανοιχτά τους πολίτες σε πολιτική και επαναστατική δράση. Κατά την επαναστατική περίοδο 1859-1861 η μορφή του αγρότη κατέλαβε την κεντρική θέση στην ποίησή του. Την ίδια εποχή μεγάλωσε το κύρος του Νεκράσοφ στη ρωσική κοινωνία και κυρίως στους κύκλους της προοδευτικής νεολαίας και των επαναστατικών προσωπικοτήτων που τον θεωρούσαν τον πρώτο Ρώσο ποιητή.
Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 57 ετών. Η κηδεία του είχε χαρακτήρα λαϊκής πολιτικής διαδήλωσης.
Σύμφωνα με τον Β.Β. Ζντάνοφ «η ποίηση του Νεκράσοφ που ήταν προϊόν ανάπτυξης της προοδευτικής ρωσικής λογοτεχνίας, συνέχισε τις παραδόσεις των Πούσκιν, Λέρμοντοφ και Γκόγκολ και παρουσίασε τις τεράστιες αλλαγές που έγιναν στη ζωή του ρωσικού λαού, ο οποίος αφυπνίστηκε για να αποχτήσει τη λευτεριά του. Το γεγονός αυτό καθόρισε και την ιδιαίτερη θέση που κατέλαβε ο Νεκράσοφ ανάμεσα στους Ρώσους συγγραφείς – ρεαλιστές του 19ου αιώνα. Ο Νεκράσοφ όχι μόνο συμπονούσε το λαό αλλά ταύτισε τον εαυτό του με την αγροτιά της Ρωσίας και αγωνίστηκε γι’ αυτή με όπλο την ίδια τη γλώσσα της».
Το έργο του Νικολάι Νεκράσοφ δεν έπαψε ποτέ να έχει μεγάλη επίδραση πάνω στη ρωσική νεολαία. Η ομορφιά των στίχων, η μουσικότητά τους, η πρωτοτυπία τους, έκαναν το έργο του άφθαρτο μέσα στο χρόνο.
Το κλάμα του μουζίκου
Ω γενέτειρα γη μου, πες μου ένα μονάχα
φτωχόσπιτο δείξε μου, ένα μόνο τραγούδι
όπου ο δούλος, ο φύλακας των αγρών σου, ω γη μου,
ο μουζίκος ο Ρώσος, που να μην έχει κλάψει!Κλαίει όπου βρεθεί, στα χωράφια, στο δρόμο
στα κρασοπουλιά, στη βάρβαρη φυλακή κλειδωμένος,
στ’ αλέτρι σφιγμένος ή στα κάρα που τρίζουν,
σαν ξανοίγεται μέσα στην άγονη στέπα.Κλαίει έξω λιχνίζοντας μες στα πύριν’ αλώνια,
κλαίει μέσα στην τρώγλη του τη μισογκρεμισμένη
δίχως ήλιο να βλέπει, Θεού δώρο για όλους,
κλαίει, κλαίει σε χωριά χαμένα στους κάμπους
και μπροστά στα σκληρά δικαστήρια τρέμει!
Όπου είναι λαός, εκεί κλάμα! Λαέ μουγιατί τέτοιος ύπνος να σ’ αποχαυνώσει;
Θα ‘ρθει μέρα που, απ’ αυτή σου τη θέση,
όπου σκυφτό σε κρατά αδυσώπητη μοίρα,
κι αφού έδωσες όσα να δώσεις μπορούσες,θα ορμήσεις αγέρωχος και βογγώντας θλιμμένο
τραγούδι, στον κόσμο ν’ αποδείξεις, πως όχι,
για πάντα δεν σβήστηκε στο μυαλό σου η σκέψη…(Απόδοση: Ρίτα Μπούμη-Παπά)
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.