Μικέλης Άβλιχος – «Το ζύγι της η Θέμις δε σας δίνει, σαν άχυρο το δίκιο να ζυγίζετε…»
“Κι αν δε διψάτε για δικαιοσύνη
την πλάστιγγα κάνετε τηγάνι,
που μέσα εκεί τον κόσμο να τηγανίζετε…”
Μεγάλος σατιρικός ποιητής αλλά λιγότερο γνωστός από τον συμπατριώτη του Ανδρέα Λασκαράτο, ο Κεφαλλονίτης Μικέλης Άβλιχος, γεννήθηκε στο Ληξούρι στις 18 του Μάρτη 1844 και έφυγε από τη ζωή στις 28 του Νοέμβρη 1917.
Όπως σημειώνει ο Μ. Μ. Παπαϊωάννου (Μιχάλης Παπαϊωάννου) «ο Άβλιχος έζησε στη σκιά του πολυακουσμένου συμπατριώτη του Ανδρέα Λασκαράτου. Κι οι δύο τους Ληξουριώτες. Όμως, ενώ ο Λασκαράτος κατάχτησε την πανελλήνια δόξα, έγινε δεκτός και στην Αθήνα, ο Άβλιχος έμεινε ριζωμένος στη γενέθλια γη και πέρασε τη ζωή του αθόρυβα, με συντροφιά τους μαθητάδες, τους καλούς του φίλους, και «με το γλυκό κρασάκι μας μας και με τη μουσική μας».
Άνθρωπος του 19ου αιώνα, της βιοτεχνικής, εμπορικής πόλης, που δεν έχει αποκοπεί ακόμη από την αγροτική ενδοχώρα. Το ταβερνάκι ήταν το κέντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Οι ιδεολόγοι του ποτηριού απλοί, γνήσιοι άνθρωποι, με μια κάποια προσωπικότητα δεν είχαν ακόμη επηρεαστεί από τα ψεύτικα στολίδια, δεν είχαν ακόμα σκλαβωθεί από τις μικροαστικές μηχανικές συνήθειες.
Στα 1844 γεννήθηκε ο Άβλιχος και πέθανε το Νοέμβρη του 1917 – θύμα του «αποκλεισμού» κι αυτός. Ο Λασκαράτος είχε γεννηθεί τριάντα τρία χρόνια και πέθανε δεκάξι χρόνια νωρίτερα από τον Άβλιχο. Η μακροζωία του Λασκαράτου – πέθανε στα 1901 – τους κάνει σύγχρονους. Είναι και οι δύο αναθρεμμένοι με το πνεύμα της Γαλλικής Επανάσταση, μόνο που ο Άβλιχος προχώρησε και παραπέρα. Η θαυμαστή διαύγεια του νου του φαίνεται να είναι έπαθλο των σπουδών του στην Ευρώπη. Έβγαλε το πανεπιστήμιο της Βέρνης, όταν στην Ελβετία είχε το μετερίζι του ο αρχηγός του αναρχισμού Μπακούνιν. Έμεινε δέκα χρόνια στην Ευρώπη: Παρίσι, Ζυρίχη, Βέρνη, Βενετία κλπ. Πρέπει να είχε δει και την Παρισινή Κομμούνα στα 1871.
Εις δικαστάς
Ω σεις, που θέσιν έχετε υψηλή,
που κρίνετε του κόσμου τ’ αδικήματα,
που νεύετε κι ανοίγει η φυλακή
ελεύθεροι να κάνετε ατοπήματα,που τη ζωή το χέρι σας κρατεί
κάθε πολίτη την τιμή, τα χτήματα,
ακούσετε της Μούσας τη φωνή
που δε φοβάται φυλακή, προστίματα:Το ζύγι της η Θέμις δε σας δίνει,
σαν άχυρο το δίκιο να ζυγίζετε
για να ‘χετε καιρό για το σεργιάνι.Κι αν δε διψάτε για δικαιοσύνη
την πλάστιγγα κάνετε τηγάνι,
που μέσα εκεί τον κόσμο να τηγανίζετε.
«Όταν γύρισε στο Ληξούρι και θέλησε να ανοίξει τα μάτια των συγχωριανών του βρήκε μεγάλη αντίδραση. Δεν ήταν μόνο οι τρανοί που του έκοψαν την καλημέρα, άλλα και η φτωχολογιά, που αγωνιζόταν για να τη σώσει από τα νύχια των εκμεταλλευτών της, τού γύρισε την πλάτη. Οι Κεφαλονίτες ήταν κοπέλια των κομματαρχών και λαοπλάνων. Ο Άβλιχος με το σπινθηροβόλο πνεύμα του και το μαστίγιο τής σάτιράς του αγωνίστηκε να αλλάξει την κατάσταση, αλλά μόνο λίγοι, πολύ λίγοι τού στάθηκαν φίλοι και συμπαραστάτες. Οι πολλοί τού κίνησαν τον πόλεμο» επισημαίνει ο ιστορικός Γιάνης Κορδάτος στην «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας» του (εκδ. Επικαιρότητα»).
Ο μοχθηρός ψευτοφιλόπατρις
Το πρόσωπό του εκείνο το γιωμένο
που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά
το γέλιο το κρυφό και λυσσιασμένο
που η δυστυχία των άλλων τού γεννά.Το φθονερό του μάτι το σβησμένο
που δείχνει βουλιμιά για συμφορά
μας εξηγούν γιατ’ είναι διψασμένο
τ’ αχείλι του και πόλεμο ζητά.Διψάει να ιδεί στα μαύρα φορεμένους
πατέρες και μαννάδες που μισεί,
να τους ιδεί στα δάκρυα τους πνιγμένους:Θάναι δροσιά στην έρμη του ψυχή.
Για τούτο υπέρ Πατρίδος σκούζει, κράζει
Όρνιο, που για κουφάρια αναστενάζει!
Συνεχίζοντας ο Μ.Μ. Παπαϊωάννου: «Ευρωπαίος, λοιπόν, ο Κεφαλονίτης Μικέλης Άβλιχος. Από τους πρώτους ουτοπικούς σοσιαλιστές μας. Δώδεκα χρόνια νεότερος από τον άλλο συμπατριώτη του ουτοπιστή σοσιαλιστή, τον Παναγιώτη Πανά, που μάλλον πρέπει να θεωρείται και ο πρώτος σοσιαλιστής ποιητής μας.
Λίγα έγραψε ο Μικελάκης Άβλιχος, μα δε λείπει από καμιά ανθολογία. Κι ανήκει σε κείνους που πήραν τη σελίδα ή τη σελίδα τους στις ανθολογίες με το σπαθί τους».