Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα: «”Υπέρ Αγνώστων” (Στον σ. Τάκη Μαυροδόγλου)» του Lucien Chardon

“Φωνάζει η ντουντούκα
«ούτε βήμα πίσω….αλυσίδες»
κι έπαιρνες το μπράτσο του συντρόφου σου
για δικό σου, 
κι έπαιρνες το χτύπο της καρδιάς του
για δικό σου…”

«Υπέρ Αγνώστων
(Στον σ. Τάκη Μαυροδόγλου)

Φωνάζει η ντουντούκα

«ούτε βήμα πίσω….αλυσίδες»

κι έπαιρνες το μπράτσο του συντρόφου σου

για δικό σου, 

κι έπαιρνες το χτύπο της καρδιάς του

για δικό σου,

κι ίσως να ‘ταν αυτή

η μόνη ιδιοκτησία που γνωρίσαμε

προχωρούσαμε,

κανείς δεν κοίταζε κάτω

πάνω απ’ τα κράνη τους

που γυαλίζανε

πάνω απ’ τις ασπίδες τους

που τις είχαν υψώσει μέχρι τα μάτια

για να κρύψουν τον φόβο τους

εμείς βλέπαμε μακριά

πέρα απ’ τον ορίζοντα

έναν άλλον κόσμο που ζύγωνε

να τον είχα φτιάξει κι αυτόν οικοδόμοι μάστρο-Τάκη

έτσι σαν εμάς; 

με την ανάγκη στο βλέμμα

με τους σοβάδες στα χέρια

με τα πλεμόνια  γιομάτα σκόνη

βαδίζαμε…

πάνω σε ξηλωμένα πεζοδρόμια

δίπλα από αχρηστεμένες «αύρες»

έξω απ’ το «ΓΚΛΟΡΙΑ» στις γωνίες

χαφιέδες και παρακρατικοί

το πρωί «κελαηδούσανε» στα τμήματα

το βράδυ χαριεντίζονταν στα μπορντέλα

ανταλλάσσοντας ξετσίπωτα

τα άδεια αχαμνά τους

με πρόστυχα δολάρια

με πόρνες κι αγαπητικούς

μα εμείς βαδίζαμε

ούτε που τους είδαμε

κάποιος σύντροφος είπε

«περάσαμε από πάνω τους»

στο μπράτσο του

ανέμιζε σα σημαία

ένα περιβραχιόνιο της ΕΣΑΚ

από πολύ μακριά ερχότανε

πολύ μακριά πήγαινε

μουσκεμένο απ’ την αλμύρα της Λέρου

με μαύρα γράμματα

μαύρα, σαν το σκοτάδι του κελιού σου

μαύρα, όπως οι μέρες στου «Χατζηκώστα»

δυο παιδιά αμούστακα έναν Δεκέμβρη, 

σήκωσαν ολόκληρο οδόφραγμα

στους ώμους τους

δίχως να λυγίσουν

ύψωσαν την 6η αχτίδα 

θαρρείς και πάνω απ’ τον ήλιο

στον πρώτο τους Μάη χωρίσανε

«μείνε …θα πάω εγώ» είπε ο Ναπολέων

μία ριπή τους έκοψε το τραγούδι τους 

στη μέση

μα εκείνοι είχαν πεισμώσει,

ήθελαν να τελειώσουν το τραγούδι τους:

«απόψε θα πλαγιάσουμε σε… » 

χρόνους μετά τους ήβραμε

πάνω σε μια σκαλωσιά στον Πύργο του Τάτλιν

να πιάνουν το τραγούδι τους

από ‘κει που το ΄χαν αφήσει

«…σε δροσερό χορτάρι»

να τον είχαν υψώσει λες μαστρο-Τάκη

κι αυτόν οικοδόμοι 

έτσι σαν εμάς; 

με την ανάγκη στο βλέμμα

με τους σοβάδες στα χέρια

με τα πλεμόνια  γιομάτα σκόνη

βαδίζαμε…

250 οικοδόμοι βαδίζαμε

σαν ένας

πιάνοντας την περπατησιά της λαϊκής συνοικίας

που κι αυτή κατέβαινε

σπάζοντας

τα καρφωμένα παραθυρόφυλλα του φόβου,

οι δρόμοι πλημμύριζαν

«Λαοκρατία» είπε με σβηστή φωνή από άμβωνος

μισά ελληνικά, μισά εγγλέζικα

κανείς δεν κατάλαβε,

μα εμείς το ξέραμε πως

σαν η λαοκρατία δεν περάσει 

απ’ τα χέρια μας 

για τυραννία λογάριαστην

βαδίζαμε

μα εμείς είμασταν 250

βαδίζαμε

δεν βλέπαμε γύρω μας

μόνο ξέραμε που πηγαίναμε

στη γωνία ένα εγγλέζικο τανκ

ακροβολισμένοι χωροφύλακες και χίτες

πιασμένα τα στενά 

από Σκόμπυδες και Αγγλοπαπανδρέηδες

το πρωί εξοπλίζονταν στα τμήματα

στον ήχο της λίρας μαθημένοι

το βράδυ γινόταν δεκτοί στ’ ανάκτορα 

κι εμείς οι 250 βαδίζαμε

πίσω από έναν σύντροφο

με το περιβραχιόνιο της ΕΣΑΚ στο μπράτσο

το γνωρίζαμε καλά αυτό το μπράτσο

από πολύ μακριά ερχότανε,

πολύ μακριά πήγαινε,

το είχαμε δει στα γιαπιά,

στις πιάτσες απ’ το ξημέρωμα

στους καταπέλτες,

το ‘χαμε δει να ξεδιπλώνει ένα «Ρίζο»

