Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «Βαθεία αύλαξ» της Κικής Δημουλά
“Με κούρασε πολύ η Κυριακή.
Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο…”
Η Κική Δημουλά, με καταγωγή από τη Μεσσήνη, γεννήθηκε στις 6 του Ιούνη 1931, στην Αθήνα και έφυγε από τη ζωή στις 22 του Φλεβάρη 2020.
Εργάστηκε ως υπάλληλος της Τράπεζας Ελλάδος, από το 1949 έως και το 1973. Παντρεύτηκε τον ποιητή και πολιτικό μηχανικό Άθω Δημουλά.
Εμφανίστηκε στα γράμματα σε ηλικία 19 χρόνων, με την ποιητική της συλλογή “Ποιήματα” που όμως, μετά τα αποκήρυξε.
Ήταν τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην έδρα της ποίησης. Της έχουν απονεμηθεί αρκετά βραβεία και διακρίσεις, μεταξύ των οποίων και το Μεγάλο Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας, που της απονεμήθηκε το 2010, για το σύνολο του έργου της.
Ποιήματα της Κικής Δημουλά έχουν μεταφραστεί στην αγγλική, γαλλική, ισπανική, ιταλική, γερμανική, σουηδική, πολωνική και βουλγαρική γλώσσα.
Έργα της – Ποίηση: Έρεβος (1956), Ερήμην (1958), Επί τα ίχνη (1963), Το λίγο του κόσμου (1971), Το τελευταίο σώμα μου (1981), Χαίρε ποτέ (1988), Η εφηβεία της λήθης (1994), Ποιήματα – συγκεντρωτικά των 7 συλλογών, 1998), Ενός λεπτού μαζί (1998), Ήχος απομακρύνσεων (2001), Χλόη θερμοκηπίου (2005, Συνάντηση (ανθολογία με ζωγραφικά έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη – 2007), Μεταφερθήκαμε παραπλεύρως (2007), Δημόσιος καιρός (2014), Άνω τελεία (2016).
Έργα της – Πεζά: Ο φιλοπαίγμων μύθος (2004), Εκτός σχεδίου (2005), Έρανος σκέψεων (2009.
Το ποίημα που φιλοξενεί σήμερα η στήλη εμπεριέχεται στη συλλογή “Το λίγο του κόσμου” (β’ κρατικό βραβείο ποίησης, 1972).
Βαθεία αύλαξ
Καληνύχτα…
Με κούρασε πολύ η Κυριακή.
Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο.
Με κούρασε κι αυτός ο γάμος «στις οκτώ»,
ο λόγος ο αμετάφραστος
έ σ ο ν τ α ι ε ι ς σ ά ρ κ α μ ί α ν –
κορίτσι πάλι η σκέψη, και ταξίδευε
μ’ άσπρα ανοιχτά σεντόνια.
Κι’ ύστερα όλ’ αυτά τα Κολωνάκια που κατέληξα
μεγάλωσαν την κούραση.
Μπορεί να έφταιγε ο καιρός,
κάτι σα φθινοπωρινός
και λίγο σαν χαμένος.
Μπορεί να φταίξανε
οι νέες και οι έφηβοι.
Ως σημαιούλες υπερχρόνου εορτάζοντος
περνούσαν, όπως περνούσα κάποτε,
και με κούρασαν.
Αλλά κι’ αυτά των κυριών τ’ άρρωστα μάτια –
τα μάτια αρρωσταίνουνε βαριά
όταν θέλουν να δουν τι είναι πίσω από άλλα μάτια.
Είδα να ‘χουν πιαστεί σε κάποιο δίχτυ νοσταλγίας
που το τραβούσαν σκοτεινοί στην πρόθεση ψαράδες –
καιροί αλιείς.
Αδιέξοδες κυρίες…
Είδα, όπου πηγαίνει η ώρα τους, να βρέχει.
Εκείνο το ε ι ς σ ά ρ κ α ν μ ί α ν
ακόμα δεν μου επέστρεψε τη σκέψη –
κορίτσι ακόμα η σκέψη, ταξιδεύει
μ’ άσπρα ανοιχτά σεντόνια.
Αλλού εγώ κι’ άλλου η σκέψη,
μεγάλη πάντα κούραση.
Με κούρασε πολύ αυτό το «πάντα».
Κάποιος μιλάει δίπλα μου για ασκήσεις, θαρρώ –
«βαθεία αύλαξ» λέει.
Ναι. Βαθεία αύλαξ.
Καληνύχτα.
Πικρίζει ο Λυκαβηττός μέσα στο βλέμμα.
Με κούρασε πολύ αυτή η γεύση,
κι’ αυτά τα δέντρα που βαδίζουν μόνα τους
κάτω από φυλλορροημένες συναντήσεις.
Καληνύχτα.
Πολλή Κυριακή για έναν άνθρωπο.
Ένα σκληρό χαμόγελο στο πρόσωπο του κόσμου.
Με κούρασε πολύ το πρόσωπο του κόσμου.
Και συ να είσαι ένα ποτήρι
στο πάνω – πάνω ράφι
που δε φτάνω.
“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.