Λόρκα (5.6.1898 – 19.8.1936): Μπαλάντα της Χωροφυλακής — Τσε (14.6.1928 – 9.10.1967): Με τον Λόρκα στην Καρδιά

Ιούνιος 1954. Γενέθλιος μήνας του Ερνέστο και του Φεδερίκο. «Πραξικόπημα της Μπανάνας» (United Fruit Co & CIA) με 15.000 νεκρούς στη Γουατεμάλα. Ο Τσε που βρίσκεται εκεί γράφει το 3ο από τα 21 ποιήματά του και «συνομιλεί» με το Αηδόνι της Ανδαλουσίας.

Federico García Lorca – Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα

(Federico del Sagrado Corazón de Jesús García Lorca)
Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898, στην πόλη Φουέντε Βακέρος της επαρχίας Γρανάδας.
Δολοφονήθηκε από τους φασίστες της Ισπανικής Χωροφυλακής του Φράνκο, στις 19 Αυγούστου 1936, μεταξύ Βιθνάρ και Αλφακάρ, λίγο έξω από τη Γρανάδα.

 

Αυτόγραφο του Λόρκα. «Στον Χοσέ Μαρία, με μια δυνατή αγκαλιά αληθινής και παλιάς φιλίας. Φεδερίκο. Αβάνα 1930». Estudio Rembrandt, Habana. * (Πηγή: https://drouot.com).

 

 

Ernesto Che Guevara – Ερνέστο Τσε Γκεβάρα

Γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροσάριο της Αργεντινής.
Δολοφονήθηκε από τη CIA στις 9 Οκτωβρίου 1967, στη Λα Ιγέρα της Βολιβίας.
Δεν πέθανε ποτέ!

 

 

Δύο ποιήματα – Μια συνομιλία

Μπαλάντα της Ισπανικής Χωροφυλακής

Η Ισπανία Στην Αμερική

 

Εισαγωγή – Μετάφραση – Επιλεγόμενα – Σημειώσεις – Επίμετρο
Μπάμπης Ζαφειράτος / Μποτίλια Στον Άνεμο
(Από βιβλίο μου για τον Τσε που θα κυκλοφορήσει προσεχώς)

 

Η Ισπανία (και ο φασισμός) στην Αμερική. Ποιητική (και ιδεολογική) μεταφορά της φασιστικής Ισπανίας του 1936 και της συμμάχου της Γουατεμάλας ―όπως θα δούμε πιο κάτω― στην εποχή που βρίσκεται εκεί ο Τσε, μέσα Δεκ. 1953 με 21 Σεπ. 1954, οπότε και θα περάσει στο Μεξικό.

Το «Πραξικόπημα της Μπανάνας» (United Fruit Co & CIA) με τους 15.000 νεκρούς κορυφώνεται στις 18 Ιουν. 1954, 4 μέρες μετά τα 26α γενέθλια του Ερνέστο και 13 μέρες μετά τη γενέθλια ημερομηνία του Λόρκα.

Ο Τσε για να μεταδώσει τη σκληρότητα των γεγονότων «καταφεύγει» στο Αηδόνι της Ανδαλουσίας, που γεννήθηκε 56 χρόνια νωρίτερα (5 Ιουν. 1898) και δολοφονήθηκε από τους φασίστες του Φράνκο, στις 19 Αυγ. 1936, λίγο έξω από τη Γρανάδα, εξού και η σύνδεσή της με την Μπανανέρα και την Τσικιμούλα της Γουατεμάλας (βλ. κάτω).

Guardia Civil. (Πηγή: https://www.planetfigure.com).

Οι άμεσοι στίχοι αναφοράς του Τσε είναι ο τέταρτος και ο πέμπτος της πρώτης στροφής από το περίφημο συνθετικό ποίημα του μεγάλου Ισπανού ποιητή, Romance de la Guardia Civil espaañola (Μπαλάντα της Ισπανικής Χωροφυλακής):

έχουνε ―γι’ αυτό δεν κλαίνε―
τα κρανία τους μολυβένια.

Η Μπαλάντα της Χωροφυλακής είναι το 15ο από τα 18 ποιήματα που απαρτίζουν το περίφημο Romancero Gitano (Τσιγγάνικη Μπαλάντα ή Τσιγγάνικη Ιστορία, 1928), μέρος του οποίου γνωρίζουμε από τη Θεοδωρακική εκδοχή στη μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη (η Χωροφυλακή δεν περιλαμβάνεται σε αυτήν).

Ο Λόρκα, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, αποδίδει τα δραματικά γεγονότα στην ύπαιθρο της Χερέθ ντε λα Φροντέρα[1] το καλοκαίρι του 1923, στη βασιλεία του δικτάτορα στρατηγού Πρίμο δε Ριβέρα, κατά τη διάρκεια μιας απεργίας αγροτών και τσιγγάνων εργατών για καλύτερους μισθούς, που κράτησε 26 μέρες και πνίγηκε στο αίμα από τους χωροφύλακες του καθεστώτος.

Βέβαια ο Τσε δεν περιορίζεται μόνο στους δυο αυτούς στίχους, αφού σε ολόκληρο το ποίημά του, Η Ισπανία Στην Αμερική, ο Λόρκα είναι παρών και τον οδηγεί ποιητικά (βλ. Σημειώσεις).

 

Ραμόν Κάσας (1866-1932): Η επίθεση (1899). Η Χωροφυλακή επιτίθεται στον λαό της Βαρκελώνης. Μουσείο Reina Sofía, Μαδρίτη (Ισπανία). Λάδι, 298 cm × 470,5 cm.

 

 

 

Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα

Μπαλάντα της Ισπανικής Χωροφυλακής

Στον Χουάν Γκερέρο
Γενικό Πρόξενο της Ποίησης[2]

 

Μαύρα είναι τ’ αλόγατά τους.
Μαύρα και τα πέταλά τους.
Έχουν μπέρτες λερωμένες
με κερί και με μελάνι
που στο φως στραφτοκοπάνε.
Έχουνε, γι’ αυτό δεν κλαίνε,
τα κρανία τους μολυβένια.
Με ψυχή από λουστρίνι
μες στη στράτα προχωράνε.
Σκοτεινοί καμπουριασμένοι
σπέρνουν διαταγές και μαύρου
καουτσούκ σιγή ξεσπάει
τρόμος σαν την ψιλή άμμο.
Τριγυρνάνε όπου γουστάρουν
και μια αστρονομία τεμπέλα
κρύβουνε μες στο μυαλό τους
μπερδεμένη με πιστόλια.

Guardia Civil Española. Σχέδιο, Πάβλο Μαρτίν Βέγα, εμπνευσμένο από το ποίημα. Μολύβι σε χαρτί, 2020. (Πηγή: https://martinvegapablo.wixsite.com/pablomartnvega).

Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων!
Στις γωνιές σημαίες φυτρώνουν.
Κολοκύθα και φεγγάρι
με γλυκό αγριοκεράσι.
Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων!
Ποιος σ’ είδε και δε θυμάται;
Πόλη από ευωδιές και θλίψη
που ’χεις κάστρα από κανέλα.