να μας βάζει ένα κουπόνι στο χέρι

να μας μοιράζει το βδομαδιάτικό του

κι όλο βαδίζαμε

Στουρνάρη και Πατησίων

λαός πολύς κι αντάρτες

στα γυμνά τους πόδια έβλεπες 

πόσες φορές πέρασαν την Νιάλα

κοπέλες απ΄το νοσοκομείο του Γράμμου

σε γνωρίζουν και σου χαμογελούν

κάποτε είχαν φροντίσει κι εσένα

ένας χαιδεύει κάτω απ’ το στήθος του

ένα φυλαχτό απ΄τον σκοτωμένο του αδερφό

ένας κρατά απ΄ το χέρι μια φωτογραφία

σαν να ‘ταν παιδί

ένας χαιδεύει τα δυο του πόδια

που του λείπουν

χαμογελά 

σε συλλογάτε  

ένα καμιόνι στρίβει τη γωνία

έξω απ’ το σύρμα

μια κοπέλα πετά βιαστικά ένα γράμμα

«οδός Βερανζέρου, 

Οικοδόμων και Συναφή»

μα ‘συ ξεμάκραινες

κουκίδα μαύρη 

μες στο φλογάτο στερέωμα

εμείς το κατόπι σου βαδίζαμε

κι αυτό το περιβραχιόνιο

όλο ξεμάκραινε,

όλο ξεμάκραινε,

κι αντί να μικραίνει όλο μεγάλωνε,

μα εμείς είμασταν 250 βαδίζαμε

το περιβραχιόνιο τώρα κόλλαγε στα πανό

σαν ξόβεργα το ‘πιαναν τα καδρόνια

«Σύνταξη στα 58 » 

«5νθήμερο, 7ωρο »

«Κανείς στο γιαπί»

γέμιζε η Κοτζιά,

τόσα περιστέρια

όσα και μηνύματα

«Συνάδελφοι…» ακούστηκε η ντουντούκα 

και τα περιστέρια κίνησαν

σαν να ‘λαβαν διαταγή

μέσα απ΄ τις τρύπες των πανό

φτερούγισαν κατά τον ήλιο

να ‘ταν 250; φτερούγιζαν….

απ’ τα εργοτάξια περνώντας 

οι εργάτες στο κολατσιό τους 

σηκώνουν τις τραγιάσκες τους

και τα χαιρετούν

φεύγουν κατά τον ήλιο

κι ούτε ισημερινοί, ούτε μεσημβρινοί

στο διάβα τους

η φάμπρικα θα σφυρίξει τρις

σαν Κομσομόλος θα ριχτεί στη δουλειά

το πρωί δουλεύαμε,

το βράδυ οικοδομούσαμε

κι ούτε ένα πισωπάτημα

κι ούτε σχόλη

απέραντη η νύχτα σαν στέπα

«Ξαστέρωνε» είπες 

«κι έχουμε  να περπατήσουμε τόσα άστρα…» 

σαν κεφάλι πρόκας μοιάζει το καθένα τους

έκανες μία έτσι

και με την ανάποδη του σκεπαρνιού σου

ξεκάρφωνες τη νύχτα

για όλους τους λαούς του κόσμου

κι εμείς περίεργοι σαν παιδιά

ανεβαίναμε στους ώμους σου 

να ιδούμε μέσα από τις τρύπες 

έναν άλλον κόσμο που ζύγωνε

να τον είχαν φτιάξει κι αυτόν μαστρο-Τάκη

οικοδόμοι

έτσι σαν εμάς; 

με την ανάγκη στο βλέμμα

με τους σοβάδες στα χέρια

με τα πλεμόνια  γιομάτα σκόνη

βαδίζαμε…

πήρε να ξημερώνει

9 του Μάη

τώρα τα περιστέρια 

θα ‘χουν ανακατευτεί μ’ αυτά της Κόκκινης Πλατείας

ο Ζαΐτσεφ θα ‘χει στήσει τ΄ όπλο του στη γωνιά

η λίμνη Βαϊκάλη δεν θα ‘ναι πια παγωμένη

κι ένας στίχος του Μαγιακόβσκι

θα γλίστρησε στο τρένο 

και όπου να ‘ναι θα πλησιάζει

στο Μαυσωλείο στέκονται καρτερικά στην ουρά

250 περιστέρια πίσω από ένα περιβραχιόνιο

σφιχτά δεμένο σ’ ένα μπράτσο 

το γνωρίζαμε καλά αυτό το μπράτσο

από πολύ μακριά ερχότανε,

πολύ μακριά πήγαινε,

το είχαμε δει στα γιαπιά,

στις πιάτσες απ’ το ξημέρωμα

στους καταπέλτες,

το ‘χαμε δει να ξεδιπλώνει ένα «Ρίζο»

να μας βάζει ένα κουπόνι στο χέρι

να μας μοιράζει το βδομαδιάτικο του

κι εμείς οι 250 στεκόμασταν ακούραστα, 

με το βλέμμα πέρα μακριά

κι απ΄ τον ορίζοντα πιο μακριά

μη γυρεύοντας τιμές, αξιώματα

όρθιοι «σαν να ακούγαμε τη Διεθνή»

ανώνυμοι σαν να ‘μασταν

«Υπέρ Αγνώστων»

Lucien Chardon

“Κυριακή πρωί μ’ ένα ποίημα”: Δείτε όλα τα ποιήματα εδώ.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: