“Μακεδονικό παραμύθι”: Ποίηση από τη Βόρεια Μακεδονία
Μια ανθολογία που φέρνει το ελληνικό κοινό σε επαφή με την πλούσια, όσο και συνειδητά παραμελημένη μεταφραστικά στη χώρα μας σύγχρονη ποιητική δημιουργία της “ακατανόμαστης” χώρας.
Η ποίηση της Βόρειας Μακεδονίας παραμένει στη χώρα μας σε μεγάλο βαθμό “αόρατη”, όπως σωστά σημειώνει ο Δημήτρης Μόσχος, επιμελητής και μεταφραστής της έκδοσης “Μακεδονικό Παραμύθι. Ανθολογία μεταπολεμικής ποίησης” από τις εκδόσεις αντίποδες. Οι λόγοι είναι προφανείς και εξηγούν τις κυριολεκτικά μετρημένες στα δάχτυλα παρουσιάσεις της ποίησης της γειτονικής χώρας στην Ελλάδα, όταν ακόμα και η βουλγαρική ποίηση, ανάμεσά τους έργα κομμουνιστών δημιουργών, μπορούσε να κυκλοφορήσει στη χώρα μας εν μέσω στρατιωτικής δικτατορίας στις αρχές της δεκαετίας του ’70.
Η συγκεκριμένη ανθολογία περιλαμβάνει ποιήματα 17 ποιητών και ποιητριών, που έδρασαν κυρίως στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας, αλλά και μετά τη σύσταση του ανεξάρτητου κράτους με τις γνωστές ονοματολογικές περιπέτειες. Πρόκειται για ποίηση αποκλειστικά Σλαβομακεδόνων ποιητών σε “μακεδονική” γλώσσα, όπως την αναφέρει ο μεταφραστής. Ως εκ τούτου απουσιάζει και προφανώς εκφεύγει από τους σκοπούς και τις δυνατότητες της παρούσας έκδοσης, μια πρώτη γνωριμία με την ακόμα πιο άγνωστη ποιητική παραγωγή των Αλβανών της Βόρειας Μακεδονίας.
Ως χρονολογικό σημείο εκκίνησης της παρουσίασης των ποιημάτων επελέγη το 1945, ένα έτος δηλαδή μετά την ίδρυση της ΛΜ Μακεδονίας στα πλαίσια της ενιαίας σοσιαλιστικής Γιουγκοσλαβίας. Η επιλογή εξηγείται στην εισαγωγή από το μεταφραστή, που επισημαίνει ότι στον ευρύ γεωγραφικά χώρο της Μακεδονίας η ποιητική παράδοση ασφαλώς ξεκινά πολύ νωρίτερα από τα μέσα του 20ου αιώνα, ωστόσο δεν αποτελεί στόχο του έργου να εμπλακεί στην πολιτικά φορτισμένη διαμάχη για το πότε ξεκινά να υπάρχει μια διακριτά “μακεδονική’ εθνική ιδέα και ταυτότητα, συνοδευόμενη φυσικά από λογοτεχνία με το συγκεκριμένο ιδεολογικό φορτίο. Αυτό δε σημαίνει ότι το βιβλίο δεν έχει ξεκάθαρα πολιτική στόχευση, για την οποία ξεκάθαρα ο συγγραφέας νιώθει περήφανος και την ορίζει ως εξής:
Ειδικά η δημοσίευση υλικού που σχετίζεται με τους Σλαβομακεδόνες δηλώνει αφενός την πρόθεσή να ανοίξει μια συζήτηση σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον, και αφετέρου είναι μια ελάχιστη ηθική αποκατάσταση για τις βαρβαρότητες της ελληνικής πλευράς σε βάρος αθώων, που απλώς δεν χωρούσαν μέσα της.
Δεν προκαλεί λοιπόν έκπληξη ότι ολόκληρη εισαγωγή διαπνέεται από ένα πνεύμα μονοσήμαντα φιλικό προς το (σλαβο)μακεδονικό εθνικισμό, κάτι που θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο κριτικής, χωρίς φυσικά μια τέτοια κριτική να αμφισβητεί τη βιαιότητα και την καταπίεση των εθνικών κρατών Ελλάδας, Βουλγαρίας και Σερβίας σε βάρος των σλαβόφωνων της Μακεδονίας, που μεγάλο μέρος τους αποτέλεσε τον πυρήνα της μετέπειτα ΛΔΜ. Αξίζει να σημειωθεί πάντως, πως παρότι στην εισαγωγή επισημαίνεται ο καίριος ρόλος ορισμένων τουλάχιστον από τους ανθολογούμενους ποιητές στην εμπέδωση της “μακεδονικής” ταυτότητας, τα ποιήματα που παρουσιάζονται δεν έχουν ως επί το πλείστον εθνικό – πατριωτικό περιεχόμενο. Εξαίρεση αποτελούν κυρίως το ποίημα “Λουλούδια” του Σλάβκο Γιανέφσκι, καθώς αναφέρεται στην εκτέλεση 12 παιδιών από τα κατοχικά βουλγαρικά στρατεύματα, όπου κυριαρχεί πάντως ο αντιφασιστικός χαρακτήρας, και κυρίως το “Μακεδονικό παραμύθι”, της Κάτα Κουλάβκοβα. Εδώ η ύπαρξη ενός ξεχωριστού μακεδονικού λαού που “πολλές γλώσσες μιλούσε” και “είχε ονόματα πολλά”, ανάγεται σιωπηλά στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου όταν “κόσμους πολλούς κατέκτησε”. Τον λαό αυτό, κατά την ποιήτρια “τον φθόνησαν πολλοί – ανάμεσα στους κοντινούς του” και “Μια μέρα, μετατράπηκε σε μήλο της έριδος”, αναφερόμενη προφανώς στη διαμάχη των κρατών της περιοχής για τον προσεταιρισμό των σλαβόφωνων. Το αφήγημα ενός απειλούμενου από κακούς γείτονες έθνους δεν αποτελεί φυσικά πρωτοτυπία της βορειομακεδονικής ποίησης, αλλά κοινό τόπο της εθνικής λογοτεχνίας σε όλο τον κόσμο και ειδικότερα στα Βαλκάνια.
Τα περισσότερα ποιήματα ωστόσο έχουν διαφορετική θεματολογία, τους αγώνες της εργατικής τάξης, τον έρωτα, τη φύση, τη θρησκεία, τη μοναξιά, την αποξένωση και τις υπαρξιακές αγωνίες. Είναι επίσης σαφές ότι σε ποιήματα που φαίνονται να εκδόθηκαν μετά τη διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας η εσωστρέφεια και ενίοτε και κάποιος κυνισμός είναι αρκετά εντονότερα, αντικατοπτρίζοντας τα νέα ιστορικά και κοινωνικά δεδομένα. Η ποίηση της Βόρειας Μακεδονίας, όπως σημειώνεται στην εισαγωγή, προσπάθησε μέσα σε έξι δεκαετίες από τη συγκρότηση του πρώτου κρατικού τύπου σχηματισμού της να συμπυκνώσει και να επικοινωνήσει με όλα τα μείζονα ποιητικά ρεύματα της Δυτικής Ευρώπης, από το ρομαντισμό ως το μεταμοντερνισμό, αλλά και, σε μικρότερο βαθμό και με το σοσιαλιστικό ρεαλισμό για ένα διάστημα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια ποίηση ιδιαίτερη και ταυτόχρονη οικεία στον Έλληνα αναγνώστη. Παρότι ως ρητή ποιητική επιρροή στην ανθολογία αναφέρεται μόνο ο Κωνσταντίνος Καβάφης, μπορεί να ανιχνεύσει κανείς στίχους και ποιήματα που παραπέμπουν από Γιάννη Ρίτσο και Τάσο Λειβαδίτη, μέχρι Ζωή Καρέλλη και Κική Δημουλά. Στην ομορφιά των ποιημάτων στα ελληνικά συμβάλλει σίγουρα και η εξαιρετική μεταφραστική δουλειά του Δημήτρη Μόσχου, που μεταφέρει το πιο δύσκολο στην απόδοση είδος λογοτεχνικού λόγους με έναν τρόπο φυσικό και αβίαστο, σαν να μην προέρχονταν από άλλη γλώσσα.
Συνολικά, η ανθολογία από την κοντινή και συνάμα τόσο απόμακρη γειτονική χώρα αξίζει την προσοχή σας, τόσο γιατί τα ποιήματά της δεν έχουν τίποτε να ζηλέψουν σε τοπικό και διεθνές λογοτεχνικό επίπεδο, όσο και για τη γνωριμία με το λαό της Βόρειας Μακεδονίας πέρα από τις εθνικιστικές διαμάχες και μια επιφανειακή επαφή μέσω εμπορικών και τουριστικών σχέσεων που ανθούν εκατέρωθεν των συνόρων.