Κι όταν έπεφτε η νύχτα,
μουχρωμένη μαύρη νύχτα,
μες στα σιδεράδικά τους
οι τσιγγάνοι με τ’ αμόνια
δένανε ήλιους και σαΐτες.
Ένα άτι πληγιασμένο
φρούμαζε μπροστά στις πόρτες.
Γυάλινα βραχνά κοκόρια
αρχινάγανε τραγούδι
στη Χερέθ δε λα Φροντέρα.
Πρόβαλε γυμνός ο αγέρας,
από μια έκπληκτη γωνία,
άξαφνα μέσα στη νύχτα
στη νυχτοασημένια νύχτα
μες στη μουχρωμένη νύχτα.

Guardia Civil. Φωτό, Eugene Smith, 1950. (Πηγή: https://www.planetfigure.com).

Ο Ιωσήφ κι η Παναγία
χάσανε τις καστανιέτες
κι έψαχναν για τους Τσιγγάνους
μην τυχόν τις έχουν εύρει.
Φτάνει η Παναγιά φορώντας,
φράκο σάμπως δημαρχίνα
με χαρτί από σοκολάτα
κι είν’ τα περιδέραιά της
από αμύγδαλα φτιαγμένα.
Ο Ιωσήφ κουνάει τα χέρια
σε μια κάπα μεταξένια.
Πίσω πάει ο Πέδρο Δόμεκ[3]
με τρεις μάγους της Περσίας.
Και το μισοφεγγαράκι
έβλεπε μες στ’ όνειρό του
πελαργούς εκστασιασμένους.
Λάβαρα και φαναράκια
ξεμπουκάρανε απ’ τις στέγες.
Μέσα στους καθρέφτες θρήνο
πιάνανε οι μπαλαρίνες
άγρια ξεγοφιασμένες.
Μαύρο το νερό κατράμι
μαύρο κύλαε το νεράκι
στη Χερέθ δε λα Φροντέρα.

Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων!
Στις γωνιές σημαίες φυτρώνουν.
Σβήσ’ τα πράσινά σου φώτα
γιατί έρχονται οι αρχόντοι.[4]

Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων!
Ποιος σ’ είδε και δε θυμάται;
Άστε την πέρα απ’ το κύμα
με λυμένες τις πλεξούδες.

Guardia Civil. Περιπολία στους δρόμους. (Πηγή: https://www.planetfigure.com).

Έρχονται δυο δυο απ’ το βάθος
στη γιορτή της πολιτείας.
Ένα μούρμουρο αμαράντων
μπούκαρε μες στις μπαλάσκες.
Έρχονται δυο δυο απ’ το βάθος.
Ύφασμα χοντρό από νύχτα.
Άστραφτε ο ουρανός μπροστά τους,
σαν βιτρίνα από σπιρούνια.

Τώρα η πόλη δε φοβάται
διάπλατα άνοιγε τις πόρτες.
Από ’κει οι Χωροφυλάκοι,
μια σαρανταριά νομάτοι
μπαίνουν και τους μπουζουριάζουν.
Σταματήσαν τα ρολόγια,
το κονιάκ μες στα μπουκάλια
παριστάνει τον Νοέμβρη
μη και το υποψιαστούνε.
Από τις κραυγές τις άγριες
γύριζαν οι ανεμοδείχτες.
Σφάζουν τ’ αεράκι οι σπάθες
κι οι οπλές το ξεκοιλιάζουν.
Στους θεοσκότεινους τους δρόμους
τρέχουνε οι γριές Τσιγγάνες
τ’ άλογά τους νυσταγμένα
κι έχουν κέρματα στα βάζα.
Στους απόγκρεμνους τους δρόμους
κύματα οι μακάβριες μπέρτες
πίσω κεραυνούς αφήνουν
ρούφουλες από ψαλίδια.

Άνοιξη 1987. Η Guardia Civil πνίγει στο αίμα απεργία των εργατών Χαλυβουργίας στην Ρεϊνόσα της Καντάβριας στη Βόρεια Ισπανία. (Πηγή: https://senderosdelahistoria.wordpress.com).

Και στην Πύλη της Μπελέν[5]
σύναξη έχουνε οι Τσιγγάνοι.
Ο Ιωσήφ, μες στις πληγές του
σαβανώνει μια παρθένα.
Πεισματάρικα ντουφέκια
αντηχούνε όλη τη νύχτα.
Η Παρθένα η Μαρία
τα μικρά παιδιά γιατρεύει
με των αστεριών το σάλιο.

Όμως οι Χωροφυλάκοι
σπέρνοντας φωτιές περνάνε
όπου σαν γυμνό κορίτσι
λαμπαδιάζει η φαντασία.
Και η Ρόσα των Καμπόριος
κλαίει στην πόρτα καθισμένη
με κομμένα τα βυζιά της
σ’ έναν δίσκο απιθωμένα.
Τρέχανε τ’ άλλα κορίτσια
τρέχανε κυνηγημένα απ’
τις μακριές τους τις πλεξούδες,
σκάγανε μες στον αέρα
μαύρα ρόδα από μπαρούτι.
Κι όταν όλα τα ταβάνια
είχαν σωριαστεί ρημάδια,
σήκωσε η αυγή τους ώμους
με μια πέτρινη γκριμάτσα.

Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων!
Πάνε οι Χωροφυλάκοι
μες σε σιωπηλό λαγούμι
ενώ οι φλόγες σ’ έχουν ζώσει.

Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων!
Ποιος σ’ είδε και δε θυμάται;
Στη μορφή μου να σε ψάξει.
Παίζουν το φεγγάρι κι η άμμος.

 

Μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 20 Ιούν. 2022

(Το ισπανικό κείμενο στο τέλος)

Αποσπάσματα του ποιήματος δημοσιεύτηκαν στην προσωπική μου ιστοσελίδα Μποτίλια Στον Άνεμο, στις 19 Αυγ. 2022, επέτειο δολοφονίας του Λόρκα.

Συλλήψεις από την Guardia Civil κατά τον Ισπανικό Εμφύλιο. ( Πηγή: https://www.antiwarsongs.org).

 

 

Ερνέστο Τσε Γκεβάρα

Η Ισπανία Στην Αμερική

 

Θυμάσαι, αλήθεια, Γουατεμάλα,
κείνες τις μέρες του Ιούλη του 36;

Σίγουρα ναι.

Στον πέτρινο το σκελετό σου,
μες στις καναρινιές σου φλέβες,
μέσα στα πράσινα μαλλιά σου,
στον ηφαιστειακό σου κόρφο
τις θυμάσαι.

Όπως σ’ εμένα, που ρουφάω το παρελθόν
με του παιδιού τη μνήμη,
απ’ τη ρευστή σου μνήμη ―με τη δημοκρατία
στα σπάργανα― αναδύεται
το απόμακρο κροτάλισμα της ύβρεως.

Οι γέροι ποιητές σου το θυμούνται,
οι νέοι σου βάρδοι το μαντεύουν:
Στην αξημέρωτη τη νύχτα της Γρανάδας
τα χέρια που ξερνάγανε μολύβι
με δάκρυα είχανε πνίξει από σφαίρες
του Βασιλιά Τσιγγάνου το τραγούδι.

Όλοι οι τραγουδιστές σου το θυμούνται.
Γρανάδα, Μπανανέρα,
φρέσκα ονόματα ολόγλυκα σαν φρούτα.

Γρανάδα, Μπανανέρα,
σύμβολα τραγικά της παρακμής του ανθρώπου.
Μες στην Ευρώπη είναι εκείνοι που «έχουνε
― γι’ αυτό δεν κλαίνε―
τα κρανία τους μολυβένια».
Και στην Αμερική αυτοί που ξεπουλιούνται
―όσο όσο―
στο δολάριο της Φρουτέρας.

Τους ποιητές να τους συντρίψουν δεν μπορούσαν
μα άνοιξαν με χειροβομβίδες
―όπως ανοίγουνε τα ολόγλυκα τα ρόδια―
τα στήθια των λαϊκών παιδιών σου.
Το έγκλημά τους να ’ναι ελεύθεροι τους έστειλε για το νεκροταφείο.
Το έγκλημά τους να είναι άνθρωποι τους έριξε στους πεθαμένους.
Κι ούρλιαζαν οι μαριονέτες
και σκοτώνανε και βρίζαν
με τα λόγια και τα έργα
της «μαμάκας εταιρείας».

Εδώ ο Καστίγιο Άρμας
που εκεί τον λέγαν Φράνκο.
Δύο ονόματα με τον λαό πνιγμένον στο αίμα,
και μια κραυγή πετρώνει την αρχαία αγκαλιά.
Κι ο Τσάμπερλαιν; ο Μουσολίνι; ο Χίτλερ;
Πεθάνανε, μα τα παιδιά τους αυγαταίνουνε.
Και το γερό βλαστάρι που τον Άξονα κρατάει
είναι ένας σεβαστός παππούς με λαμπερή καράφλα,
κήρυκας του θεού με μοχθηρό στιλέτο.
Με το άγιο χρίσμα τους προγόνους του τιμάει,
στης φάρας του τον αρχηγό κεριά ανάβει,
στη μυθική εξοχότητα του υποδουλωτή,
του Αφέντη μονοπώλιο.
Κι ο Τσάμπερλαιν; παιδιά δεν είχε;
Αμ, πώς δεν είχε!
Ω, το σάπιο του το σπέρμα
στην Αμερική έχει φύτρες.
Τις λένε Βάργας και Πινίγιας, οι προδότες
που του λαού ντροπιαστικά
λερώνουνε την όψη.
(Κι ας μη μιλήσουμε για Γάλβες και Σομόσα,
παλιά αγγειά γεμάτα με σκατά).
Τα χέρια τους βαμμένα απ’ στο δικό μας αίμα.
Κι έχουνε ρόχαλα στη μούρη τους
απ’ τα παιδιά της Βραζιλίας, της Κολομβίας,
της Ονδούρας, της Νικαράγουας, της Γουατεμάλας.
«Να προσδοκάς την Άμυνα του δυτικού κόσμου».
«Ποτέ δε θα ξεχάσω τον ένδοξο στρατηγό».
Ω, πώς ουρλιάζουνε τη νύχτα τα τσακάλια!
Πώς ξαμολάει ο παππούλης τα κογιότ του!
Μα η ιστορία καταπίνει δεκαετίες
διδάσκοντας το στόχο που οδηγεί στο φόβο.
Ούτε ο Χίτλερ ούτε ο Μουσολίνι έχουνε τάφους
ούτε λουλούδια που φρεσκάρουνε τη μνήμη.
Τα μάτια ανοίγει ο κόσμος ο μισός
κι ο άλλος μισός έχει ξυπνήσει.

Γκερνίκα, Τσικιμούλα,
μπόμπες που ενώνουνε αδερφές δημοκρατίες.

Αδερφές μες στους αθώους νεκρούς,
αδερφές μέσα στο αίμα το χυμένο,
αδερφές μες στην απελπισιά της ανημπόριας.

Γουατεμάλα, ξυπνάει ο λαός σου,
όπως και στη Μαδρίτη εξύπνησε
κι από το Μεξικό ως την Αργεντινή,
οι Λατίνες αδερφές σου σε λένε αρχηγό.

Γουατεμάλα, Γουατεμάλα,
ελπίδα της Αμερικής!

Κάλεσε τους λαούς και θα σου δώσουν το «παρών».
Μαζί θα τιμωρήσουμε το τρομερό ατομικό στιλέτο
και στη δική σου μπαρουταποθήκη θα βάλουμε φωτιά
και τότε χαμογελαστή η ήπειρος θα θαυμάσει
την κόκκινη αστραπή που καρτερούσε ο λαός.

[Ιούνης 1954]

 

Πρώτη ελληνική μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος, 15 Ιουνίου 2022

Το ισπανικό κείμενο στο τέλος

 

 

Σημειώσεις Ι.

Μπαλάντα της Ισπανικής Χωροφυλακής

 

Φεδερίκο Γαρθία Λόρκα
Γεννήθηκε στις 5 Ιουνίου 1898, στην πόλη Φουέντε, Βακέρος της επαρχίας Γρανάδας.
Δολοφονήθηκε από τους Φαλαγγίτες, στις 19 Αυγούστου 1936, μεταξύ Βιθνάρ και Αλφακάρ έξω από τη Γρανάδα.
Σχέδιο, Μπάμπης Ζαφειράτος, 5.VI.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)

1. Χερέθ δε λα Φροντέρα (Jerez de la Frontera). Ανδαλουσιάνικη πόλη από την πλευρά του Ατλαντικού, στην επαρχία Κάντιθ, κοντά στο Γιβραλτάρ, όπου τον 13ο αιώνα βρίσκονταν τα σύνορα, frontera, Χριστιανών – Μαυριτανών. Και jerez σημαίνει το ποτό τσέρυ και το κεράσι εξού και το όνομα της.

2. Juan Guerrero Ruiz (Μούρθια, 8 Δεκ. 1893 – Μαδρίτη, 20 Απρ. 1955). Ισπανός συγγραφέας, και εκδότης, κυρίως όμως άνθρωπος των γραμμάτων και μέντορας πολλών συγγραφέων και ποιητών.

3. Πέδρο Δόμεκ (Pedro Domecq): Γαιοκτήμονας οινοποιός, που έγινε τύραννος, προστατεύοντας την περιουσία τη δική του και των ομοίων του με το φονικό χέρι της Χωροφυλακής.

4. Αρχόντοι (Ισπ. benemérito): οι αριστείς. Ειρωνική λέξη για τη Χωροφυλακή.

5. Μπελέν (Belén ―Βηθλεέμ): Στη Χερέθ δε λα Φροντέρα βρίσκεται η Πλατεία της Μπελέν που πήρε το όνομά της από μοναστήρι της Παναγίας της Βηθλεέμ (Nuestra Señora de Belén) που βρισκόταν κάποτε εκεί.

(*) Φωτό Λόρκα: «A José María, con un fuerte abrazo de verdadera y vieja amistad. Federico, Habana, 1930».

Χοσέ Μαρία Τσακόν υ Κάλβο (29 Οκτ. 1892 – 8 Νοε. 1969). Κουβανός μελετητής, Διδάκτωρ Νομικής και Φιλοσοφίας και Γραμμάτων, δικηγόρος, συγγραφέας και καθηγητής, ιδρυτής των περιοδικών Κουβανική Επιθεώρηση και Τετράδια Πολιτισμού, Ισπανιστής και διπλωμάτης.

Ο Χοσέ Μαρία πήγε στην Ισπανία το 1918 και το 1922, συναντήθηκε με τον Λόρκα στη Σεβίλλη, οπότε συνδέθηκαν φιλικά και είναι εκείνος που θα κάνει γνωστή την ποίηση του Λόρκα στην Κούβα το 1928.

Με προτροπή του Χοσέ Μαρία ο Λόρκα, αμέσως μετά τη Νέα Υόρκη, θα ταξιδέψει στο Νησί στις 7 Μαρτίου του 1930, όπου θα παραμείνει μέχρι τις 12 Ιουνίου, θα πάρει μέρος σε πέντε συνέδρια, θα γνωριστεί με τον Νικολάς Γκιγιέν και θα παρουσιάσουν μαζί ποιήματά τους στο περιοδικό Diario de la Marina.

Ο Λόρκα δημοσιεύει το κουβανέζικο ποιήμά του Son, γνωστό και ως Son de Cuba ή Son de Santiago de Cuba ή Son de negros en Cuba, που περιλαμβάνεται στη συλλογή Ποιητής στη Νέα Υόρκη (1929-1930), στην τελευταία ενότητα, Χ. Ο ποιητής Φτάνει στην Αβάνα.

Και ο Γκιγιέν θα δημοσιεύσει τα 8 ποιήματα των περίφημων Motivos de Son, που θα αποτελέσουν και την πρώτη του ποιητική συλλογή, η οποία θα κυκλοφορήσει εκείνη τη χρονιά (1930).

 

 

Η Ισπανία Στην Αμερική ― Η συνομιλία του Τσε με τον Λόρκα

 

Ερνέστο Γκεβάρα δε λα Σέρνα, γνωστός και ως «Τσε»
(Che Guevara – Ernesto Guevara de la Serna)
Γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1928 στο Ροσάριο της Αργεντινής
Δολοφονήθηκε από τη CIA στις 9 Οκτωβρίου 1967, στη Λα Ιγέρα της Βολιβίας. Δεν πέθανε ποτέ.
Σχέδιο (1o από 5 του Τσε), Μπάμπης Ζαφειράτος, 28.VI.2015 (Μελάνι, 29 χ 21 εκ.)

Γουατεμάλα, Ιούνιος 1954. Ο Τσε έχει πιστέψει πολύ στην Επανάσταση του Άρμπενς, αισιοδοξεί στην ενδεχόμενη ανατροπή του χταποδιού με τα πανίσχυρα πλοκάμια, αλλά θα πάρει μια μεγάλη πίκρα ―«πήγα για ύπνο νιώθοντας μεγάλη απογοήτευση γι’ αυτό που έγινε», όπως θα γράψει στη μάνα του (20 Ιουν. 1954).

Ο Τσε συνθέτει σε πολλά σημεία έμμετρα το ποίημά του ―όπως και τα αποδίδω― à la manière de Lorca, με συχνές έμμεσες και άμεσες αναφορές στην Μπαλάντα της Χωροφυλακής. Και αμέσως μετά τους δύο στίχους που προαναφέρθηκαν («έχουνε ―γι’ αυτό δεν κλαίνε― / τα κρανία τους μολυβένια») θα περάσει στη σκληρή πραγματικότητα της εποχής του:

Και στην Αμερική αυτοί που ξεπουλιούνται
―όσο όσο―
στο δολάριο της Φρουτέρας.[6]

Ενώ στη συνέχεια, με ένα τέλειο λορκικό, τροχαϊκό 8σύλλαβο, τετράστιχο, θα πει για μία άλλη σφαγή, που συντελέστηκε από τους αντιπρόσωπους της United Fruit:

Κι ούρλιαζαν οι μαριονέτες
και, σκοτώνανε και βρίζαν
με τα λόγια και τα έργα
της «μαμάκας εταιρείας».

Αφού λίγο πιο πριν έχει κάνει μια ακόμη αναφορά στη σφαγή των Τσιγγάνων από τους Χωροφύλακες:

Οι γέροι ποιητές σου το θυμούνται,
οι νέοι σου βάρδοι το μαντεύουν:
Στην αξημέρωτη τη νύχτα της Γρανάδας
τα χέρια που εξερνάγανε μολύβι
με δάκρυα από σφαίρες είχαν πνίξει
του Βασιλιά Τσιγγάνου το τραγούδι.

Θυμάσαι, αλήθεια, Γουατεμάλα, / κείνες τις μέρες του Ιούλη του 36;

Από τους εναρκτήριους κιόλας στίχους του ―που επίσης παραπέμπουνε στους καταληκτικούς στίχους του Λόρκα: Ω, εσύ πόλη των Τσιγγάνων! / Ποιος σ’ είδε και δε θυμάται;― ο ποιητής μπαίνει κατευθείαν στον Ισπανικό Εμφύλιο (17 Ιουλ. – 1 Απρ. 1939) και στους φασιστικούς δεσμούς αίματος Γουατεμάλας – Ισπανίας / Άρμας – Φράνκο – Χίτλερ – Μουσολίνι – Τσάμπερλαιν.

Εδώ ο Καστίγιο Άρμας
που εκεί τον λέγαν Φράνκο
Κι ο Τσάμπερλαιν; ο Μουσολίνι; ο Χίτλερ;

1936: Η Γουατεμάλα (όπως και η Νικαράγουα και το Ελ Σαλβαδόρ) υπό τον Ουμπίκο[7], πολιτικό πάτρωνα της Chiquita, αναγνωρίζει τον Φράνκο. Το 1936 ιδρύεται η Χιτλερική Νεολαία στη Γερμανική Σχολή, υιοθετείται ο χιτλερικός χαιρετισμός, γιορτάζονται τα γενέθλια του Χίτλερ και καθιερώνεται το Παράσημο του Κετσάλ, που το 1937 απονέμεται στον Μουσολίνι. Ο Χίτλερ συγχαίρει τον Ουμπίκο, ο πρέσβης της φασιστικής Ιταλίας στη Γουατεμάλα γίνεται σύμβουλός του και ο Μουσολίνι τον ενισχύει με βαρύ οπλισμό!

1954: Ο δημοκρατικός Χακόβο Άρμπενς ―κατά τις ΗΠΑ, μεγάλη κομμουνιστική απειλή στην Κεντρική Αμερική― θα πατηθεί μαζί με τον λαό της Γουατεμάλας από την… μπανάνα Chiquita, που φοράει την μπότα του Καστίγιο Άρμας.

Γρανάδα, ΜπανανέραΓκερνίκα, Τσικιμούλα

Τους ποιητές να τους συντρίψουν δεν μπορούσαν
μ’ άνοιξαν με χειροβομβίδες
―όπως ανοίγουνε τα ολόγλυκα τα ρόδια―
τα στήθια των λαϊκών παιδιών σου.

Άλλη μια σύνδεση Λόρκα – Γρανάδας / λαϊκών παιδιών – Μπανανέρας, όπου ο Τσε απογειώνει την ποιητική του με την αμφισημία της λέξης Granada, που σημαίνει χειροβομβίδα και ρόδι, όπως, άλλωστε, και η πόλη Γρανάδα, αφού από τις ροδιές πήρε το όνομά της και το ρόδι περιλαμβάνεται στον θυρεό της.

Το φορτισμένο κλίμα των ημερών δεν αποτυπώνεται μόνο στην ποιητική γραφή του Τσε, αλλά μεταφέρεται και ειδησεογραφικά στο ημερολόγιό του (Otra Vez, σσ. 65-66) τέλη Ιουνίου του 1954 (υπογραμμίζω τα σχετικά σημεία):

Οι εισβολείς απέτυχαν στην προσπάθειά τους να ξεσηκώσουνε τις μάζες πετώντας οπλισμό απ’ τα αεροπλάνα, αλλά κατέλαβαν την πόλη Μπανανέρα και αποκόψανε τον σιδηρόδρομο προς το Πουέρτο Μπάριος [λιμάνι στον Ατλαντικό, στα σύνορα με Ονδούρα].

Ο σκοπός των μισθοφόρων ήτανε ξεκάθαρος: να καταλάβουν το Πουέρτο Μπάριος για να μπορούν να παραλάβουνε κάθε είδους οπλισμό και τους μισθοφόρους που θα έφταναν εκεί. Αυτό έγινε εμφανές όταν η γολέτα Siesta de Trujillo πιάστηκε σε μια προσπάθεια να ξεφορτώσει όπλα στο εν λόγω λιμάνι. Η τελική επίθεση απέτυχε, αλλά στην ενδοχώρα οι επιδρομείς έκαναν πράξεις πρωτοφανούς βαρβαρότητας, δολοφονώντας μες στο νεκροταφείο, μέλη της SETUFCO με χειροβομβίδες που τους ρίξανε κατάστηθα.

[…] Η Τσικιμούλα βομβαρδίστηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα, έπεσαν βόμβες και στην πόλη της Γουατεμάλας όπου τραυμάτισαν πολλούς, σκοτώνοντας κι ένα κοριτσάκι 3 ετών.

SETUFCO [Sindicato de Empleados y Trabajadores de la UFCO –Συνδικάτο Εργατοϋπαλλήλων της Γιουνάιτεντ Φρουτ Κόμπανυ.

Ο Τσε έχει παθιαστεί με τη υπόθεση της Γουατεμάλας και θέλει πάση θυσία να βοηθήσει, όπως φαίνεται και από επιστολή στη μητέρα του στις 20 Ιουνίου 1954 (Otra Vez, σσ. 65-66),

Σήμερα, Σάββατο 26 Ιουνίου, κατέφτασε ο υπουργός ενώ εγώ είχα πάει να δω τη Ίλντα· έγινα έξαλλος γιατί σκόπευα να του ζητήσω να με στείλει στο μέτωπο.

[…] Ξαναμίλησα με το υπουργείο Υγείας και ζήτησα να με στείλουν στο μέτωπο.

Στο ημερολόγιό του (Otra Vez, σσ. 65-66) σημειώνει:

Πρώτα παρουσιάστηκα στις νεολαιίστικες μπριγάδες της Συμμαχίας, όπου περάσαμε κάμποσες μέρες συγκεντρωμένοι μέχρι που ο Υπουργός Δημόσιας Υγείας με έστειλε στο Κέντρο Υγείας του Μαέστρο όπου και βρίσκομαι τώρα. Προσφέρθηκα εθελοντικά να πάω στο μέτωπο, αλλά αυτοί με γράψανε κανονικά.

Και στην αγαπημένη του φίλη Τίτα Ινφάντε (Ιούν. 1954) γράφει:[8]

Η προδοσία εξακολουθεί να είναι ο πατριωτισμός του στρατού και για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται ο αφορισμός που λέει πως η πραγματική δημοκρατία ξεκινάει με την εκκαθάρισή του.

Σήμερα, στην Μπανανέρα (: μπανανοφυτεία), σ’ αυτό το μικρό χωριό, ιδιοκτησία της Μεγάλης Μανάβισσας, στο οποίο έμεναν οι εργάτες της, δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι για να θυμίζει εκείνη τη σφαγή, εκτός απ’ το μικρό αεροδρόμιο που πιθανώς να χτίστηκε επάνω στα ερείπια που άφησαν τα αεροπλάνα της Τσικίτα.

Η Μπανανέρα ήταν το πρώτο χωριό που κατέλαβαν οι μισθοφόροι των ΗΠΑ με άρμα τους τον Άρμας κι από εκεί πήραν τους εργάτες που είχαν προκηρύξει απεργία και τους ανοίξανε τα στήθια όπως ανοίγουνε τα ολόγλυκα τα ρόδια.

Η μαρτυρική Γκερνίκα[9] βομβαρδίστηκε από τους Χίτλερ – Μουσολίνι, σύμμαχους του Φράνκο· η Μπανανέρα και η Τσικιμούλα βομβαρδίστηκαν απ’ την Ονδούρα και τη Νικαράγουα, με πλοηγούς τις φύτρες των Τσάμπερλαιν,[10] Μουσολίνι, Χίτλερ:

Τις λένε Βάργας και Πινίγιας
(Κι ας μη μιλήσουμε για Γάλβες και Σομόσα,
παλιά αγγειά γεμάτα με σκατά).[11]

 

 

Σημειώσεις ΙΙ.

Η Ισπανία Στην Αμερική

 

6. United Fruit Company (ίδρ. 1899): Γνωστή και με τα ονόματα Frutera (Φρουτέρα -μανάβισσα), UFCO, Yunai [Γιουνάι –Uni(ted)] και Pulpo (χταπόδι) ―εξού και οι «χταποδοκένταυροι», όπως τους αποκαλεί ο Τσε σε επόμενο ποιήμά του. Τεράστια εταιρεία σε Κολομβία, Νικαράγουα, Παναμά, Άγιο Δομίνικο, Κόστα Ρίκα, Τζαμάϊκα, Κούβα. Έμεινε στην ιστορία των μεγάλων εγκληματιών του καπιταλισμού, για τη δολοφονία 1.800 Κολομβιανών εργαζομένων το 1928 ―σφαγή των μπανανέρωνπου διαμαρτυρήθηκαν για τις άθλιες συνθήκες δουλειάς στις μπανανοφυτείες της, αλλά και για το πραξικόπημα του Καστίγιο Άρμας στη Γουατεμάλα, την εποχή που βρίσκεται εκεί ο Τσε. Μετά τη χρεοκοπία της τη δεκαετία του ’70 ―το κεφάλαιο ποτέ δεν πεθαίνει― έγινε Chiquita Brands International.

7. Χόρχε Ουμπίκο (Jorge Ubico, Γουατεμάλα 1878 – Νέα ορλεάνη 1946). Ο επονομαζόμενος και Tata ή Ναπολέοντας της Κεντρικής Αμερικής. Στρατηγός Δικτάτορας της χώρας για 13 χρόνια (1931 – 1944), εδραίωσε ένα καθεστώς που κατέστειλε κάθε είδους πολιτική δραστηριότητα, ισχυροποιώντας συγχρόνως τους δεσμούς του με τις ΗΠΑ και την United Fruit, κάνοντας μεγάλες παραχωρήσεις και εξυπηρετούμενος με πιστώσεις (για πάρτη του, βέβαια) και εξοπλισμούς.

Το τέλος του ήρθε με την απαγόρευση της ελευθερίας λόγου και Τύπου τον Ιούνιο του 1944, που οδήγησε την επόμενη μέρα στην ανατροπή του μετά από λαϊκή εξέγερση, με τον ίδιον να βρίσκει καταφύγιο, πού αλλού, στις ΗΠΑ. Την εξουσία ανέλαβε μια στρατιωτική τρόικα, απλώς αλλαγή σκυτάλης.

8. Berta Gilda (Tita) Infante (14 Νοε. 1926 -24 Μαρ. 1976). Κορδοβέζα συμφοιτήτρια του Τσε στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άιρες (νευρολόγος), μέλος της Κομμουνιστικής Νεολαίας Αργεντινής. Μια βαθιά δυνατή φιλία μέχρι το τέλος.

9. Γκερνίκα (Guernica). Η βασκική κωμόπολη, που ενέπνευσε τον ομώνυμο πίνακα του Πικάσο μετά τον βομβαρδισμό και την ισοπέδωσή της, στις 26 Απριλίου 1937, από τις δυνάμεις του Άξονα Βερολίνου-Ρώμης, πού άφησαν πίσω τους περί τους 1.650 νεκρούς, τους οποίους αργότερα ―πάγια τακτική των νικητών― προσπάθησαν να μειώσουν στους 126 με μέγιστο τους 800.

10. Τσάμπερλαιν (Arthur Neville Chamberlain, 1869-1940). Πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου 1937-1940. Η… προσωποποίηση της «πολιτικής κατευνασμού» προς τη ναζιστική Γερμανία λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1937 η Γουατεμάλα ζητάει από τον Τσάμπερλαιν να καταβάλει αποζημίωση 400.000 λίρες στερλίνες για να της επιστραφεί η Μπελίς, που ήταν έδαφός της και αποσπάστηκε από τους Βρετανούς το 1840 (κράτος–τάπα προς τον Ατλαντικό) με το όνομα Βρετανική Ονδούρα. Η Αγγλία προτείνει τη διαιτησία από τον Πρόεδρο Ρούσβελτ και η υπόθεση ξεπουλιέται. (Centro de estudios mexicanos y centroamericanos).

11. Βάργας: Getúlio Dornelles Vargas (1882 – 1954). Βραζιλιάνος πολιτικός, επίσης γνωστός με τα με το παρατσούκλι «ο Πατέρας των φτωχών» (μάλλον γιατί τους γάζωσε τη μάνα). 1930-1937 προσωρινός πρόεδρος και μέχρι το 1945, όταν με το πρόσχημα του κομμουνιστικού κινδύνου (συμβαίνει και εις τας Βραζιλίας) πήρε με στρατιωτικό πραξικοπημα όλες τις εξουσίες, με μια σκληρή 8ετή δικτατορία. Καθαιρέθηκε με άλλο στρατιωτικό πραξικόπημα, αφού το 1942 είχε οδηγήσει τη χώρα του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων. Επανήλθε δριμύτερος το 1950 μέχρι την αυτοκτονία του το 1954, μετά από βαθιά πολιτική κρίση.

Πινίγια: Gustavo Rojas Pinilla (1900 – 1975). Στρατηγός του Κολομβιανού Στρατού, δικτάτορας Πρόεδρος της Κολομβίας, προς αποκατάστασιν της ειρήνης και της πολιτικής τάξης στο έθνος, Ιούν. 1953 – Μάϊ. 1957. Το 1951, εκπρόσωπος της Κολομβίας στον ΟΗΕ, επιθεώρησε το τάγμα της Κολομβίας που είχε πάρει μέρος στον Πόλεμο της Κορέας (1950-1953).

Γάλβες: Juan Manuel Gálvez Durón (1887-1972). Πρόεδρος της Ονδούρας το 1948 – Δεκ. 1954. Εξελέγη με βία και νοθεία με την αντιπολίτευση εξόριστη. Κατέστειλε βίαια τη συνδικαλιστική δράση και βοήθησε τα μάλα στην ανατροπή του Άρμπενς.

Σομόσα: Anastasio «Tacho» (χαϊδευτικό του Anastasio) Somoza García (Νικαράγουα, 1896-1956, Πρόεδρος 1936-47, 1950-56), γνωστός ως GarCIΑ. Γόνος πλούσιου καλλιεργητή καφέ, αμερικανοσπουδαγμένος, όντας διοικητής της Εθνοφρουράς, πριν αναλάβει την προεδρία ελέω ΗΠΑ δολοφόνησε τον Σαντίνο (1934). Πυροβολήθηκε θανάσιμα στις 21 Σεπ. 1956 από τον 27χρονο ποιητή Ριγοβέρτο Λόπες Πέρες, που σκοτώθηκε επί τόπου από τη φρουρά του δικτάτορα. Το 1981 οι Σαντινίστας ανακήρυξαν τον Λόπες Εθνικό Ήρωα. (Για Σομόσα βλ. Ερνέστο Καρδενάλ: Σαντίνο Ώρα 0 και για Πέρες βλ. Πάμπλο Νερούδα – Ρόκε Δάλτον: ΟΑΚ).

 

 

Επίμετρο

Η Ισπανία Στην Αμερική και η Ελλάδα απ’ τη Γουατεμάλα

 

Ντιέγκο Ριβέρα, Gloriosa Victoria (Λαμπρή Νίκη, 1954), τέμπερα σε καμβά, 2,6 x 4,5 μ. Μουσείο Πούσκιν, Μόσχα.

Θα ήταν παράλειψη, ίσως, αν δεν αναφερόμαστε στον μυθικό πλέον πίνακα του μεγάλου Μεξικανού ζωγράφου – μουραλίστα Διέγο Ριβέρα (Diego Rivera, 8 Δεκ. 1886 – 24 Νοε. 1957), που τιτλοφορείται Λαμπρή Νίκη (1954), όπου υπάρχει και ένα πρόσωπο με το οποίο είναι άρρηκτα δεμένο με την τύχη της χώρας μας, μέσω του… εθνάρχα της στικής τάξης, έτσι που Η Ισπανία στην Αμερική θα μπορούσε να γίνει Η Ελλάδα από τη Γουατεμάλα.

Κέντρο του κάδρου. Ο Καστίγιο Άρμας με όπλο στη ζώνη και μαντιλάκι από δολάρια στο τσεπάκι του σακακιού του, δουλικά σκυμμένος, σφίγγει το χέρι του ΥπΕξ ΗΠΑ Τζων Φόστερ Ντάλες, που με το άλλο του χέρι ακουμπάει στη χαμογελαστή βόμβα -Αϊζενχάουερ (ο Άικ, το γεράκι του ΝΑΤΟ, διάδοχος του Τρούμαν, 34ος Πρόεδρος ΗΠΑ, 1953-1961), από αυτές που πέσανε στην Τσικιμούλα και στην Μπανανέρα.

Εκ δεξιών του Τζων, ο αδερφός του, Διευθυντής της CIA, Άλεν Ντάλες ―ο και εραστής της δική μας Φρ(ειδερ)ίκης―, με μια τσάντα γεμάτη δολάρια, και εξ ευωνύμων ο Αμερικανός Πρέσβης στη Γουατεμάλα, Τζων Πιουριφόυ, τα σπρώχνουνε στους Γουατεμαλέζους αξιωματικούς του Στρατού.

Αριστερή πλευρά του πίνακα οι ντόπιοι σκλάβοι φορτώνουνε μπανάνες στα πλοία της Γιουνάιτεντ.

Δεξιά (μαύρος κι άραχνος) ο πράκτορας της… ΘΙΑ (Θεία Intelligence Agency) αρχιεπίσκοπος Ροσέγι Αρεγιάνο, που συνέβαλε αποφασιστικά με τα αντικομμουνιστικά του κηρύγματα στην ανατροπή του Άρμπενς, δίνει τις ευλογίες του πατώντας επί των πτώματων σφαγιασμένων παιδιών και εργατών που σκοτώθηκαν στο πραρξικόπημα.[1]

Άκρη δεξιά εργάτες και αγρότες με τις ματσέτες τους είναι έτοιμοι να υπερασπιστούν τον Άρμπενς, υπό τα βλέμματα του φυλακισμένου λαού.

Η γυναίκα με την κόκκινη μπλούζα και το αυτόματο είναι η σημαντική στρατευμένη γουατεμαλο-μεξικανή ζωγράφος Ρίνα Λάσο (23 Οκτ. 1923, Γουατεμάλα – 1 Νοε. 2019, Μεξικό), βοηθός του Ριβέρα στην Ένδοξη Νίκη, η οποία λίγο αργότερα (1959) ζωγραφίζει τη δική της εκδοχή στον επίσης σπουδαίο πίνακά της Venceremos (Λάδι σε καμβά. Museo de Bellas Artes de Toluca, México), όπου το δράμα της Γουατεμάλας και του σταυρωμένου ανάποδα λαού της, επάνω στο σταυρό της σημαίας της, ξετυλίγεται στον ίδιο ιμπεριαλιστικό καμβά των ΗΠΑ με το δράμα του σφαγιασμένου λαού της Κορέας, που είχε τερματιστεί την προηγούμενη χρονιά, όπου πήρε μέρος και η χώρα μας.

Σημαντική λεπτομέρεια: Ο Πιουριφόυ βρέθηκε στη Γουατεμάλα αμέσως μετά την τριετή θητεία του στην Ελλάδα, 1950-1953 (πρωθυπουργός Παπάγος), δηλαδή ακριβώς όσο κράτησε ο Πόλεμος της Κορέας, όπου υπό την καθοδήγησή του συμμετείχε και Εκστρατευτικό Σώμα της ηρωικής πατρίδας μας (τάγμα 1.000 ανδρών και ένα σμήνος της βασιλικής αεροπορίας από 67 άτομα, με 7 αεροσκάφη C-47 Ντακότα) με απώλειες 194 νεκρούς και 610 τραυματίες.

Πιουριφόυ. Ο καλύτερος φίλος του Στρατάρχη Παπάγου και του διάδοχου του (της φοβερής 8ετίας 1955-1963) Καραμανλή. Ο διορατικός ο πρέσβης τον προώθησε δεόντως.

Ο Άικ υπήρξε ο πρώτος Αμερικανός Πρόεδρος που επισκέφθηκε την Ελλάδα το 1959, πρωθυπουργεύοντος του Καραμανλή-Τριανταφυλλίδη, όστις είχε πλέον και τα διαπιστευτήρια της Τσικίτας. Οι Μπανανίες φύονται και πέραν της Λατινικής Αμερικής!

Ο Αρεγιάνο (Mariano Rosell Arellano). Σε ένα από τα φυλλάδιά του, που τα διένειμε η CIA, έγραφε:

Ο Άρμπενς έχει διεισδύσει από τον Διεθνή Κομμουνισμό και διαδίδει αθεϊστικές ιδέες. Ο λαός πρέπει να ξεσηκωθεί σαν ένας άνθρωπος εναντίον αυτού του εχθρού. Ο αγώνας μας ενάντια στον κομμουνισμό πρέπει να είναι μια σταυροφορία προσευχής και θυσίας, εντατική διάδοση του κοινωνικού δόγματος της εκκλησίας και πλήρης απόρριψη της κομμουνιστικής προπαγάνδας – για την αγάπη του Θεού και της Γουατεμάλας.

Αμήν.

 

 

Για Λόρκα βλέπε και:

Ραφαέλ Αλβέρτι – Μπάμπης Ζαφειράτος: Δύο Σονέτα και ένα Επίγραμμα για τον Λόρκα

*

Μπάμπης Ζαφειράτος: Ομιλία του με τίτλο Ο Ποιητής Τσε Γκεβάρα, που περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, ένα Επίγραμμα και ένα Σονέτο για τον Τσε στην εκδήλωση της 8/10/2022 στο «Studio NEW STAR art cinema», με αφορμή τα 55 χρόνια από τη δολοφονία του μεγάλου Επαναστάτη, παρουσία της Αλέιδα Γκεβάρα Μαρτς:

Επίγραμμα για τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα

Ένα σονέτο για τον Τσε

*

Άλλα ποιήματα του Τσε (ενδεικτικά):

Τσε Γκεβάρα: Με του Μαρξ και του Ένγκελς το τραγούδι (5 ποιήματα) – Μια κριτική προσέγγιση

Τσε Γκεβάρα: Ο αρχαιολόγος, ο φωτογράφος, ο ποιητής (6 ποιήματα)

 

 

Ισπανικό κείμενο

 

Romance de la Guardia Civil española de Federico García Lorca par Vicente Pradal (γεν. 1957)

 

Federico Garcia Lorca

Romance de la Guardia Civil Española

A Juan Guerrero.
Cónsul general de la Poesía

 

Los caballos negros son.
Las herraduras son negras.
Sobre las capas relucen
manchas de tinta y de cera
Tienen, por eso no lloran
de plomo las calaveras.
Con el alma de charol
vienen por la carretera.
Jorobados y nocturnos,
por donde animan ordenan
silencios de goma oscura
y miedos de fina arena.
Pasan, si quieren pasar,
y ocultan en la cabeza
una vaga astronomía
de pistolas inconcretas.

¡Oh ciudad de los gitanos!
En las esquinas banderas.
La luna y la calabaza
con las guindas en conserva.
¡Oh ciudad de los gitanos!
¿Quién te vio y no te recuerda?
Ciudad de dolor y almizcle,
con las torres de canela.

Cuando llegaba la noche,
noche que noche nochera,
los gitanos en sus fraguas
forjaban soles y flechas.
Un caballo malherido,
llamaba a todas las puertas.
Gallos de vidrio cantaban
por Jerez de la Frontera.
El viento, vuelve desnudo
la esquina de la sorpresa,
en la noche platinoche
noche, que noche nochera.

La Virgen y San José
perdieron sus castañuelas,
y buscan a los gitanos
para ver si las encuentran.
La Virgen viene vestida,
con un traje de alcaldesa
de papel de chocolate
con los collares de almendras.
San José mueve los brazos
bajo una capa de seda.
Detrás va Pedro Domecq
con tres sultanes de Persia.
La media luna, soñaba
un éxtasis de cigüeña.
Estandartes y faroles
invaden las azoteas.
Por los espejos sollozan
bailarinas sin caderas.
Agua y sombra, sombra y agua
por Jerez de la Frontera.

¡Oh ciudad de los gitanos!
En las esquinas banderas.
Apaga tus verdes luces
que viene la benemérita.
¡Oh ciudad de los gitanos!
¿Quién te vio y no te recuerda?
Dejadla lejos del mar,
sin peines para sus crenchas.

Avanzan de dos en fondo
a la ciudad de la fiesta.
Un rumor de siemprevivas
invade las cartucheras.
Avanzan de dos en fondo.
Doble nocturno de tela.
El cielo, se les antoja,
una vitrina de espuelas.

La ciudad libre de miedo,
multiplicaba sus puertas.
Cuarenta guardias civiles
entran a saco por ellas.
Los relojes se pararon,
y el coñac de las botellas
se disfrazó de noviembre
para no infundir sospechas.
Un vuelo de gritos largos
se levantó en las veletas.
Los sables cortan las brisas
que los cascos atropellan.
Por las calles de penumbra,
huyen las gitanas viejas
con los caballos dormidos
y las orzas de monedas.
Por las calles empinadas
suben las capas siniestras,
dejando atrás fugaces
remolinos de tijeras.

En el Portal de Belén
los gitanos se congregan.
San José, lleno de heridas,
amortaja a una doncella.
Tercos fusiles agudos
por toda la noche suenan.
La Virgen cura a los niños
con salivilla de estrella.
Pero la Guardia Civil
avanza sembrando hogueras,
donde joven y desnuda
la imaginación se quema.
Rosa la de los Camborios,
gime sentada en su puerta
con sus dos pechos cortados
puestos en una bandeja.
Y otras muchachas corrían
perseguidas por sus trenzas,
en un aire donde estallan
rosas de pólvora negra.
Cuando todos los tejados
eran surcos en la tierra,
el alba meció sus hombros
en largo perfil de piedra.

¡Oh ciudad de los gitanos!
La Guardia Civil se aleja
por un túnel de silencio
mientras las llamas te cercan.

¡Oh ciudad de los gitanos!
¿Quién te vio y no te recuerda?
Que te busquen en mi frente.
Juego de luna y arena.

 

 

Ernesto Che Guevara

España en América

¿Recuerdas, Guatemala,
esos días de julio del año 36?

Claro que sí.

En tu pétreo esqueleto,
en tus venas cantarinas,
en tu cabellera verde,
en tu volcánico seno
lo recuerdas.

Como a mí, con mi memoria de niño
succionando el pasado,
aflora a tu recuerdo invertebrado
de democracia en pañales,
el tableteo lejano de la infamia.

Tus viejos poetas lo recuerdan,
tus jóvenes vates lo adivinan:
en Granada y en la noche sin aurora
el plomo brotaba de las manos
que llorando balas ahogaban
la voz del Rey de los gitanos.

Todos tus cantores lo recuerdan.
Granada, Bananera,
nombres frescos de frutas sacarinas.

Granada, Bananera,
símbolos trágicos del hombre en el ocaso.
Allí, en Europa, los que “tienen
—por eso no lloran—
de plomo las Calaveras.”
Aquí, en América, los que se venden,
—por lo que den—
al dólar de la frutera.

No pudieron desmenuzar poetas,
pero con granadas abrieron
—como granadas frutas sacarinas—
el pecho de los hijos de tu pueblo.
El delito de ser libres los llevó hasta el cementerio.
El delito de ser hombres los puso entre los muertos.

Y los títeres gritaban,
mataban, escarnecían,
con la voz y con la acción
de “mamita compañía”.

Castillo Armas aquí
allá se llamó Franco.
Dos nombres y el pueblo ensangrentado,
y un grito que cementa el viejo abrazo.
¿Y Chamberlain, Hitler, Mussolini?
Murieron, mas sus hijos proliferan.
El gran retoño en que perdura el Eje
es un venerable abuelo de lustrosa calva,
evangélica sentencia y puñal aleve.
Venera antepasados con religiosa unción
y enciende cirios ante el jefe de su clan,
el mítico personaje esclavizador;
el Señor monopolio.

Y Chamberlain, ¿no tuvo hijos?
¡Ay, los tuvo!
Ay, su pútrido esperma
germinó en América.
Vargas y Pinillas se llaman los traidores
que la faz de los pueblos
mancharon de vergüenza.
(No hablemos de Gálvez ni Somoza,
viejos receptáculos de mierda.)
En sus manos tienen sangre americana.
Y en la cara escupitajo
de los hijos de Brasil, de Colombia,
de Honduras, Nicaragua y Guatemala.
“Anticípole defensa del mundo occidental”.
“Jamás olvidaré al glorioso general”.
¡Cómo aúllan los chacales en la noche!
¡Cómo azuza el abuelo a sus coyotes!
Mas la historia consumió decenios
enseñando la meta a donde lleva el miedo.
Ni Hitler ni Mussolini tienen tumbas
ni flores que jalonen el recuerdo.
Abre los ojos la mitad del mundo
la otra mitad está despierto.

Guernica, Chiquimula,
bombas que enlazan democracias hermanas.

Hermanas en los muertos inocentes,
hermanas en la sangre derramada,
hermanas en la impotencia desesperada.

Guatemala, tu pueblo despierta
como despertó en Madrid
y, de México a Argentina,
tus latinas hermanas te nombran su adalid.

Guatemala, Guatemala,
¡esperanza de América!

Llama a los pueblos, te dirán “presente”.
Juntos castigaremos el puñal atómico
y encenderemos su propio polvorín,
y el continente entero admirará sonriendo
la llamarada roja que esperaba el pueblo.

 

[Junio de 1954]

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6

2 Trackbacks

Κάντε ένα σχόλιο: